Τέλος στην αγωνία για το
μέλλον της Credit
Suisse; Προσωρινά μόνον.
Στις αρχές της εβδομάδας
όλες οι τραπεζικές
μετοχές στο
Χρηματιστήριο της
Φρανκφούρτης κατέγραφαν
πτώση έως 10%, ωσάν να
είχε μεταδοθεί στην
Ευρώπη η νευρικότητα του
δείκτη Nikkei στο Τόκιο
και άλλων ασιατικών
χρηματαγορών. Και όλα
αυτά μετά την
προπερασμένη «μαύρη
εβδομάδα» στη
Φρανκφούρτη, όταν ο
δείκτης DAX υποχωρούσε
κατά 4%, καταγράφοντας
τη χειρότερη επίδοση από
τον Ιούνιο του 2022. Τις
επόμενες ημέρες ωστόσο
επήλθε σχετική ηρεμία,
με τις τραπεζικές
μετοχές να αναπληρώνουν
απώλειες. Όμως η
νευρικότητα παραμένει,
όπως δείχνει τώρα και η
περίπτωση της Deutsche
Bank.
«Whatever it takes» αλά
ελβετικά
Το αντίτιμο για την
προσωρινή ηρεμία είναι
υψηλό, καθώς η κεντρική
Τράπεζα της Ελβετίας
(SNB) απλώνει δίχτυ
ασφαλείας για τον
τραπεζικό «γάμο
ελεφάντων» και προσφέρει
εγγυήσεις ρευστότητας
που φτάνουν τα 200
δισεκατομμύρια
φράγκα. «Whatever it
takes» αλά ελβετικά. Η
ίδια η UBS αναλαμβάνει
την κάλυψη απωλειών μόνο
μέχρι του ποσού των
πέντε δισεκατομμυρίων.
«Από τις μεγάλες
ευρωπαϊκές τράπεζες
φαίνεται ότι η Credit
Suisse εμφάνιζε τις
περισσότερες αδυναμίες»,
σημειώνει ο Χανς Πέτερ
Μπούργκχοφ, καθηγητής
Οικονομικών στο
Πανεπιστήμιο του
Χόενχαϊμ. Τόσο η
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα (ΕΚΤ), όσο και η
αμερικανική FED
χαιρέτισαν την παρέμβαση
της Βέρνης, την οποία
ερμηνεύουν ως εγγύηση
ρευστότητας για τις
ελβετικές τράπεζες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι
EKT και FED παραμένουν
απαθείς. Αντιθέτως, το
περασμένο Σαββατοκύριακο
κατέβαλαν συντονισμένες
προσπάθειες για να
διευκολύνουν
περαιτέρω τραπεζικές
συναλλαγές σε δολάρια,
ώστε σύντομα να
επανέλθει ηρεμία στις
κεφαλαιαγορές. Ήταν
προφανής η ανάγκη για
μία νέα παρέμβαση. Οι
διαδοχικές αυξήσεις
επιτοκίων στο όνομα της
καταπολέμησης του
πληθωρισμού είχαν
μειώσει τις αποδόσεις
των κρατικών ομολόγων,
ενώ στη Silicon Valley
επενδυτές πουλούσαν
μετοχές με απώλειες, οι
οποίες τελικά οδήγησαν
στην κατάρρευση της
Silicon Valley Bank και
μάλλον επιτάχυναν
εξελίξεις στην ούτως ή
άλλως παραπαίουσα Credit
Suisse.
Νέος τραπεζικός
κολοσσός-μονοπώλιο
Τα τελευταία χρόνια η
ελβετική τράπεζα είχε
βρεθεί συχνά στο
επίκεντρο για
λανθασμένες αποφάσεις
των διοικήσεών της, αλλά
και για σκάνδαλα πάσης
φύσεως, με αποτέλεσμα να
υποχωρούν οι μετοχές και
– το χειρότερο – να
φυλλορροούν οι
καταθέσεις. Μόνο το 2022
τα κεφάλαια που
«αποχαιρέτησαν» την
Credit Suisse ανήλθαν
στο ποσό των 123
δισεκατομμυρίων
ελβετικών φράγκων.
Εύλογος στόχος για όλους
όσους συμμετείχαν στις
διαβουλεύσεις του
Σαββατοκύριακου ήταν να
βρεθεί λύση, που θα
απέτρεπε την ανεξέλεγκτη
πτώχευση της συστημικής
Credit Suisse, η οποία
είναι απλώς «too big to
fail». Ήταν διάχυτος ο
φόβος ότι μία
ανεξέλεγκτη χρεωκοπία
της Credit Suisse θα
συμπαρέσυρε άλλες
επιχειρήσεις του
χρηματοπιστωτικού
κλάδου, προκαλώντας νέα
κρίση με απρόβλεπτες
συνέπειες.
Ο ελβετικός «γάμος
ελεφάντων» ήταν και η
μεγαλύτερη συγχώνευση
στον κλάδο από την εποχή
του 2007/2008, όταν τα
ενυπόθηκα δάνεια υψηλού
κινδύνου της
αμερικανικής Lehman
Brothers πυροδοτούσαν
κρίση διεθνούς
εμβέλειας. Τώρα
εμφανίζεται στην Ελβετία
ένας τραπεζικός κολοσσός
που επιβάλλει σχεδόν
μονοπωλιακό
καθεστώς στις τραπεζικές
υπηρεσίες. Για τον
Γκέρχαρντ Σλινκ, από την
πρωτοβουλία πολιτών
Finanzwende, που
αντιμετωπίζει με κριτική
διάθεση τη διάσωση
τραπεζών με χρήματα των
φορολογουμένων, «το
δίδαγμα του 2008 είναι
ότι οι τράπεζες με
υπερβολικό μέγεθος δεν
είναι σώφρων επιλογή.
Και όμως, με τη
συγχώνευση των δύο
μεγάλων και ήδη
συστημικών τραπεζών,
εμφανίζεται τώρα ένας
ακόμη μεγαλύτερος
‘παίκτης’ στην αγορά, ο
οποίος θα έχει ακόμη πιο
σοβαρούς λόγους να
θεωρείται too big to
fail. Δεν είναι βιώσιμη
αυτή η λύση…»
Μίσα Έρχαρντ
Επιμέλεια: Γιάννης
Παπαδημητρίου
Πηγή: DW |