© The Economist
Ένας ευτυχισμένος
αγοραστής είναι η
Constellation Software.
Οι στόχοι της καναδικής
εταιρείας πρέπει να
έχουν πωλήσεις
τουλάχιστον 5 εκατ.
δολαρίων και να
παρουσιάζουν συνεχή
αύξηση των εσόδων και
των κερδών. Μια ισχυρή
διοικητική ομάδα, κατά
προτίμηση υπό την ηγεσία
του ιδρυτή, είναι
πλεονέκτημα. Αν και έχει
προβεί σε μεγαλύτερες
συμφωνίες, η μέση αξία
των επιχειρήσεων που
εξαγοράζει είναι περίπου
3 εκατ. δολάρια. Σύμφωνα
με τη Royal Bank of
Canada, από το 2005 η
Constellation έχει
δαπανήσει 8,7 δισ.
δολάρια σε περισσότερες
από 860 επιχειρήσεις.
Στο διάστημα αυτό τα
έσοδά της αυξήθηκαν
περίπου κατά 25% σε
ετήσια βάση. Φέτος
μπορεί να ξεπεράσουν τα
8 δισ. δολάρια. Η
χρηματιστηριακή αξία της
εταιρείας έχει αυξηθεί
κατά 250% την τελευταία
πενταετία, στα 50 δισ.
δολάρια, ξεπερνώντας τον
τεχνολογικό δείκτη
Nasdaq. Είναι πλέον η
δεύτερη μεγαλύτερη
τεχνολογική εταιρεία του
Καναδά μετά τη Shopify,
μια πλατφόρμα
ηλεκτρονικού εμπορίου.
Είτε από τύχη είτε από
σχεδιασμό, η επιτυχία
της Constellation στη
σύναψη συμφωνιών
βασίζεται σε αρχές που
μοιάζουν εντυπωσιακά με
εκείνες της Berkshire
Hathaway, της
μεγαλύτερης εταιρείας
εξαγορών στον κόσμο.
Όπως ο Warren Buffett,
το αφεντικό της
Berkshire, και το δεξί
του χέρι, ο Charlie
Munger (ο οποίος πέθανε στις
28 Νοεμβρίου), ο ιδρυτής
και πρόεδρος της
Constellation, Mark
Leonard, αναζητεί
επιχειρήσεις με διαρκές
ανταγωνιστικό
πλεονέκτημα. Στο σύμπαν
της Constellation, μια
τέτοια «τάφρο»
απολαμβάνουν οι
εταιρείες λογισμικού που
ειδικεύονται στην
κατασκευή ψηφιακών
προϊόντων για βαρετές
βιομηχανίες, από τις
αντιπροσωπείες
αυτοκινήτων και τους
οικοδόμους μέχρι τα σπα.
Οι τεχνολογικοί γίγαντες
αποφεύγουν αυτές τις
σχετικά ασήμαντες αγορές
και οι μικρότεροι
ανταγωνιστές δεν
διαθέτουν την
απαιτούμενη τεχνογνωσία.
Το αποτέλεσμα είναι
πλούσια κέρδη για τις
κατεστημένες
επιχειρήσεις.
© The Economist
Μετά την ολοκλήρωση της
συμφωνίας, η
Constellation, όπως και
η Berkshire,
διαχειρίζεται την
επιχείρηση χωρίς μεγάλη
ανάμειξη. Δεν
ενσωματώνει τις
νεοαποκτηθείσες
εταιρείες, ούτε φέρνει
νέους αλεξιπτωτιστές
managers. Αφήνει τις
καθημερινές λειτουργίες
στην υπάρχουσα ηγεσία.
Δεν προσπαθεί
απεγνωσμένα να εξαλείψει
την αναποτελεσματικότητα
με τη συγκέντρωση κοινών
επιχειρηματικών
λειτουργιών. Όπως
σημειώνει ο Paul Treiber
της RBC, η Constellation
πιστεύει ότι η διάσπαση
μιας επιχείρησης
αποδυναμώνει τον δεσμό
της με τους πελάτες. Τα
μετρητά από τις
θυγατρικές εισρέουν στη
μητρική εταιρεία, η
οποία τα χρησιμοποιεί
για την αγορά νέων
επιχειρήσεων. Αυτές με
τη σειρά τους
δημιουργούν περισσότερα
μετρητά και ούτω καθ’
εξής.
Για τη διαχείριση
περισσότερων των 800
επιχειρήσεων, η
Constellation είναι
δομημένη ως εταιρεία
χαρτοφυλακίου με έξι
μεγάλους επιχειρησιακούς
ομίλους. Οι επιχειρήσεις
σε παρόμοιες αγορές
ομαδοποιούνται μαζί. Το
2021 η Constellation
εισήγαγε την Topicus,
μια επιχειρησιακή
οντότητα που παρήγαγε το
14% των συνολικών εσόδων
της εταιρείας και
αποτιμάται σήμερα σε 5,8
δισ. δολάρια. Όταν
κάποια από τις άλλες
πέντε μεγάλες
λειτουργικές μονάδες
αποκτήσει αρκετά μεγάλο
μέγεθος, μπορεί και αυτή
να εισαχθεί στο
χρηματιστήριο. Όπως και
με την Topicus, η
Constellation θα
διατηρήσει τον έλεγχο
του διοικητικού
συμβουλίου.
Όπως και η Berkshire,
αλλά σε αντίθεση με τα
ιδιωτικά ή
επιχειρηματικά κεφάλαια,
η Constellation δεν έχει
ορίζοντα εξόδου.
Συνεπώς, μπορεί να είναι
υπομονετική με τις
επενδυτικές αποφάσεις.
Οι ετήσιες επιστολές του
κ. Leonard προς τους
επενδυτές απηχούν
εκείνες του κ. Buffett,
όταν περιγράφουν την
εταιρεία ως «καλό αέναο
ιδιοκτήτη». Αυτή η
μαραθώνια νοοτροπία
διαμορφώνει τις αμοιβές
των εργαζομένων. Τα
μπόνους συνδέονται με
την απόδοση του
επενδυμένου κεφαλαίου
και όχι μόνο με την
αύξηση των εσόδων. Τα
στελέχη πρέπει να
επενδύσουν τα τρία
τέταρτα του μπόνους τους
σε μετοχές της
εταιρείας, τις οποίες
δεν μπορούν να πουλήσουν
για τέσσερα χρόνια. Αυτό
ευθυγραμμίζει τα κίνητρα
της διοίκησης με εκείνα
των μετόχων.
Η επιτυχία της
Constellation
αποκαλύπτει μια
σημαντική αλήθεια
σχετικά με τις
συγχωνεύσεις και τις
εξαγορές, που θα ήταν
επίσης γνωστή στον κ.
Buffett: οι κατά συρροήν
εξαγοραστές τείνουν να
ξεπερνούν τους
περιστασιακούς
αγοραστές. Ο Tobias
Lundberg της
συμβουλευτικής εταιρείας
McKinsey υπολογίζει ότι
οι τακτικοί αγοραστές
δημιουργούν κατά μέσο
όρο περίπου δύο
ποσοστιαίες μονάδες
μεγαλύτερη συνολική
υπερβάλλουσα απόδοση
στους μετόχους ετησίως
σε σύγκριση με τους μη
τακτικούς.
Ο κ. Lundberg αποδίδει
αυτό το πλεονέκτημα στην
πρακτική. Όπως και με
την άσκηση, όσο
περισσότερες αγορές
κάνει μια εταιρεία τόσο
καλύτερη γίνεται.
Μερικές εταιρείες, όπως
η Tyler Technologies από
το Τέξας και η Roper
Technologies από τη
Φλόριντα, προσπαθούν να
μιμηθούν το «πρόγραμμα
γυμναστικής» της
Constellation,
αγοράζοντας
εξειδικευμένους
κατασκευαστές
λογισμικού. Καμία από
αυτές δεν έχει μέχρι
στιγμής πλησιάσει τη
δύναμη της καναδικής
εταιρείας.
Πηγή: The Economist
|