Σύμφωνα με το ρεπορτάζ
του Θάνου Τσίρου στην
Καθημερινή της Κυριακής,
η νέα κυβέρνηση θα είναι
η πρώτη που θα
σχηµατιστεί µετά το 2010
η οποία δεν θα έχει να
αντιµετωπίσει
µνηµονιακές ή
µεταµνηµονιακές
δεσµεύσεις ύστερα από 13
ολόκληρα χρόνια. Οµως,
είναι σαφές ότι θα
πρέπει να τηρήσει
συγκεκριµένες δεσµεύσεις
όσον αφορά την εκτέλεση
του προϋπολογισµού,
οπότε θα πρέπει να γίνει
σαφές από τώρα στους
ψηφοφόρους ότι µετά τις
εκλογές δεν θα υπάρχουν
περιθώρια για εφαρµογή
πολιτικών κρατικής
στήριξης αντίστοιχων µε
αυτές που εφαρµόστηκαν
ειδικά στην περίοδο
2020-2023. Αν λοιπόν σε
αυτά τα τέσσερα χρόνια
διατέθηκαν περίπου 55
δισ. ευρώ για την
αντιµετώπιση των
συνεπειών της πανδηµίας,
της ενεργειακής και της
πληθωριστικής κρίσης,
είναι αµφίβολο αν θα
καταστεί εφικτό να
διατεθούν περισσότερα
από 10 δισ. ευρώ
συνολικά στην 4ετία,
κάτι που φυσικά θα
εξαρτηθεί σε µεγάλο
βαθµό από την πορεία της
οικονοµίας.
Οι προκλήσεις του
οικονομικού επιτελείου
Για το επόµενο
οικονοµικό επιτελείο οι
προκλήσεις θα είναι
πολλές. Με τα σηµερινά
δεδοµένα, ακόµη και αν
διατηρηθούν σε χαµηλά
επίπεδα οι τιµές της
ενέργειας, θα υπάρχει η
µεγάλη πρόκληση της
αντιµετώπισης της
ακρίβειας αλλά και του
υψηλού κόστους του
χρήµατος. Ουσιαστικά, τα
δύο αυτά «ενεργά µέτωπα»
παραµένουν ανοικτά,
καθώς προς το παρόν δεν
διαφαίνεται το πότε θα
κορυφωθεί το κύµα
ακρίβειας, ειδικά στα
τρόφιµα, αλλά και το
πότε θα σταµατήσει η
άνοδος των επιτοκίων
(πόσο µάλλον το πότε θα
αρχίσει η αντίστροφη
πορεία). Τουλάχιστον για
το επόµενο 12µηνο, το
πιθανότερο είναι ότι οι
τιµές των τροφίµων θα
συνεχίσουν να αυξάνονται
(έστω και µε πιο βραδύ
ρυθµό), όπως επίσης και
ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ
θα ανέλθουν σε ακόµη
υψηλότερα επίπεδα.
Ποια θα είναι η διαφορά
σε σχέση µε την
προηγούµενη 4ετία;
Ακριβώς λόγω του
«σφιξίµατος» της
δηµοσιονοµικής πολιτικής
(ήδη η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή αποθαρρύνει τις
κυβερνήσεις από το να
υιοθετούν µέτρα
στήριξης, ειδικά
οριζόντιου χαρακτήρα)
δεν θα υπάρχουν πολλά
περιθώρια οι «πληγές»
από την ακρίβεια και τις
αυξηµένες δόσεις των
δανείων να επουλωθούν µε
µέτρα στήριξης. Ειδικά
όσον αφορά τα δάνεια,
εκτός από το όποιο
δηµοσιονοµικό κόστος των
µέτρων στήριξης, υπάρχει
και η απροθυµία της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής
Τράπεζας να επιτρέψει τη
στήριξη των δανειοληπτών
από το κράτος µε µέτρα
οριζόντιου χαρακτήρα.
Το επόµενο οικονοµικό
επιτελείο, µετρώντας τα
δηµοσιονοµικά περιθώρια
υπό τα νέα δεδοµένα που
θα διαµορφωθούν, θα
πρέπει να συνυπολογίσει
και την «κληρονοµιά» από
τα µέτρα που έχουν ήδη
υιοθετηθεί και τα οποία
συγκροτούν έναν
δηµοσιονοµικό λογαριασµό
της τάξεως των 7-8 δισ.
ευρώ. Είναι το ετήσιο
κόστος των µέτρων που
υιοθετήθηκαν σταδιακά
κατά την προηγούµενη
4ετία: µείωση
ασφαλιστικών εισφορών
κατά 4,4 ποσοστιαίες
µονάδες, µείωση
συντελεστών φορολόγησης
των νοµικών προσώπων
αλλά και των
διανεµόµενων κερδών,
κατάργηση εισφοράς
αλληλεγγύης, στοχευµένες
µειώσεις συντελεστών ΦΠΑ
(είναι µέτρο που λήγει
στο τέλος του 2023, αλλά
δύσκολα θα επανέλθουµε
στους υψηλότερους
συντελεστές κ.λπ.).
Με δεδοµένη λοιπόν την
ανάγκη αυτής της
«κληρονοµιάς» αλλά και
για παραγωγή υψηλότερων
πλεονασµάτων, το
πιθανότερο είναι ότι η
επόµενη κυβέρνηση, για
να προβεί σε γενναίες
αλλαγές οικονοµικής
πολιτικής, θα πρέπει να
προχωρήσει σε ανατροπές
µέτρων που έχουν ήδη
ληφθεί.
Τα δύο µεγάλα κόµµατα
αναµένεται να
παρουσιάσουν τα
οικονοµικά τους
προγράµµατα αµέσως µετά
την επίσηµη προκήρυξη
των εθνικών εκλογών. Σε
αυτά θα αποτυπωθούν και
οι προθέσεις για την
επόµενη 4ετία. Επίσης,
θα καταγραφούν οι
σχεδιασµοί και σε ένα
άλλο µεγάλο µέτωπο για
την επόµενη περίοδο
διακυβέρνησης, που θα
έχει να κάνει µε την
ανασυγκρότηση του
κράτους.
Δύσκολες
διαπραγµατεύσεις µε την
Ευρώπη
Το οικονοµικό επιτελείο
θα καταθέσει στο τέλος
του µήνα το
επικαιροποιηµένο Σύµφωνο
Σταθερότητας στην
Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το
οποίο θα καλύπτει την
περίοδο 2023-2026. Λόγω
της ανακοίνωσης των
εκλογών –και δεδοµένου
ότι µετά το Πάσχα θα
έχουµε και την προκήρυξή
τους– το πρόγραµµα
σταθερότητας θα
περιλαµβάνει µόνο το
βασικό σενάριο, δηλαδή
τις προβλέψεις για την
εξέλιξη του ΑΕΠ, του
χρέους και του
πρωτογενούς
αποτελέσµατος στον
προϋπολογισµό, χωρίς να
υπάρξει κανένα µέτρο
δηµοσιονοµικής
πολιτικής.
Στην επόµενη κυβέρνηση
θα πέσει εποµένως ο…
κλήρος για τη
διαπραγµάτευση σε
ευρωπαϊκό επίπεδο
προκειµένου να
οριστικοποιηθούν οι
δηµοσιονοµικοί στόχοι
των επόµενων ετών. Η
διαπραγµάτευση –η οποία
θα φτάσει σε επίπεδο
αρχηγών κρατών– δεν
αναµένεται να
ολοκληρωθεί πριν από το
τέλος του χρόνου. Ετσι,
το πιθανότερο είναι ότι
το προσχέδιο θα
συνταχθεί µε βάση τις
σηµερινές παραδοχές
(αλλά και τα
επικαιροποιηµένα
οικονοµικά στοιχεία που
θα προκύψουν µέχρι τότε,
συν τις όποιες πρώτες
πολιτικές αποφάσεις µε
δηµοσιονοµική επίπτωση
λάβει η επόµενη
κυβέρνηση), ενώ στη
συνέχεια θα γίνουν οι
απαιτούµενες προσαρµογές
στο πλαίσιο κατάρτισης
του τελικού σχεδίου του
προϋπολογισµού τον
Νοέµβριο.
Το δεδοµένο είναι ότι το
2024 δεν θα υπάρχει
ρήτρα διαφυγής, άρα οι
χώρες-µέλη της Ε.Ε. θα
πρέπει να εφαρµόσουν
τους κανόνες του
Συµφώνου Σταθερότητας. Η
Ελλάδα θα πρέπει να
παραγάγει υψηλότερα
πρωτογενή πλεονάσµατα το
2024 συγκριτικά µε το
2023 (εφόσον φυσικά η
φετινή χρονιά κλείσει µε
πρωτογενές πλεόνασµα
στην περιοχή του 0,8%),
τα οποία µε βάση τα
σηµερινά δεδοµένα
εκτιµάται ότι θα πρέπει
να φτάσουν στην περιοχή
του 2%-2,5%. ?στόσο, µε
την αναθεώρηση του
Συµφώνου Σταθερότητας σε
ευρωπαϊκό επίπεδο θα
µπουν και άλλοι
παράγοντες στην εξίσωση.
Κατ’ αρχάς θα ζητηθεί
–και θα πρέπει να
διασφαλιστεί– η συνεχής
αποκλιµάκωση της
αναλογίας του χρέους ως
προς το ΑΕΠ. Μέχρι και
φέτος, η Ελλάδα θα έχει
να επιδείξει πολύ καλές
επιδοτήσεις, καθώς εκτός
από τη συγκράτηση του
χρέους σε επίπεδο
γενικής κυβέρνησης στην
περιοχή των 355-357 δισ.
ευρώ, έχει βοηθήσει πολύ
η αύξηση του ονοµαστικού
ΑΕΠ (πάνω από 14% το
2022, λόγω πληθωρισµού
9,6% και πραγµατικής
ανάπτυξης 5,9%) στην
περιοχή των 208 δισ.
ευρώ.
Εκτός από την παραγωγή
των πρωτογενών
πλεονασµάτων και την
αποκλιµάκωση της
αναλογίας του χρέους ως
προς το ΑΕΠ, η Ελλάδα
–όπως και οι υπόλοιπες
χώρες της Ευρώπης– είναι
πιθανό να αντιµετωπίσει
δεσµεύσεις και όσον
αφορά τον ρυθµό αύξησης
των δηµοσίων δαπανών (η
ρήτρα των καθαρών
δαπανών υπάρχει στην
κοινοτική νοµοθεσία από
το 2011, αλλά είναι
πιθανό ότι θα
ενεργοποιηθεί στην πράξη
από το επόµενο έτος στο
πλαίσιο της αναθεώρησης
του Συµφώνου
Σταθερότητας).
Το τελικό περιεχόµενο
των δηµοσιονοµικών
στόχων που θα πρέπει να
εκπληρώσει η Ελλάδα θα
εξαρτηθεί σε µεγάλο
βαθµό και από τις
απευθείας
διαπραγµατεύσεις που θα
κάνει η χώρα µε την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή,
καθώς το ζητούµενο θα
είναι το κάθε πολυετές
πρόγραµµα να είναι
κοµµένο και ραµµένο στα
δεδοµένα της κάθε χώρας.
Αυτό προσδίδει ακόµη
µεγαλύτερη βαρύτητα στις
διαπραγµατεύσεις, που θα
κορυφωθούν το φθινόπωρο,
επηρεάζοντας όχι µόνο
τον προϋπολογισµό του
2024 αλλά και των
επόµενων ετών. |