Όπως
σημειώνει ο αναλυτής του
οίκου, τα αποτελέσματα
του τραπεζικού κλάδου
για το σύνολο του 2022
εμφανίζουν βελτιωμένη
καθαρή κερδοφορία έπειτα
από τόσα χρόνια στα
οποία τα αποτελέσματα
των τραπεζών
επηρεάζονταν από τη
μείωση του ρίσκου, την
αναδιάρθρωση και τον
κορωνοϊό.
Σύμφωνα πάντα με την
DBRS, οι μεγάλες
ελληνικές τράπεζες έχουν
σημαντικές επενδύσεις σε
ομόλογα, οι οποίες
αντιστοιχούν περίπου στο
16% του συνολικού
ενεργητικού τους και
περίπου δύο φορές τα
συνολικά κεφάλαιά τους.
Η συντριπτική πλειοψηφία
των τίτλων αυτών είναι
ελληνικά κρατικά ομόλογα
και άλλοι κρατικοί
τίτλοι και περίπου το
80% των ομολόγων
εγγράφονται σε
αποσβεσμένο κόστος.
Στο σημερινό περιβάλλον,
που χαρακτηρίζεται από
την απότομη αύξηση των
επιτοκίων, ο οίκος
εκτιμά ότι αυτοί οι
τίτλοι σε αποσβεσμένο
κόστος ενέχουν
λογιστικές ζημιές οι
οποίες δεν έχουν
εγγραφεί στις λογιστικές
καταστάσεις των
τραπεζών, καθώς αυτά τα
ομόλογα δεν
καταγράφονται σε
marked-to-market βάση.
Σε ένα θεωρητικό γεγονός
που θα οδηγούσε στην
πώληση ολόκληρη του
χαρτοφυλακίου ομολόγων
σε αποσβεσμένο κόστος με
προ φόρων ζημιά 5-10%
(για παράδειγμα εάν οι
ελληνικές τράπεζες
αντιμετώπιζαν σημαντικό
στρες στη χρηματοδότηση
και τη ρευστότητα λόγω
της κατάρρευσης της SVB
και της Signature Bank
στις ΗΠΑ), η DBRS
υπολογίζει την επίπτωση
στα κεφάλαια γύρω στις
150-300 μονάδες βάσης,
δηλαδή χαμηλότερα από τα
κεφαλαιακά μαξιλάρια.
Επιπλέον, η DBRS
χαρακτηρίζει απίθανο το
ενδεχόμενο οι ελληνικές
τράπεζες να
αντιμετωπίσουν
σημαντικές πιέσεις στη
χρηματοδότηση και στη
ρευστότητα, με δεδομένα
τα χαρακτηριστικά της
καταθετικής τους βάσης
στη λιανική και τα
επαρκή επίπεδα
ρευστότητάς τους. |