Όπως σημειώνει ρεπορτάζ
της Καθημερινής, ο ίδιος
παραδέχεται ότι οι νέες
επενδύσεις θα
ισοδυναμούν με 4,4%-4,7%
του ΑΕΠ της Ε.Ε., αρκετά
υψηλότερο από το 1%2%
του Σχεδίου Μάρσαλ για
την ανοικοδόμηση της
Ευρώπης μετά τον ∆εύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Και
όπως και τότε, η ενωμένη
πια Ευρώπη θα πρέπει να
ενεργήσει ταχύτατα σε
διάφορα μέτωπα. «Ο
ιδιωτικός τομέας είναι
απίθανο να είναι σε θέση
να χρηματοδοτήσει τη
μερίδα του λέοντος αυτής
της επένδυσης χωρίς τη
στήριξη του δημοσίου
τομέα», σημειώνει όμως η
έκθεση –που
παρουσιάστηκε την
περασμένη ∆ευτέρα στις
Βρυξέλλες–, προσθέτοντας
ότι «κάποια κοινή
χρηματοδότηση για
επενδύσεις σε βασικά
ευρωπαϊκά δημόσια αγαθά,
όπως η πρωτοποριακή
καινοτομία, θα είναι
απαραίτητη».
Η περίφημη πια έκθεση
Ντράγκι δημοσιεύθηκε
λίγο πριν από την έναρξη
του νέου πενταετούς
κύκλου της Κομισιόν, ενώ
απομένουν λίγες μέρες
πριν από την παρουσίαση
της νέας δομής και
σύνθεσής της από την
πρόεδρό της Ούρσουλα φον
ντερ Λάιεν – εκτός
απροόπτου– την ερχόμενη
Τρίτη στο Στρασβούργο.
Το πόνημα του πρώην
επικεφαλής της ΕΚΤ
έρχεται να συμπληρώσει
δύο άλλες εκθέσεις, που
θα καθοδηγήσουν τις
πολιτικές της
προτεραιότητες: εκείνη
του επίσης Ιταλού Ενρίκο
Λέτα για το μέλλον της
ενιαίας αγοράς και τις
συστάσεις για τη νέα
αγροτική πολιτική της
Ε.Ε. που συνέταξε ομάδα
ειδικών με επικεφαλής
τον Γερμανό καθηγητή
Πίτερ Στροσνάιντερ.
Οι «φειδωλές» χώρες
Αν και αρνήθηκε ότι η
έκθεσή του αποτελεί
«τελεσίγραφο» προς τα
κράτη-μέλη, ο Ντράγκι
επισήμανε την «υπαρξιακή
κρίση» της Ευρώπης και
προειδοποίησε ότι είτε
θα εισακουστεί «είτε θα
υπάρξει βασανιστική
αγωνία». «Οι Ντράγκι και
Λέτα εισηγούνται
επανεκκίνηση όλων των
ευρωπαϊκών πολιτικών,
μια άσκηση δύσκολα
αποδεκτή, όχι μόνο από
τα κράτη-μέλη, αλλά και
από τις Βρυξέλλες»,
παραδέχεται στην «Κ»
Ευρωπαίος διπλωμάτης.
Η υποδοχή που
επιφύλαξαν, άλλωστε, οι
λεγόμενες «φειδωλές»
χώρες, Γερμανία και
Ολλανδία, στην έκθεση
Ντράγκι ήταν λίγο πολύ
αναμενόμενη, ιδιαίτερα
ως προς την πρόταση για
κοινή χρηματοδότηση της
Ε.Ε. (και) μέσω νέου
κοινού δανεισμού.
«Ενα κοινό δάνειο δεν
επιλύει τα διαρθρωτικά
προβλήματα της Ε.Ε.»,
τόνισε ο Γερμανός
υπουργός Οικονομικών
Κρίστιαν Λίντνερ, ενώ σε
πλήρη ευθυγράμμιση ο
Ολλανδός ομόλογός του
Ιλκο Χάινεν ανέφερε ότι
«η Ευρώπη θα πρέπει να
αναπτυχθεί, συμφωνώ
απολύτως. Αυτό θα συμβεί
μόνο με μεταρρυθμίσεις.
Περισσότερα χρήματα δεν
είναι πάντα η λύση».
Απηχώντας τις
αντιδράσεις αυτές,
έτερος Ευρωπαίος
διπλωμάτης σημειώνει ότι
είναι «παράλογο» να
συνδέεται η βελτίωση της
ανταγωνιστικότητας με
περισσότερα χρέη, ενώ
υπενθυμίζει δηκτικά ότι
δεν έχουν ακόμη
αποπληρωθεί τα εφάπαξ
χρέη του Ταμείου
Ανάκαμψης.
Στις Βρυξέλλες, πάντως,
ήδη εξετάζονται τρόποι
για την αναχρηματοδότηση
εκατοντάδων δισ. ευρώ
από ομόλογα της εποχής
της πανδημίας,
προκειμένου να αποφύγουν
την υπερφόρτωση του
κοινού προϋπολογισμού με
τα έξοδα αποπληρωμής,
όπως αποκάλυψαν οι
Financial Times. Ο Μάριο
Ντράγκι, άλλωστε,
εμφανίστηκε υπέρ μιας
τέτοιας κίνησης, που θα
επεκτείνει έως και 350
δισ. ευρώ του
πρωτοφανούς τότε
δανεισμού της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τους FT, οι
συζητήσεις βρίσκονται σε
αρχικό στάδιο σχετικά με
μια λύση, που θα
ξεπεράσει τη σθεναρή
αντίθεση της Γερμανίας
και των νομικών
περιορισμών.
Για τον Σαντέρ Τορντουά,
επικεφαλής οικονομολόγο
του Centre for European
Reform στις Βρυξέλλες,
πάντως, η επικριτική
στάση της Γερμανίας
«παραβλέπει την
πραγματική αξία της
παρέμβασης Ντράγκι, που
αφορά μια συνεκτική
αναπτυξιακή στρατηγική
της Ε.Ε. Εκεί πρέπει να
εστιάσουν τα κράτημέλη,
αντί να συζητούν τα
πολυκαιρισμένα
πλεονεκτήματα και
μειονεκτήματα της κοινής
έκδοσης χρέους». «Στην
πραγματικότητα, η
Γερμανία ως η πλέον
στάσιμη βιομηχανική
καρδιά της Ε.Ε. θα
μπορούσε να ωφεληθεί
περισσότερο από όλους
από τις προτάσεις
Ντράγκι» σημειώνει.
Ωστόσο και η Γερμανίδα
πρόεδρος της Κομισιόν
–αν και καλωσόρισε θερμά
την έκθεση– αρνήθηκε
δημοσίως να υιοθετήσει
την πρόταση για νέο
κοινό δανεισμό. Η
πρόεδρος μπορεί να
παραδέχθηκε ότι
«χρειάζεται κοινή
χρηματοδότηση για
συγκεκριμένα ευρωπαϊκά
έργα, όπως για την
άμυνα, τις διασυνοριακές
δομές ενέργειας»,
σημείωσε όμως ότι θα
χρειαστούν επιπρόσθετες
εθνικές συνεισφορές ή
κοινοτικοί πόροι που θα
μεταφερθούν στον κοινό
προϋπολογισμό.
Το μεγάλο «αγκάθι»
Κατά πως φαίνεται,
σημείο «αγκάθι» αποτελεί
ο νέος μακροπρόθεσμος
προϋπολογισμός της Ε.Ε.
για την περίοδο
2028-2034, που
αντιμετωπίζει ήδη
πληθώρα αιτημάτων
δαπανών και θα
υιοθετηθεί το καλοκαίρι.
Σχολιάζοντας σχετικά ο
Γκούντραμ Βολφ, ανώτερος
συνεργάτης της δεξαμενής
σκέψης Bruegel στις
Βρυξέλλες, επισημαίνει
ότι «πρέπει πρώτα να
αναπροσαρμόσουμε τις
προτεραιότητες του
προϋπολογισμού της Ε.Ε.
Είναι απλώς τρελό ότι
δαπανούμε το 1/3 του
κοινού προϋπολογισμού
για την επιδότηση των
αγροτών. Πρέπει να
επικεντρωθούμε στο
μέλλον, επενδύοντας στην
ψηφιοποίηση, στην άμυνα
και την απελευθέρωση των
αγορών μας από τον
προστατευτισμό, όπως
εισηγείται ο Ντράγκι». Ο
ίδιος, άλλωστε,
σημειώνει ότι η έκθεση
κρούει τον «κώδωνα του
κινδύνου» για την
έλλειψη παραγωγικότητας
της Ευρώπης, ενώ
εξαιτίας των δυσμενών
δημογραφικών στοιχείων
θα υποστούμε «μείωση του
βιοτικού επιπέδου μας».
Εμφαση, εξάλλου, δίνεται
στην ανάγκη
επαναπροσδιορισμού των
κοινών προσπαθειών,
προκειμένου να
«γεφυρωθεί» το κενό
καινοτομίας με τις ΗΠΑ
και την Κίνα, ιδιαίτερα
όσον αφορά την υψηλή
τεχνολογία και την
«επανάσταση» της
τεχνητής νοημοσύνης. «Το
πρόβλημα δεν είναι ότι
λείπουν ιδέες ή
φιλοδοξίες στην Ευρώπη,
αλλά ότι η καινοτομία
μπλοκάρεται στην επόμενη
φάση: αποτυγχάνουμε να
“μεταφράσουμε” την
καινοτομία σε
εμπορευματοποίηση». Τις
τελευταίες πέντε
δεκαετίες καμία
ευρωπαϊκή εταιρεία αξίας
άνω των 100 δισ. ευρώ
δεν έχει ιδρυθεί σε
ευρωπαϊκό έδαφος, ενώ
30% των πραγματικά
καινοτόμων εταιρειών
έχουν εγκαταλείψει την
Ε.Ε. προς τις ΗΠΑ.
Ο Βολφ συμφωνεί με τα
παραπάνω και συμπληρώνει
ότι «το εκπαιδευτικό μας
σύστημα επιδεινώθηκε τις
τελευταίες δεκαετίες,
καθώς δεν προσφέρει
δεξιότητες που να
ανταποκρίνονται στο
μέλλον, ενώ οι σχετικά
υψηλές τιμές ενέργειας
επιβαρύνουν την
ευρωπαϊκή οικονομία».
Η ακριβή ενέργεια
Στην έκθεσή του ο
Ντράγκι, πράγματι,
αναγνωρίζει ότι οι
ευρωπαϊκές επιχειρήσεις
πληρώνουν διπλάσιες ή
και τριπλάσιες τιμές
ηλεκτρικής ενέργειας σε
σχέση με τις ΗΠΑ. Γι’
αυτό θεωρεί την
απεξάρτηση από τον
άνθρακα «ευκαιρία»,
καθώς η Ευρώπη
πρωτοπορεί στην
καινοτομία καθαρής
τεχνολογίας και
προτείνει την περαιτέρω
υποστήριξη βιομηχανιών
–που παράγουν ηλεκτρικά
αυτοκίνητα ή καθαρή
τεχνολογία–, καθώς
απέναντί τους έχουν τον
κινεζικό ανταγωνισμό,
καθοδηγούμενο από ισχυρό
συνδυασμό επιδοτήσεων
και καινοτομίας.
Προειδοποιεί, παράλληλα,
ότι η Ευρώπη εξαρτάται
σε μεγάλο βαθμό από
«τρίτους» όσον αφορά τις
κρίσιμες πρώτες ύλες και
τις αμυντικές της
προμήθειες. Εισηγείται,
άλλωστε, ενίσχυση της
αμυντικής βιομηχανίας
της Ε.Ε., που είναι
κατακερματισμένη, με τις
από κοινού προμήθειες
αμυντικού υλικού να
αντιπροσωπεύουν λιγότερο
από το 1/5 των δαπανών
για την προμήθεια
αμυντικού εξοπλισμού το
2022. Για να αλλάξει
αυτό, η Ευρώπη πρέπει να
δράσει συλλογικά με
εστιασμένες δαπάνες.
Εκείνο που γνωρίζει από
«πρώτο χέρι» ο πρώην
κεντρικός τραπεζίτης
είναι η βασική
«αδυναμία» της Ευρώπης,
να «μπλοκάρονται» δηλαδή
κρίσιμες αποφάσεις λόγω
της αρχής της ομοφωνίας.
Γι’ αυτό εισηγείται
«ειδική πλειοψηφία» στις
ψηφοφορίες και σε άλλους
τομείς, ώστε να
προχωρούν συγκεκριμένα
πρότζεκτ.
Στο εισαγωγικό του
σημείωμα, πάντως,
εμφανίζεται αισιόδοξος:
«Η Ευρώπη πρέπει να έχει
αυτοπεποίθηση, ακόμη και
όταν το μέγεθος της
πρόκλησης φτάνει σε άνευ
προηγουμένου επίπεδα σε
σχέση με το μέγεθος των
οικονομιών της. Οι λόγοι
μιας ενιαίας απάντησης
δεν ήταν ποτέ άλλοτε
τόσο επιτακτικοί – και
με ενότητα η Ευρώπη
μπορεί να βρει τη δύναμη
να μεταρρυθμιστεί».
Πηγή: Καθημερινή, Money
Review |