Σε αντίθεση με την άποψή
μας στις αρχές του
τρέχοντος έτους, τώρα
συμφωνούμε σε γενικές
γραμμές με την
τιμολόγηση της αγοράς
και βλέπουμε
περιορισμένη άνοδο για
την ευρωπαϊκή διάρκεια
εκτός ενός υφεσιακού
περιβάλλοντος, οπότε η
στάση μας είναι σε
γενικές γραμμές
ουδέτερη. Όσον αφορά την
καμπύλη επιτοκίων,
συνεχίζουμε να
αναμένουμε ότι το πίσω
άκρο της καμπύλης
επιτοκίων θα υποαποδώσει
τις βραχύτερες διάρκειες
λόγω των σταδιακών
μειώσεων των επιτοκίων
και της ανασυγκρότησης
των πριμοδοτήσεων
διάρκειας.
Οι νέες προβλέψεις της
ΕΚΤ δείχνουν ότι ο
αποπληθωρισμός παραμένει
σε καλό δρόμο
Για να εξελιχθεί ο
πληθωρισμός σύμφωνα με
τις προσδοκίες της ΕΚΤ
και να συγκλίνει διαρκώς
προς τον στόχο το 2025,
το κλειδί θα είναι η
επιβράδυνση του
μοναδιαίου κόστους
εργασίας στο 2%, με
κινητήρια δύναμη την
αύξηση των μισθών και
της παραγωγικότητας. Η
αύξηση των μισθών ήταν
χαμηλότερη από την
αναμενόμενη και οι
εμπροσθοβαρείς
ανιχνευτές μισθών της
ΕΚΤ εξακολουθούν να
σηματοδοτούν σταθερή
επιβράδυνση το 2025. Ενώ
η παραγωγικότητα
παραμένει αδύναμη,
εξελίσσεται σε γενικές
γραμμές σύμφωνα με τις
προσδοκίες. Ο
τριμηνιαίος δείκτης
μισθών της ΕΚΤ δείχνει
ότι ο ετήσιος
πληθωρισμός των μισθών
επιβραδύνεται από 4,7%
το πρώτο τρίμηνο σε 3,6%
το δεύτερο τρίμηνο.
Ομοίως, οι αμοιβές ανά
εργαζόμενο το β΄ τρίμηνο
ήταν 4,3% σε σύγκριση με
το προηγούμενο έτος, από
4,8% το α΄ τρίμηνο. Από
την πλευρά της
παραγωγικότητας, τα
στοιχεία του δεύτερου
τριμήνου δείχνουν ότι η
παραγωγικότητα της
εργασίας, ανά άτομο,
είχε μειωθεί κατά 0,3%
σε σύγκριση με το
προηγούμενο έτος,
σύμφωνα με τις
μακροοικονομικές
προσδοκίες του
προσωπικού από τον
Ιούνιο. Όπως έχει
διαμορφωθεί τώρα, οι
προβολές των
εμπειρογνωμόνων του
Σεπτεμβρίου προβλέπουν
σταδιακή ανάκαμψη της
παραγωγικότητας σε
περίπου 1% με την πάροδο
του χρόνου και μείωση
του ρυθμού αύξησης της
αμοιβής ανά εργαζόμενο
από 5,3% το 2023 σε 4,5%
το 2024, 3,6% το 2025
και 3,2% το 2026. Ο
προκαταρκτικός γενικός
πληθωρισμός του
Αυγούστου μειώθηκε κατά
2,2%, μειωμένος κατά 0,4
ποσοστιαίες μονάδες σε
σχέση με το προηγούμενο
έτος, ενώ ο πυρήνας του
πληθωρισμού μειώθηκε
κατά 0,1 ποσοστιαίες
μονάδες στο 2,8% την
ίδια περίοδο.
Διαχρονικά, ο πυρήνας
του ρυθμού παρέμεινε σε
γενικές γραμμές
αμετάβλητος, περίπου στο
3% τους τελευταίους
τρεις μήνες, με το θέμα
του αδύναμου πυρήνα του
πληθωρισμού αγαθών και
του ισχυρότερου
πληθωρισμού υπηρεσιών να
συνεχίζεται.
Συνολικά, η ΕΚΤ
διατήρησε αμετάβλητες
τις μεσοπρόθεσμες
προοπτικές της για τον
πληθωρισμό, που αφορούν
τα δύο τελευταία έτη της
τριετούς πρόβλεψής της,
στο 2,2% το 2025 και στο
1,9% το 2026. Είναι
σημαντικό ότι, δεδομένης
της χαμηλής ανοχής για
την πρόβλεψη ότι ο
πληθωρισμός θα
επιστρέψει στο στόχο
μόνο έως το 2026, η ΕΚΤ
εξακολουθεί να αναμένει
σύγκλιση το τέταρτο
τρίμηνο του 2025.
Η μεγάλη μείωση του
επιτοκίου των MRO έχει
περιορισμένη σημασία για
την αγορά
Η ΕΚΤ έχει καθιερώσει το
επιτόκιο διευκόλυνσης
αποδοχής καταθέσεων ως
το κύριο εργαλείο της
νομισματικής πολιτικής
της, ενώ το επιτόκιο
πράξεων κύριας
αναχρηματοδότησης
(ΣΠΠΜΑ) είναι το
επιτόκιο που πληρώνουν
οι τράπεζες όταν
δανείζονται χρήματα από
την ΕΚΤ για μία
εβδομάδα. Σύμφωνα με την
αναθεώρηση του
επιχειρησιακού της
πλαισίου τον Μάρτιο, η
ΕΚΤ μείωσε το επιτόκιο
ΠΠΜΑ τον Σεπτέμβριο από
50 σε 15 μονάδες βάσης
πάνω από το επιτόκιο
διευκόλυνσης αποδοχής
καταθέσεων, σε 3,65%. Η
προσαρμογή αυτή
αποσκοπεί στο να
ενθαρρύνει τις τράπεζες
να συμμετέχουν σε
εβδομαδιαίες πράξεις,
ώστε τα βραχυπρόθεσμα
επιτόκια της αγοράς
χρήματος να συνεχίσουν
να εξελίσσονται πιο
κοντά στο επιτόκιο
διευκόλυνσης αποδοχής
καταθέσεων. Ωστόσο, οι
τράπεζες της ζώνης του
ευρώ δεν χρησιμοποιούν
συχνά το επιτόκιο ΠΧΕ
της ΕΚΤ για τις
βραχυπρόθεσμες
χρηματοδοτικές τους
ανάγκες, επειδή οι
συνθήκες ρευστότητας
παραμένουν άφθονες και η
βραχυπρόθεσμη
χρηματοδότηση της ΕΚΤ
είναι σημαντικά
ακριβότερη από
οποιαδήποτε άλλη μορφή
χρηματοδότησης από τη
χρηματαγορά. Αναμένουμε
ότι αυτό θα
εξακολουθήσει να ισχύει
ακόμη και υπό το νέο,
ευνοϊκότερο επιτόκιο. Ως
εκ τούτου, δεν
αναμένουμε ευρεία
συμμετοχή στις τακτικές
δημοπρασίες της ΕΚΤ έως
ότου η πλεονάζουσα
ρευστότητα των τραπεζών
πέσει κάτω από ένα
ορισμένο όριο, οπότε οι
πράξεις της ΕΚΤ
ενδέχεται να γίνουν πιο
ελκυστικές από άλλες
επιλογές της αγοράς.
Δεδομένων των προβλέψεων
για την πλεονάζουσα
ρευστότητα μεσοπρόθεσμα,
αυτό το σημείο καμπής
πιθανόν να μην
επιτευχθεί πριν από το
2027.
Πηγή: Pimco |