Όπως
επισημαίνουν οι αναλυτές
της DBRS (την έκθεση
παρουσιάζει το MR), οι
τράπεζες της ΕΕ έχουν
γενικά χαμηλότερη έκθεση
σε τίτλους σταθερού
εισοδήματος, πιο
σταθερές βάσεις
καταθέσεων λιανικής και
ένα ρυθμιστικό πλαίσιο
που περιλαμβάνει
αυστηρότερες πολιτικές
διαχείρισης κινδύνου
επιτοκίου ακόμη και για
τις μικρότερες τράπεζες.
Ωστόσο,
οι αλλαγές στα επιτόκια
δημιουργεί προκλήσεις
για τις τράπεζες, ως εκ
τούτου ο οίκος
παρακολουθεί στενά
θέσεις ρευστότητας των
τραπεζών της ΕΕ καθώς
και την έκθεσή τους σε
τίτλους σταθερού
εισοδήματος.
Για να
γίνει αυτό,
πραγματοποίησαν ένα
stress test για το
κούρεμα των
χαρτοφυλακίων ομολόγων
αποσβεσμένου κόστους των
τραπεζών της ΕΕ,
προκειμένου να
εντοπίσουν τον πιθανό
αντίκτυπο στο κεφάλαιο
καθώς αυτές οι μη
πραγματοποιηθείσες
ζημίες δεν αφαιρούνται
από το κεφάλαιο CET1 των
τραπεζών.
Σύμφωνα
με αυτήν τη θεωρητική
άσκηση, ο αντίκτυπος του
κεφαλαίου φαίνεται
διαχειρίσιμος για τις
τράπεζες της ΕΕ.
Οι
προκλήσεις
Ωστόσο,
ο πλήρης αντίκτυπος της
τρέχουσας
χρηματοπιστωτικής
αστάθειας δεν έχει ακόμη
φανεί. Επιπλέον, η
αστάθεια της παγκόσμιας
αγοράς έχει αυξηθεί και
οι αγορές είναι
επιφυλακτικές για τυχόν
σημάδια αδυναμίας.
Τράπεζες της ΕΕ:
Σημαντικά
χαμηλότερη έκθεση σε
ομόλογα
Η DBRS
επισημαίνει ότι η SVB
είχε ένα πολύ σημαντικό
χαρτοφυλάκιο σταθερού
εισοδήματος που
αντιπροσωπεύει περίπου
το 55% του συνόλου των
περιουσιακών στοιχείων
στο τέλος του 2022, και
η επισήμανση στην αγορά
δεν χρειαζόταν να
αντικατοπτρίζεται στους
δείκτες κεφαλαίου της.
Στις 8
Μαρτίου η τράπεζα
πούλησε το ένα πέμπτο
του χαρτοφυλακίου
ομολόγων της
καταγράφοντας ζημία μετά
από φόρους 1,8
δισεκατομμυρίων δολαρίων
ΗΠΑ και ανακοίνωσε
αύξηση κεφαλαίου για να
μετριάσει τον αντίκτυπο
της ζημίας. Αυτό
κέντρισε την προσοχή των
χρηματοπιστωτικών αγορών
και των συμμετεχόντων
σχετικά με το μέγεθος
του χαρτοφυλακίου
ομολόγων και τις
συνολικές μη
πραγματοποιηθείσες
ζημίες της SVB, οι
οποίες ήταν πολύ
σημαντικές και θα
μπορούσαν να έχουν
εξαντλήσει το μεγαλύτερο
μέρος της κεφαλαιακής
της βάσης.
Διαφορετική η κατάσταση
στην Ευρώπη
Ο οίκος
θεωρεί ότι η κατάσταση
είναι διαφορετική στην
Ευρώπη, όπου οι τράπεζες
έχουν μικρότερο ποσοστό
χρεογράφων.
Στο
σενάριο που έτρεξε
εφάρμοσε ζημιά προ φόρων
10%, επίπεδο το οποίο
θεωρεί ότι είναι αρκετά
αυστηρό, καθώς οι
τράπεζες που καλύπτει
-συμπεριλαμβανομένων και
των ελληνικών- που
πρόσφατα αποκάλυψαν τις
μη πραγματοποιηθείσες
ζημίες στο χαρτοφυλάκιο
AC, αναφέρουν ζημίες της
τάξης του 5% έως 10%.
Στη συνέχεια, υπολόγισε
τον αντίκτυπο στον
δείκτη CET1 για όλες τις
τράπεζες του και
συγκέντρωσε τα
αποτελέσματα κάνοντας
έναν απλό μέσο όρο ανά
χώρα.
Τα
αποτελέσματα του stress
test έδειξαν πως όλες οι
τράπεζες της ΕΕ
διατηρούν δείκτη
κεφαλαίων CET1 πάνω από
το 8%, με τον δείκτη για
τις τέσσερις συστημικές
ελληνικές τράπεζες να
διαμορφώνεται στο 11%.
Ανάλογο ποσοστό
καταγράφουν η Ισπανία
και η Πορτογαλία, ενώ η
Ιταλία είναι στο 12%.
Η DBRS
συμπληρώνει ότι ακόμα
και οι μικρότερες
τράπεζες της ΕΕ
εφαρμόζουν πολιτικές
διαχείρισης κινδύνου
επιτοκίου και ισχυρή
εποπτεία. «Για
παράδειγμα, η ΕΚΤ, η
οποία εποπτεύει 110
τράπεζες στην ευρωζώνη,
προσδιόρισε τους
κινδύνους αγοράς και
τους κινδύνους επιτοκίου
ως την πρώτη της
προτεραιότητα στο
εποπτικό της ημερολόγιο
για το 2022-2024»
αναφέρει η DBRS
προσθέτοντας ότι
κατανοεί ότι πολλές
τράπεζες της ΕΕ έχουν
εφαρμόσει στρατηγικές
αντιστάθμισης κινδύνου
με παράγωγα επιτοκίων
που θα αντισταθμίσουν
ένα μέρος της υποτίμησης
των χαρτοφυλακίων
ομολόγων τους.
Οι
καταθέσεις των τραπεζών
της ΕΕ είναι λιγότερο
συγκεντρωμένες σε
εταιρικές καταθέσεις
Οι
τράπεζες της ΕΕ
διαθέτουν μεγαλύτερα
χαρτοφυλάκια δανείων
(55% των περιουσιακών
στοιχείων έναντι 35%
στην περίπτωση της SVB)
και αυτά ήδη
ανατιμολογούνται
(δεδομένου ότι ένα
μεγάλο ποσοστό είναι
δάνεια με κυμαινόμενο
επιτόκιο).
Επίσης,
οι συνολικές καταθετικές
βάσεις των τραπεζών της
ΕΕ είναι ισχυρότερες από
ό,τι της SVB. Οι
τράπεζες της ΕΕ έχουν
πολύ μεγαλύτερο ποσοστό
καταθέσεων λιανικής, σε
σύγκριση με την SVB που
είχε κυρίως εταιρικές
καταθέσεις.
Ο οίκος
θεωρεί ότι η
χρηματοδότηση από
καταθέσεις λιανικής
είναι γενικά χαμηλότερου
κόστους και πιο σταθερή,
επιτρέποντας σε μια
τράπεζα να αντέχει
καλύτερα τις κρίσεις
ρευστότητας.
Οι
εταιρικές καταθέσεις
τείνουν να είναι πιο
συγκεντρωμένες,
μεγαλύτερες σε μέγεθος,
δεν καλύπτονται από τα
Ταμεία Εγγύησης
Καταθέσεων και κατά
συνέπεια λιγότερο
σταθερές.
Εξαιρουμένης της
χρηματοδότησης από την
κεντρική τράπεζα, οι
εταιρικές καταθέσεις ως
μερίδιο της συνολικής
χρηματοδότησης στην
Ευρώπη κυμαίνονται κατά
μέσο όρο μεταξύ 8% και
30% ανά χώρα. Για την
SVB, οι εταιρικές
καταθέσεις
αντιπροσώπευαν περίπου
το 90% της συνολικής
χρηματοδότησης. Στην
Ελλάδα ανέρχεται σε 22%.
Ισχυρότερο εποπτικό
πλαίσιο
Επιπλέον, ο διεθνής
οίκος θεωρεί ότι το
εποπτικό πλαίσιο των
τραπεζών της ΕΕ είναι
ισχυρότερο από αυτό που
ίσχυε για την SVB. Για
παράδειγμα, όλες οι
τράπεζες της ΕΕ
υπόκεινται στους κανόνες
της Βασιλείας για τη
ρευστότητα, ιδίως στον
υπολογισμό του δείκτη
κάλυψης ρευστότητας
(LCR) καθώς και στους
δείκτες καθαρής σταθερής
χρηματοδότησης (NSFR).
Ωστόσο,
στις ΗΠΑ μόνο οι
μεγαλύτερες τράπεζες
υπόκεινται σε αυτές τις
απαιτήσεις.
«Η DBRS
Morningstar θεωρεί ότι
οι μη πραγματοποιηθείσες
απώλειες των τραπεζών
της ΕΕ στα χαρτοφυλάκια
ομολόγων τους δεν
αποτελούν πηγή
συστημικής αστάθειας.
Ωστόσο, ο πλήρης
αντίκτυπος της τρέχουσας
χρηματοπιστωτικής
αστάθειας δεν έχει ακόμη
φανεί», δήλωσε ο Pablo
Manzano, Αντιπρόεδρος
της ομάδας DBRS
Morningstar Global
Financial Group.
«Οι
πρόσφατες αποτυχίες μάς
δείχνουν ότι οι
τραπεζικές κρίσεις και
οι κρίσεις ρευστότητας
μπορούν να εκτυλιχθούν
με ταχύτητα που δεν
έχουμε δει στο παρελθόν»
δήλωσε η Μαρία Ρίβας,
Ανώτερη Αντιπρόεδρος
στην ομάδα του DBRS
Morningstar, Global
Financial Group.
«Χρειάζονται περαιτέρω
εργαλεία για την
αντιμετώπιση κρίσεων
ρευστότητας και αυτή η
πρόσφατη εμπειρία μπορεί
να αποτελέσει πολύτιμη
συμβολή για την τρέχουσα
αναθεώρηση του πλαισίου
διαχείρισης τραπεζικών
κρίσεων και ασφάλισης
καταθέσεων της ΕΕ». |