Κάποιες εβδομάδες μετά,
αναφέρθηκε ότι τα
περίφημα stress tests,
που καθιερώθηκαν τον
νόμο περί
χρηματοοικονομικών
μεταρρυθμίσεων
Dodd-Frank του 2010, δεν
προέβλεπαν την πτώση της
αξίας των κρατικών
ομολόγων, η
οποίας προκλήθηκε από
τις επιθετικές αυξήσεις
των επιτοκίων της Fed.
Πρόσφατη μελέτη της
Erica Jiang διαπίστωσε
ότι «η αξία των
τραπεζικών περιουσιακών
στοιχείων έχουν μειωθεί
κατά 10%» μετά τις
αυξήσεις των επιτοκίων
της Fed, «με το κατώτατο
5% των τραπεζών να
παρουσιάζει μείωση 20%.
Και παρότι ο Πρόεδρος
των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν
έχει υποσχεθεί να
οδηγήσει στη Δικαιοσύνη
τους υπεύθυνους για την
κατάρρευση της SVB,
τέτοιες υποσχέσεις θα
πρέπει να «χαιρετιστούν»
με μια δόση υγιούς
σκεπτικισμού. Άλλωστε, η
κυβέρνηση Ομπάμα, στην
οποία ο Μπάιντεν
διετέλεσε αντιπρόεδρος,
δεν κάθισε ποτέ κανέναν
τραπεζίτη στο σκαμνί –
για την οικονομική κρίση
του 2008.
Το γεγονός είναι ότι οι
ρυθμιστικές αρχές –
συμπεριλαμβανομένης της
Fed – απέτυχαν να
διατηρήσουν το τραπεζικό
σύστημα ασφαλές. Οι
τράπεζες εξαρτώνται από
την εμπιστοσύνη: οι
καταθέτες πρέπει να
είναι σίγουροι ότι
μπορούν να αποσύρουν τα
χρήματά τους όποτε
θέλουν. Αυτό ήταν πάντα
ένα ζητούμενο. Αυτό που
έχει αλλάξει είναι η
ευκολία με την οποία
μπορούν να αποσυρθούν
δισεκατομμύρια σε ένα
νανοδευτερόλεπτο
μέσω Διαδικτύου.
Ακόμη και η οσμή
κινδύνου ότι δεν θα
μπορέσουν να πάρουν τα
χρήματά τους πίσω είναι
αρκετή για να αναγκάσει
τους λογικούς ανθρώπους
να αποσύρουν ανασφάλιστα
κεφάλαια, ακόμη και
ασφαλισμένα ποσά.
Το αποτέλεσμα είναι το
εξής: όταν μια τράπεζα
πτωχεύει, όσοι
πλήττονται είναι εκείνοι
που δεν έχουν δώσει
προσοχή ή όσοι δεν
χρησιμοποιούν υπηρεσίες
ψηφιακής τραπεζικής,
όπως οι ηλικιωμένοι.
Πρόταση για καταθέτες
Το τρέχον status quo,
σύμφωνα με το οποίο οι
καταθέτες χρησιμοποιούν
μεσάζοντες για να
συμμετάσχουν σε
ρυθμιστικό αρμπιτράζ και
να εγγυηθούν ότι όλες οι
καταθέσεις τους είναι
ασφαλισμένες ή είναι
διατεθειμένοι να
αποσύρουν κεφάλαια πάνω
από το ασφαλισμένο ποσό
αμέσως, δεν είναι ορθός
τρόπος για τη λειτουργία
ενός τραπεζικού
συστήματος.
Για να σταθεροποιηθεί ο
τομέας, οι
υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής πρέπει να
δημιουργήσουν ένα
ολοκληρωμένο σύστημα
ασφάλισης καταθέσεων, στο
οποίο θα συνεισφέρουν οι
καταθέτες με βάση τα
οφέλη που αποκομίζουν
και τους συστημικούς
κινδύνους που
ελλοχεύουν. Μέχρι να
γίνει αυτό, το τραπεζικό
σύστημα θα παραμείνει
εύθραυστο.
Ως επικεφαλής της
κυβερνητικής υπηρεσίας
που είναι αρμόδια για
την εποπτεία της SVB, ο
Πάουελ φέρει την ευθύνη
για τις αστοχίες
εποπτείας που επιτάχυναν
την κατάρρευσή της. Σε
αντίθεση με τη μαζική
απάτη των στεγαστικών
δανείων που προκάλεσε
την οικονομική κρίση του
2008 (η έκταση της
οποίας έγινε σαφής μόνο
χρόνια αργότερα, μετά
από πολυάριθμες αγωγές
και άλλες νομικές
ενέργειες), η SVB
φαινόταν υγιής – ο
δανεισμός φαινόταν
ενάρετος.
Βεβαίως, ακόμη και ο
ενάρετος δανεισμός
μπορεί να αποδυναμωθεί
εν μέσω σημαντικής
ύφεσης ενώ αναπόφευκτα
ανακύπτουν υποψίες
αμφίβολης δραστηριότητας
όταν φυλάσσονται τόσο
πολλά χρήματα σε
ανασφάλιστους
λογαριασμούς χαμηλού
επιτοκίου. Αλλά τα
προβλήματα της SVB ήταν
πιο πεζά και κάθε
τραπεζικός θα μπορούσε
να τα αντιμετωπίσει –
πόσο μάλλον οι
ρυθμιστικές αρχές.
Οι τράπεζες επιδίδονται
πάντα σε μετασχηματισμό
λήξης, μετατρέποντας τις
βραχυπρόθεσμες
καταθέσεις σε
μακροπρόθεσμες
επενδύσεις. Αν και αυτή
η διαδικασία είναι
εγγενώς επικίνδυνη, οι
τράπεζες συχνά μπαίνουν
στον πειρασμό να
στοιχηματίσουν τα
χρήματα των καταθετών
τους.
Αυτό έκανε η SVB:
επένδυσε ορισμένες
καταθέσεις πελατών σε
μακροπρόθεσμους,
φαινομενικά ασφαλείς
τίτλους,
στοιχηματίζοντας ότι τα
μακροπρόθεσμα επιτόκια δεν
θα αυξηθούν. Οι επόπτες
δεν έπρεπε να επιτρέψουν
να συμβεί αυτό…
Ωστόσο, η Fed το
επέτρεψε να συμβεί, και
παραμελώντας τον ρόλο
των αυξήσεων των
επιτοκίων στην πρόκληση
αστάθειας του
χρηματοπιστωτικού τομέα,
υπονόμευσε την
αποτελεσματικότητα των
δικών της τεστ αντοχής.
Εκτός από τα λάθη
εποπτείας, της
κατάρρευσης της SVB
προηγήθηκαν ρυθμιστικές
αποτυχίες, καθώς η Fed
υπό τον Powell χαλάρωσε
το ρυθμιστικό πλαίσιο
για τράπεζες όπως η SVB,
για τις οποίες θεώρησε
ότι έχουν οικονομική
σημασία σε περιφερειακό
επίπεδο, αλλά δεν είναι
συστημικά σημαντικές.
Οι περισσότεροι άνθρωποι
δεν έχουν την ικανότητα,
τους πόρους ή την
πρόσβαση στις
πληροφορίες που
απαιτούνται για την
αξιολόγηση της ευρωστίας
των τραπεζών. Τέτοιες
εκτιμήσεις αποτελούν
θεμελιώδες δημόσιο αγαθό
και, ως εκ τούτου,
ευθύνη της κυβέρνησης.
Εάν μια τράπεζα μπορεί
να δεχτεί τα χρήματα του
κοινού, το κοινό θα
πρέπει να έχει
εμπιστοσύνη ότι μπορεί
να τα δώσει πίσω.
Ο ρόλος της Fed
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ,
ιδιαίτερα η Fed, απέτυχε
σε αυτό το θέμα. Η Fed,
όπως και άλλες
ανεξάρτητες κεντρικές
τράπεζες, προστατεύει με
ζήλο την αξιοπιστία της.
Ο κίνδυνος απώλειας έχει
αναφερθεί ως ο λόγος για
τις αυξήσεις των
επιτοκίων της Fed το
περασμένο έτος, οι
οποίες ξεπέρασαν κατά
πολύ τις αυξήσεις την
εποχή μετά το 2008.
Αλλά αποτυγχάνοντας να
αναγνωρίσει τους
κινδύνους που ενέχει η
ραγδαία αύξηση των
επιτοκίων της και το πώς
πάνω από μια δεκαετία
σχεδόν μηδενικών
επιτοκίων είχε
επιδεινώσει αυτούς τους
κινδύνους, η Fed
υπονόμευσε τη δική της
αξιοπιστία – ακριβώς το
αποτέλεσμα που
προσπάθησε να αποφύγει.
Oι αυξήσεις των
επιτοκίων
αντικατοπτρίζουν τη
λανθασμένη διάγνωση της
Fed για την πηγή του
πληθωρισμού, η οποία
οφείλεται σε μεγάλο
βαθμό σε κλυδωνισμούς
από την πλευρά της
προσφοράς και αλλαγές
στη ζήτηση που
σχετίζονται με την
πανδημία COVID-19 και
τον πόλεμο
στην Ουκρανία.
Επιπλέον, άνευ
οικονομικής ύφεσης, η
αύξηση των επιτοκίων θα
μπορούσε στην
πραγματικότητα να
επιδεινώσει τον
πληθωρισμό.
Ένας σημαντικός
παράγοντας που
συνεισφέρει στις
αυξήσεις του δείκτη
τιμών καταναλωτή είναι η
αύξηση των ενοικίων λόγω
της έλλειψης κατοικιών,
την οποία επιδεινώνουν
τα υψηλότερα
επιτόκια. Εν τω μεταξύ,
η στρατηγική της Fed για
τον αποπληθωρισμό θα
μπορούσε να προκαλέσει
άλμα της ανεργίας.
Όπως έχουν τα πράγματα,
η Fed και ο προεδρός της
έχουν χάσει την
αξιοπιστία τους σε κάθε
μέτωπο. Η τρέχουσα κρίση
έχει αποκαλύψει την
αποτυχία της Fed να
αντιμετωπίσει τα
ζητήματα διακυβέρνησης
που συνέβαλαν στην κρίση
του 2008.
Το γεγονός ότι ο
διευθύνων σύμβουλος της
SVB Greg Becker
συμμετείχε στο
διοικητικό συμβούλιο της
περιφερειακής Fed που
υποτίθεται ότι εποπτεύει
την τράπεζά του είναι
χαρακτηριστικό
παράδειγμα. Μένει να
δούμε αν η
χρηματοπιστωτική
αναταραχή που σιγοβράζει
μετά την κατάρρευση της
SVB θα φέρει βαθύτερη
κρίση. Σε κάθε
περίπτωση, οι επενδυτές
και οι καταθέτες δεν
έχουν κανένα λόγο να
εμπιστεύονται τη Fed. |