Ειδικότερα, όπως
αναφέρει η γαλλική
τράπεζα για τον ελληνικό
τραπεζικό κλάδο, τα
στοιχεία για το πρώτο
τρίμηνο του 2024
δείχνουν ότι τα πράγματα
συνεχίζουν να κινούνται
προς τη σωστή
κατεύθυνση. Ωστόσο, οι
βασικές μειώσεις των
επιτοκίων της ΕΚΤ που
ξεκίνησαν στις 6 Ιουνίου
2024 θα μειώσουν τα
καθαρά έσοδα από τόκους
στις ελληνικές τράπεζες,
δεδομένου ότι οι
καταθέσεις
αντιπροσωπεύουν το 73%
των συνολικών
υποχρεώσεών τους,
περιορίζοντας έτσι την
εσωτερική τους ικανότητα
να παράγουν κεφάλαια.
Κατά την BNP Paribas, το
παραπάνω θα μειώσει τον
ρυθμό βελτίωσης της
ποιότητας του συνολικού
κεφαλαίου, το οποίο
εξακολουθεί να
περιλαμβάνει 44%
αναβαλλόμενες
φορολογικές πιστώσεις
και 9% αναβαλλόμενες
φορολογικές απαιτήσεις,
για τις οποίες η
ικανότητα απορρόφησης
ζημιών είναι μικρότερη
από εκείνη του κεφαλαίου
CET1.
Θετικές οι τάσεις
Η BNP Paribas υπενθυμίζει
ότι στις 5 Ιουνίου 2024,
η Eurobank, η Εθνική
Τράπεζα, η Alpha και η
Πειραιώς (με αυτή τη
σειρά με βάση το
κεφάλαιο CET1)
εξουσιοδοτήθηκαν από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα να καταβάλλουν
ένα σταθμισμένο μέσο όρο
24% των καθαρών κερδών
τους του 2023 στους
κατόχους μετοχών. Η εν
λόγω πληρωμή, συνολικού
ύψους 875 εκατ. ευρώ, το
93% της οποίας έχει τη
μορφή μερίσματος, είναι
η πρώτη από το 2008 για
τις εν λόγω τράπεζες, οι
οποίες μεταξύ τους
αντιπροσωπεύουν περίπου
το 90% του συνολικού
ενεργητικού του
ελληνικού τραπεζικού
συστήματος.
Μετά τις ζημίες ρεκόρ
ύψους 28 δισ. ευρώ που
καταγράφηκαν το 2011 και
την αύξηση του δείκτη μη
εξυπηρετούμενων δανείων
στο 41% το 2015, το
ελληνικό τραπεζικό
σύστημα έχει εξυγιάνει
σημαντικά τον ισολογισμό
του, αναφέρει
η BNP Paribas.
Τα συνολικά δηλωθέντα
καθαρά κέρδη για τις
τράπεζες ήταν θετικά για
δεύτερη συνεχή χρονιά το
2023, κάτι πρωτόγνωρο
από το 2010. Στις 31
Δεκεμβρίου 2023, ο
δείκτης των μη
εξυπηρετούμενων δανείων
είχε υποχωρήσει σε ένα
σταθμισμένο μέσο όρο
3,1%, ως αποτέλεσμα των
εκποιήσεων και των
τιτλοποιήσεων -ιδίως στο
πλαίσιο του προγράμματος
κρατικών εγγυήσεων
“Ηρακλής ΙΙΙ”- φέρνοντάς
τον πιο κοντά στο μέσο
όρο της ευρωζώνης του
2%.
Τέλος, ο δείκτης
κεφαλαίου CET1
διαμορφώθηκε σε 15,9%,
υψηλότερος από τις
εποπτικές απαιτήσεις και
συστάσεις. Έτσι, ο
δείκτης μη
εξυπηρετούμενων δανείων
έχει επανέλθει σε
επίπεδο παρόμοιο με
εκείνο του 2008, ενώ το
κεφάλαιο είναι διπλάσιο
από ό,τι τότε και υπό
πολύ αυστηρότερους
ορισμούς.
Αναγνωρίζοντας αυτές τις
ενθαρρυντικές τάσεις, το
Ταμείο Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας έχει
επιταχύνει την μείωση
των συμμετοχών του στο
κεφάλαιο των τεσσάρων
τραπεζών, οι οποίες
κορυφώθηκαν μεταξύ 81%
και 99% το 2013 – σε
βαθμό που να κατέχει
μόνο το 18,4% της
Εθνικής Τράπεζας στις 30
Μαρτίου 2024.
Τα στοιχεία για το πρώτο
τρίμηνο του 2024
δείχνουν ότι τα πράγματα
συνεχίζουν να κινούνται
προς τη σωστή
κατεύθυνση. Ωστόσο, θα
πρέπει να ενισχυθούν οι
προσπάθειες για την
αντιμετώπιση των δομικών
αδυναμιών, αναφέρει
η BNP Paribas. |