
Όπως γράφει η Ευγενία
Τζώρτζη στην Καθημερινή:
Πότε θα μειωθούν
Με βάση τις εκτιμήσεις,
η αποκλιμάκωση των
επιτοκίων θα ξεκινήσει
από τα τέλη του α΄
τριμήνου του 2024 και
μετά, αλλά οι μειώσεις
θα είναι σταδιακές με
συνέπεια το μέσο
επιτόκιο το 2024 να
τοποθετείται στο 2,75%
και στο 2,55% σε δύο
χρόνια από σήμερα. Η
αύξηση των επιτοκίων
επηρεάζει σημαντικά όλα
τα δάνεια που είναι με
κυμαινόμενο επιτόκιο και
συνδέονται ευθέως με το
euribor, με έμφαση τόσο
στα επιχειρηματικά
δάνεια όσο και στα
στεγαστικά, που
αποτελούν περίπου το 90%
του χαρτοφυλακίου των
115 δισ. ευρώ τραπεζών,
αλλά και όλα τα δάνεια
που έχουν πουληθεί σε
funds, το ύψος των
οποίων ανέρχεται σε 87
δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με στοιχεία της
«Κ», το μέσο spread των
στεγαστικών δανείων που
διαχειρίζονται τα funds
διαμορφώνεται σε 2,5%-3%
και μετά την άνοδο των
επιτοκίων το τελικό
επιτόκιο διαμορφώνεται
κοντά στο 5,5%. Σε ό,τι
αφορά τις τράπεζες παρά
τη στροφή που έχει γίνει
τα δύο τελευταία χρόνια
στα στεγαστικά δάνεια
σταθερού επιτοκίου, τα
δάνεια αυτά αποτελούν
ένα μικρό μόνο μέρος του
χαρτοφυλακίου των
τραπεζών και αφορούν
μόνο τις νέες
εκταμιεύσεις.
Ετσι η πλειονότητα των
δανείων επιβαρύνεται
σημαντικά από την άνοδο
των επιτοκίων και το
ύψος της επιβάρυνσης
είναι συνάρτηση του
χρόνου κατά τον οποίο
έγινε η σύναψη του
δανείου και του
περιθωρίου (spread) που
εφαρμόζεται πάνω στο
βασικό επιτόκιο. Από την
πλευρά τους, οι τράπεζες
επισημαίνουν ότι η
πλειοψηφία των
στεγαστικών δανείων της
δεκαετίας του 2000, λίγο
πριν από την κρίση των
μνημονίων, ήταν με
χαμηλά spreads της τάξης
του 1,5%, καθώς τότε με
την μεγάλη έκρηξη της
ζήτησης οι συνθήκες
ανταγωνισμού είχαν
συμπιέσει τα περιθώρια
κέρδους. Ετσι γι’ αυτά
τα δάνεια το τελικό
επιτόκιο σήμερα
διαμορφώνεται κοντά στο
4% και η επιβάρυνση
είναι μικρότερη σε
σύγκριση με τα δάνεια
της περιόδου μετά το
2010, όταν τα spreads
των δανείων είχαν
ανέλθει στο 3% ή ακόμη
και στο 4%.
Ο κρίσιμος παράγοντας
Η αύξηση της δόσης είναι
επίσης συνάρτηση της
διάρκειας του δανείου
και του κατά πόσον ο
δανειολήπτης έχει
αποπληρώσει το τμήμα των
τόκων που συνήθως
συσσωρεύονται στο
μεγαλύτερο μέρος του στα
δύο τρίτα της συνολικής
διάρκειας. Ανάλογα με το
αν το δάνειο είναι,
π.χ., 20ετούς διάρκειας,
τα πρώτα χρόνια κάποιος
πληρώνει κυρίως τόκους
και λίγο κεφάλαιο (π.χ.
10%-90%), αλλά η
ισορροπία αυτή αλλάζει
όσο περνούν τα χρόνια
και αντιστρέφεται όταν
το δάνειο φθάνει προς τη
λήξη του. Η παράμετρος
αυτή είναι σημαντική για
το ύψος της επιβάρυνσης
που θα υποστεί κάποιος
λόγω της ανόδου των
επιτοκίων και σύμφωνα με
τις τράπεζες ένα
σημαντικό τμήμα των
δανείων του παρελθόντος
έχει διανύσει τη
«διακεκαυμένη» περίοδο
της υψηλής τοκοφορίας.
Να σημειωθεί ότι πολλά
δάνεια είχαν
αναδιαρθρωθεί την
περίοδο της κρίσης, με
μεγάλη επιμήκυνση της
διάρκειας αποπληρωμής
τους και πλέον η μέση
υπολειπόμενη διάρκεια
των στεγαστικών δανείων
που έχουν στα
χαρτοφυλάκιά τους οι
τράπεζες είναι τα 18
χρόνια. Με δεδομένο
επίσης ότι το μέσο
spread των στεγαστικών
δανείων διαμορφώνεται
μεταξύ 220 και 280
μονάδων, το μέσο τελικό
επιτόκιο για τα
στεγαστικά δάνεια, εάν
προστεθεί και το
euribor, διαμορφώνεται
ήδη κοντά στο 5% και
έπεται συνέχεια.
Οι… άτυχοι
Δεν ισχύει το ίδιο για
τα δάνεια της περιόδου
μετά το 2010, τα οποία
εκτός του ότι
τιμολογούνται με υψηλά
spreads δεν έχουν
καλύψει το μεγαλύτερο
μέρος της τοκοφόρου
περιόδου. Τα δάνεια αυτά
τιμολογούνται σήμερα
κοντά στο 6%-6,5% και με
δεδομένο ότι δεν έχει
αποπληρωθεί το βασικό
μέρος της οφειλής,
υφίστανται και τη
μεγαλύτερη επιβάρυνση
και είναι οι μεγάλοι
χαμένοι της ανόδου των
επιτοκίων. |