| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Σάββατο, 25/03/2023

 

 

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει αναπτύξει τείχη προστασίας και βρίσκεται στην καλύτερη θέση των τελευταίων δεκαετιών για να ανταπεξέλθει σε μία τραπεζική κρίση, σημειώνουν οι οικονομολόγοι της Eurobank στην έκδοση 7 Ημέρες Οικονομία. 

 

 

Έπειτα από την κατάρρευση τριών αμερικανικών τραπεζών και την εξαγορά της Credit Suisse από τη UBS, και παρόλο που η ηρεμία στις διεθνείς αγορές φαίνεται να επανέρχεται σταδιακά, η ανησυχία και ο προβληματισμός παραμένουν, σημειώνουν οι αναλυτές. Και αναγνωρίζουν ότι δημιουργούνται ερωτήματα για τον πιθανό αντίκτυπο στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Ένας πρώτος πιθανός δίαυλος της μετάδοσης μιας τραπεζικής κρίσης, όπως επισημαίνει η ανάλυση της Eurobank,  θα ήταν αυτός της άμεσης έκθεσης στα πληγέντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι ελληνικές τράπεζες δεν διατρέχουν κάποιο τέτοιο κίνδυνο, καθώς δεν έχουν καμία έκθεση στις αμερικανικές SVB, Silvergate και Signature, ενώ η έκθεσή τους στην Credit Suisse είναι σχεδόν μηδενική, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ). 

Ένας δεύτερος πιθανός δίαυλος μετάδοσης θα ήταν αυτός της ομοιότητας. Δηλαδή, το ενδεχόμενο επενδυτές και καταθέτες να επιχειρήσουν να μειώσουν άμεσα την έκθεσή τους σε τράπεζες με χαρακτηριστικά ανάλογα αυτών που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Κάτι τέτοιο δε διαφαίνεται: Οι Silvergate και Signature είχαν υψηλή έκθεση σε προϊόντα κρυπτονομισμάτων, ενώ η SVB ακολουθούσε ένα πολύ ιδιαίτερο μοντέλο τραπεζικής, με σχεδόν καθολική έμφαση στις συναλλαγές με εταιρείες νέων τεχνολογιών (κατά κύριο λόγο νεοφυείς και μη εισηγμένες), έναν κλάδο που θεωρείται αρκετά υψηλού ρίσκου. Η Credit Suisse βρισκόταν ήδη εν μέσω μιας μακράς περιόδου αναταραχής και αβεβαιότητας, απόρροια μιας σειράς πρακτικών και επενδυτικών επιλογών που ακολουθούσε ο συγκεκριμένος οργανισμός. Οι ελληνικές τράπεζες δεν μοιράζονται κάποιο από αυτά τα χαρακτηριστικά με τα παραπάνω ιδρύματα, σημειώνει η Eurobank.

Υπάρχουν φυσικά και οι έμμεσοι δίαυλοι. Η κρίση δηλαδή μπορεί να μεταδοθεί είτε αλυσωτά, μέσω της επίπτωσής της σε ισολογισμούς τρίτων ιδρυμάτων, είτε μέσω μιας γενικευμένης αύξησης της αβεβαιότητας στην παγκόσμια οικονομία. Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μιας νέας διαταραχής λόγω γεωπολιτικών, χρηματοοικονομικών ή άλλων εξελίξεων που θα λάβει διεθνείς διαστάσεις, πλήττοντας και τη χώρα μας. 

Οι διαφορές με το 2008 

Μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 είναι ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένα για να ανταπεξέλθουν σε ανάλογα γεγονότα, σύμφωνα με τους αναλυτές της Eurobank. Αυτό είναι συνέπεια της υιοθέτησης ενός πολύ αυστηρότερου ρυθμιστικού πλαισίου για τα εποπτικά κεφάλαια και τη ρευστότητα των τραπεζών. Αρχής γενομένης από το 2014, εποπτεύουσα αρχή για την εφαρμογή αυτού του πλαισίου από τις συστημικά σημαντικές τράπεζες κάθε χώρας-μέλους της ευρωζώνης δεν είναι οι αντίστοιχες εθνικές κεντρικές τράπεζες, αλλά ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (Single Supervisory Mechanism – SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Έτσι, υπάρχει μια εναρμονισμένη προσέγγιση και επιπλέον ενισχύεται συνολικά η συστημική ευστάθεια στην ευρωζώνη. Τα εποπτευόμενα ιδρύματα υπόκειται σε ασκήσεις αντοχής σε τακτική βάση και οι έλεγχοι είναι συνεχείς και ενδελεχείς.

Η πρώτη γραμμή άμυνας των τραπεζών έναντι μιας διαταραχής που θα έπληττε τον ισολογισμό τους (π.χ. μια απομείωση της αξίας του ενεργητικού τους) είναι τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Οι νέοι εποπτικοί κανόνες επιβάλλουν οι τράπεζες να διαθέτουν επαρκή κεφάλαια, ώστε να είναι σε θέση να απορροφήσουν τυχόν ζημίες. Ο δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1 ratio) των τεσσάρων συστημικά σημαντικών τραπεζικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα βρισκόταν τον Σεπτέμβριο του 22 στο 13,7%, κοντά στο μέσο όρο των συστημικά σημαντικών τραπεζών της ευρωζώνης (14,7%) και σημαντικά υψηλότερα του 10,6% που είχε θέσει ως απαίτηση η ΕΚΤ κατά μέσο όρο για το 2022. Παρομοίως, ο δείκτης συνολικών κεφαλαίων (Total Capital Ratio) των τεσσάρων τραπεζών άγγιζε το 16,5%, έναντι της μέσης απαίτησης 15,1% για τις τράπεζες υπό την εποπτεία του SSM. Στο τέλος του 2022 αυτοί οι δείκτες είχαν ενισχυθεί περαιτέρω, ξεπερνώντας το 14% και 17% αντίστοιχα.

                    

Εξίσου σημαντική για ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα είναι η ρευστότητα, δηλαδή η αμεσότητα και η ευκολία με την οποία μπορεί να μετατρέψει τα περιουσιακά του στοιχεία και τα κεφάλαιά του σε μετρητά χωρίς απώλεια της αξίας τους για την κάλυψη έκτακτων αναγκών. Αν η ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων αντανακλά την ανθεκτικότητα της πρώτης γραμμής άμυνας μιας τράπεζας, η ρευστότητα είναι ένα γενικό μέτρο που ποσοτικοποιεί την αμεσότητα με την οποία το ίδρυμα μπορεί να αναπτύξει αυτή τη γραμμή άμυνας και σε τι ποσοστό της δυναμικότητάς της. Στην προκειμένη συγκυρία, η ρευστότητα αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, καθώς οι κλυδωνισμοί στις προαναφερθείσες τράπεζες πυροδοτήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από προβλήματα ρευστότητας. Δύο από τους πιο ευρέως χρησιμοποιούμενους δείκτες ρευστότητας τραπεζών είναι ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητάς (ΔΚΡ – Liquidity Coverage Ratio) και ο Δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις (ΔΔΚ – Loαn-to-Deposit Ratio). Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλές επιδόσεις βάσει αυτών των δεικτών, όχι μόνο σε σχέση με το παρελθόν αλλά και συγκριτικά με τις τράπεζες των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχουν συντελέσει η αξιοσημείωτη αύξηση των καταθέσεων από την έναρξη της πανδημίας (+€46,6 δισ. νέες καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα από την αρχή του Μαρ-20 έως το τέλος του Δεκ-22) και η λελογισμένη και βάσει εποπτικών κριτηρίων χορήγηση νέων δανείων.

Ο Δείκτης Κάλυψης Ρευστότητάς των τεσσάρων τραπεζών βρισκόταν τον Σεπ-22 κοντά στο 195%, σημαντικά μεγαλύτερος του μέσου όρου του 162% των συστημικά σημαντικών τραπεζών της ευρωζώνης (ΜΟ-111) και του διάμεσου του 179% σε επίπεδο χωρών-μελών της ευρωζώνης, δείχνοντας την ικανότητα του συστήματος να καλύψει καθαρές εκροές σχεδόν δύο μηνών.  Ο Δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις βρισκόταν λίγο πάνω από το 61%, ο τρίτος χαμηλότερος στην ευρωζώνη και σε πολύ πιο ήπιο επίπεδο από το μέσο όρο του 105% και τον διάμεσο του 91%. Η διατήρηση του δείκτη αυτού σε επίπεδα σημαντικά κάτω του 100% παρέχει στις ελληνικές τράπεζες ένα επιπλέον δίχτυ προστασίας και τους αφήνει ένα άνετο περιθώριο άμεσης απόκρισης σε απροσδόκητες διαταραχές που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά το παθητικό τους. 

Όσον αφορά την έκθεση σε κρατικά ομόλογα, αυτά αποτελούσαν το 10,7% του ενεργητικού των τεσσάρων τραπεζών τον Ιούνιο του ‘22, τοποθετώντας τη χώρα μας στη μέση της σχετικής κατάταξης των χωρών της ευρωζώνης. Πέραν της ποσοτικής μείωσης της έκθεσης αυτής σε σχέση με το παρελθόν, ουσιαστικής σημασίας είναι και η ποιοτική βελτίωση του σχετικού χαρτοφυλακίου. Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, η μέση σταθμισμένη ληκτότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους έφτανε τα 20 έτη το 2022, έναντι μόλις 8,2 ετών κατά μέσο όρο στις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ενώ το 74% ήταν προς τον επίσημο τομέα και όχι προς ιδιώτες. Η εικόνα αυτή ενισχύεται περαιτέρω από την αξιοσημείωτη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδας  και ιδίως τη μείωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ και την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μετά.

Σημαντική στην παρούσα συγκυρία αποδεικνύεται και η μεγάλη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών που έχει επιτευχθεί την τελευταία τετραετία μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε στο 8,7% τον Δεκ-22 από 9,7% τον Σεπ-22, 12,8% τον Δεκ-21 και 49,1% τον Μαρ-17. Αν και ο δείκτης αυτός συνεχίζει να είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ, βρίσκεται πλέον σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο των υψηλών της περασμένης δεκαετίας και είναι πλέον συγκρίσιμος με αυτόν των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης. Η διατήρηση δε των εποπτικών τους κεφαλαίων στα προαναφερθέντα υψηλά επίπεδα παρά το μέγεθος αυτής της απομόχλευσης (μείωση ΜΕΔ άνω των €68 δισ. μεταξύ 2018 και 2022) αποτελεί ένα ακόμα δείγμα της ανθεκτικότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον, οι προβλέψεις των τραπεζών έχουν διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό κάλυψής των επισφαλών απαιτήσεων.

  Ένας άλλος ενθαρρυντικός παράγοντας είναι η επάνοδος των ελληνικών τραπεζών στην κερδοφορία. Τα κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες μετά φόρων των τεσσάρων τραπεζών σημείωσαν ισχυρή ανάκαμψη το οικονομικό έτος 2022, ξεπερνώντας τα €3,4 δισ. Η επίδοση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος το πρώτο ενιάμηνο του 2022, για το οποίο υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από τον SSM, ήταν η 2η καλύτερη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης τόσο σε όρους αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων (RoE, στο 15,4% έναντι ΜΟ-111 στο 7,6% και Δ-18 στο 9,0%) όσο και  σε όρους αποδοτικότητας ενεργητικού (RoA, στο 1,2%, έναντι ΜΟ-111 στο 0,4% και Δ-18 στο 0,6%). 

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum