Όπως επισημαίνει
ρεπορτάζ της
Καθημερινής, αυτομάτως
το κίνητρο για
φοροδιαφυγή γίνεται
ισχυρότερο, όμως η
απόκρυψη εισοδήματος ως
«απάντηση» στον κίνδυνο
να χαθεί κάποιο επίδομα
δεν αφορά όλους, αλλά
μόνο αυτούς που μπορούν
(κυρίως
αυτοαπασχολούμενους).
Ετσι, ο κίνδυνος
διεύρυνσης των
κοινωνικών αδικιών
επιτείνεται και γι’ αυτό
το όλο ζήτημα
«πληθωρισμός, αυξήσεις
αποδοχών, κριτήρια
καταβολής επιδομάτων»
αναμένεται ότι θα
απασχολήσει έντονα την
επόμενη κυβέρνηση. Η
οποία θα πρέπει από τη
μια να αποτρέψει τις
αδικίες –χαμηλόμισθοι να
χάνουν κάποιο επίδομα
επειδή αυξήθηκε ο
κατώτατος μισθός, την
ώρα που ο
αυτοαπασχολούμενος απλώς
δεν θα κόβει αποδείξεις–
και από την άλλη να
συγκρατήσει τη συνολική
δημοσιονομική δαπάνη σε
επίπεδα που θα αντέχει ο
κοινωνικός
προϋπολογισμός της
χώρας.
H φετινή εκκαθάριση του
ΕΝΦΙΑ έδωσε μια πρώτη
γεύση τού τι πρόκειται
να συμβεί σε πολύ
ευρύτερη κλίμακα αν δεν
επανεξεταστούν τα
κριτήρια χορήγησης των
διαφόρων επιδομάτων
συνολικού προϋπολογισμού
αρκετών δισ. ευρώ. To
κονδύλι για τη χορήγηση
έκπτωσης φόρου (50% ή
100%) επί του φόρου
κατοχής ακινήτων
μειώθηκε φέτος στα 45,9
εκατ. ευρώ, από 51,5
εκατ. πέρυσι. Περίπου 11
στους 100 ιδιοκτήτες
έχασαν την έκπτωση του
50% επειδή η ονομαστική
αύξηση στο εισόδημά τους
οδήγησε στη μη εκπλήρωση
του εισοδηματικού
κριτηρίου. Αντιστοίχως,
με την υποβολή των
φετινών φορολογικών
δηλώσεων αναμένεται να
καταγραφεί απώλεια
επιδόματος τέκνων
(κυρίως λόγω αλλαγής
κλιμακίου), επιδομάτων
στέγασης κ.λπ.
Η ανάγκη επανεξέτασης
των εισοδηματικών
κριτηρίων χορήγησης των
διαφόρων επιδομάτων είχε
περάσει σε δεύτερη μοίρα
τα προηγούμενα χρόνια
για δύο βασικούς λόγους:
1. Δεν
υπήρχαν αυξήσεις σε
μισθούς και συντάξεις
επί σειράν ετών. Στις
συντάξεις, οι πρώτες
αυξήσεις δόθηκαν φέτος
τον Ιανουάριο (άρα δεν
έχουν αποτυπωθεί ακόμη
σε φορολογικές
δηλώσεις), οι μισθωτοί
του Δημοσίου παραμένουν
στα… μνημονιακά επίπεδα
αποδοχών, ενώ στον
ιδιωτικό τομέα, στις
φορολογικές δηλώσεις
έχουν περάσει μόνο οι
πρώτες αυξήσεις στον
κατώτατο μισθό.
2. Τα
εισοδηματικά κριτήρια
στα επιδόματα (κυρίως τα
έκτακτου χαρακτήρα που
κυριάρχησαν τα τελευταία
χρόνια) καθορίζονταν με
βάση τα δημοσιονομικά
περιθώρια. Δηλαδή, η
αφετηρία των υπολογισμών
ήταν το πόσα χρήματα θα
μπορούσαν να δια-τεθούν
και όχι ο αριθμός των
δικαιούχων ο οποίος
προέκυπτε ως αποτέλεσμα.
Τα δεδομένα πλέον έχουν
αλλάξει. Στις φετινές
φορολογικές δηλώσεις
αναμένεται να καταγραφεί
μεγάλη αύξηση των
δηλωθέντων εισοδημάτων,
ενώ ακόμη μεγαλύτερη θα
είναι από τη νέα χρονιά,
καθώς στις δηλώσεις του
2024 θα αποτυπωθεί και η
αύξηση των συντάξεων και
η αύξηση του κατώτατου
μισθού στα 780 ευρώ,
αλλά και η εκκίνηση της
διαδικασίας
αναπροσαρμογής των
μισθών στον ιδιωτικό
τομέα. Η συνολική
φορολογητέα ύλη
εκτιμάται ότι θα
ξεπεράσει και πάλι
–ύστερα από αρκετά
χρόνια– τα 85 δισ., ενώ
σε αυτό αναμένεται ότι
θα συμβάλει και η αύξηση
των ηλεκτρονικών
πληρωμών, καθώς οι
επαγγελματίες θα
υποχρεωθούν να δηλώσουν
περισσότερα έσοδα.
Πώς επιδρά στα επιδόματα
η αύξηση των ονομαστικών
αποδοχών;
• Στο επίδομα στέγασης
(70 ευρώ ανά μήνα συν 35
ευρώ επιπλέον για κάθε
πρόσθετο μέλος του
νοικοκυριού), το
εισοδηματικό κριτήριο
έχει οριστεί στις 7.000
ευρώ για το μονοπρόσωπο
νοικοκυριό και
προσαυξάνεται κατά 3.500
ευρώ για κάθε επιπλέον
μέλος του νοικοκυριού.
Το ανώτατο όριο είναι οι
21.000 ευρώ. Ετσι, ένας
εργένης με 6ωρη
απασχόληση που αμείβεται
με τον κατώτατο μισθό θα
κινδυνεύσει να χάσει το
επίδομα καθώς οι
φορολογητέες αποδοχές
του έχουν πλέον αυξηθεί
από 6.818 ευρώ (τόσα
προκύπτουν με κατώτατο
μισθό στα 650 ευρώ για
το 8ωρο) σε 8.190 ευρώ.
Οι καθαρές αποδοχές
έχουν ανέβει στα 504
ευρώ, από 419 ευρώ, αλλά
υπάρχει ο κίνδυνος να
χαθούν τα 70 ευρώ τον
μήνα που είναι το
επίδομα ενοικίου. Ο
μισθωτός δεν θα μπορεί
να κάνει τίποτα για να
«αμυνθεί», παρά μόνο να
περιμένει αναπροσαρμογή
των κριτηρίων.
Αντιθέτως, ο
αυτοαπασχολούμενος το
μόνο που θα χρειαστεί
είναι να «διατηρήσει» τα
φορολογητέα κέρδη του
στα ίδια επίπεδα.
• Στο επίδομα παιδιών
(από 28 έως 70 ευρώ ανά
μήνα για κάθε παιδί ή
από 56 έως 140 ευρώ από
το 3ο παιδί και πάνω),
οι γονείς κατατάσσονται
σε τέσσερις κατηγορίες
ανάλογα με το εισόδημα
και τη σύνθεση του
νοικοκυριού. Για να
πάρει κάποιος το
μεγαλύτερο ποσό πρέπει
να κατατάσσεται στο
μικρότερο κλιμάκιο. Ομως
με την αύξηση των
ονομαστικών αποδοχών η
αλλαγή κλιμακίου είναι
πολύ πιθανή. Αυτό θα
σημάνει αυτομάτως και
μείωση του μηνιαίου
επιδόματος.
Για το 2023 έχει
προϋπολογιστεί η διάθεση
1,07 δισ. για το
οικογενειακό επίδομα (ή
επίδομα τέκνων), 649
εκατ. ευρώ για το
ελάχιστο εγγυημένο
εισόδημα και περίπου 396
εκατ. για το στεγαστικό
επίδομα, ενώ συνολικά τα
βασικά επιδόματα του
ΟΠΕΚΑ έχουν
δημοσιονομικό κόστος 3,5
δισ.
Οι προνοιακές παροχές
που καταβάλλονται από τα
ασφαλιστικά ταμεία
κοστίζουν επιπλέον 1
δισ., ενώ τα επιδόματα
ανεργίας (που κατά βάση
δεν έχουν εισοδηματικά
κριτήρια) απορροφούν
δημοσιονομικό χώρο
περίπου 1,35 δισ.
Η επόμενη κυβέρνηση θα
κληθεί να αποφασίσει αν
στον προϋπολογισμό του
2024 θα εγγραφούν
μεγαλύτερα ποσά ή τα
ίδια, αν θα διευρυνθούν
ή όχι τα εισοδηματικά
κριτήρια για να μη
χαθούν επιδόματα, αλλά
και τι θα γίνει τον
επόμενο χειμώνα με την
επιδοματική πολιτική της
θέρμανσης.
Στον χειμώνα που πέρασε,
είχαμε μεγάλη αύξηση των
εισοδηματικών κριτηρίων
προκειμένου να
αντιμετωπιστεί η
ενεργειακή κρίση, αλλά
αυτή η πολιτική είχε
εφάπαξ χαρακτήρα.
Επιδοτούνται και οι…
φοροφυγάδες
Η επανεξέταση των
κριτηρίων χορήγησης των
διαφόρων επιδομάτων
προκειμένου να
αποφευχθούν φαινόμενα
όξυνσης κοινωνικών
αδικιών αποκτά χαρακτήρα
«επείγοντος» και για
έναν ακόμη λόγο.
Εκτός από την καταβολή
των ενισχύσεων που
προβλέπει η πάγια
νομοθεσία (επίδομα
παιδιού, στέγασης,
θέρμανσης κ.λπ.), σε
εισοδηματικά κριτήρια
έχει στηριχθεί σε μεγάλο
βαθμό και όλη η πολιτική
για την αντιμετώπιση του
στεγαστικού αλλά και του
ενεργειακού –
περιβαλλοντικού
προβλήματος.
Ολα τα προγράμματα που
«τρέχουν» αυτή την
περίοδο –και τα οποία
αναμένεται να
συνεχιστούν και το
επόμενο χρονικό διάστημα
με αξιοποίηση των πόρων
του Ταμείου Ανάκαμψης–
στηρίζονται σε μεγάλο
βαθμό στο εισόδημα.
Οι έχοντες χαμηλότερο
εισόδημα λαμβάνουν
μεγαλύτερο ποσοστό
επιδότησης προκειμένου
να αναβαθμίσουν
ενεργειακά το σπίτι
τους, να κάνουν
ανακαίνιση, να
εγκαταστήσουν ηλιακό
θερμοσίφωνα ή
φωτοβολταϊκό κ.λπ.
Η «αρχή» είναι σωστή
γιατί οι υψηλές τιμές
της ενέργειας πλήττουν
περισσότερο τα
χαμηλότερα εισοδηματικά
στρώματα και διευρύνουν
τις εισοδηματικές
ανισότητες καθώς η
αύξηση του κόστους είναι
οριζόντια, με αποτέλεσμα
ο φτωχότερος να καλείται
να καταβάλλει μεγαλύτερο
ποσοστό του εισοδήματος
για να καλύψει ανάγκες
θέρμανσης κ.λπ.
Στην πράξη, όμως, οι
διαφορετικές δυνατότητες
που έχουν οι
φορολογούμενοι να
αποκρύψουν εισοδήματα
λειτουργεί ουσιαστικά ως
μηχανισμός παραγωγής
ανισοτήτων, καθώς τα
εισοδηματικά κριτήρια
δεν δια-χωρίζουν μόνο
τους πολίτες σε
οικονομικά αδύναμους και
δυνατούς αλλά και σε
φοροφυγάδες και
νομοταγείς.
Με δεδομένους τους
προϋπολογισμούς των
προγραμμάτων για την
αντιμετώπιση της
ενεργειακής και της
στεγαστικής κρίσης (μόνο
το πρόγραμμα επιδότησης
των στεγαστικών δανείων
έχει προϋπολογισμό 500
εκατ. ευρώ και
αναμένεται να αυξηθεί
ακόμη και πάνω από 1
δισ. ευρώ, τα
προγράμματα «Εξοικονομώ»
έχουν ξεπεράσει τα 2
δισ. ευρώ κ.λπ.), οι
περιπτώσεις επιδότησης
φοροφυγάδων ακόμη και με
πολλές χιλιάδες ευρώ
είναι ήδη αρκετές.
Η λύση στο πρόβλημα
είναι η εντατική
εφαρμογή πολιτικών
καταπολέμησης της
απόκρυψης εισοδημάτων.
Η στροφή των καταναλωτών
στις ηλεκτρονικές
πληρωμές έχει βοηθήσει
σε ένα βαθμό, ενώ το
επόμενο χρονικό διάστημα
αναμένεται ότι θα πέσει
ακόμη μεγαλύτερο βάρος
στους ελεγκτικούς
μηχανισμούς ώστε να
εντοπίσουν και τις
περιπτώσεις
φορολογουμένων που
μειώνουν το δηλωθέν
εισόδημα «φουσκώνοντας»
τις δαπάνες.
Πηγή: Money Review |