Γνωρίζει ότι θα ήταν πιο
συνετό να ξοδέψει αυτά
τα χρήματα σε κάτι άλλο,
να τα επενδύσει ή έστω
να τα αποταμιεύσει. Όμως
όπως λέει στο Bloomberg,
δεν νιώθει ότι η κίνησή
της αυτή ήταν ανεύθυνη.
Γνωρίζοντας ότι τα
παραδοσιακά ορόσημα της
ενήλικης ζωής –όπως να
το αγοράσει το δικό της
σπίτι, να κάνει
οικογένεια κτλ- είναι
τόσο άπιαστα για εκείνη,
νιώθει ότι δεν θα έκανε
και τόση διαφορά εάν
αρνιόταν στον εαυτό της
αυτές τις «μικρές
πολυτέλειες».
Τουλάχιστον, η Chanel
τσάντα με την αλυσίδα 24
καρατίων την κάνει να
νιώθει καλύτερα.
«Η οικονομία είναι
χάλια, υπάρχει κλιματική
αλλαγή, υπάρχει διαρκής
πολιτική και κοινωνική
αναταραχή σε όλο τον
κόσμο», λέει η Holland,
που σπουδάζει με την
οικονομική στήριξη των
γονιών της. «Είναι απλά
ευκολότερο να ξοδέψεις
χρήματα σε πράγματα που
θα σου φέρουν άμεση
ικανοποίηση».
Συνήθως, οι άνθρωποι που
δεν τα πηγαίνουν πολύ
καλά οικονομικά,
περιορίζουν τις δαπάνες
τους. Αλλά η νεότερη
γενιά κάνει ακριβώς το
αντίθετο, αφού πιστεύει
ότι το οικονομικό της
μέλλον είναι
καταδικασμένο έτσι και
αλλιώς.
Τα μεγάλα φοιτητικά
δάνεια, το αυξημένο
κόστος ζωής και οι
αλλαγές στην αγορά
εργασίας σημαίνουν ότι
είναι δύσκολο για αυτή
τη γενιά να επιτύχει
οικονομικούς στόχους
όπως είναι η αγορά ενός
σπιτιού. Για αυτό και το
27% των Αμερικανών
παραδέχεται ότι
επιδίδεται στο λεγόμενο
«doom spending» (δαπάνες
της απελπισίας), για να
αντιμετωπίσει το γεγονός
ότι ανησυχεί για τα
πάντα. Τα ποσοστά είναι
ακόμα υψηλότερα ανάμεσα
στους Millennials και
τους Gen Z, καθώς
φτάνουν στο 43% και το
35% αντίστοιχα.
«Είναι ο τρόπος τους να
αντέχουν, έστω και εάν
δεν είναι ο πιο υγιής»,
λέει στο Bloomberg η
Courtney Alev, σύμβουλος
οικονομικών των
καταναλωτών στην Credit
Karma.
Βέβαια, το doom spending
δεν είναι κάτι νέο. Ο
Stephen Wu, καθηγητής
οικονομικών στο Hamilton
College, δημοσίευσε το
2004 μία έρευνα στην
οποία έγραφε ότι εκείνοι
που νιώθουν ότι η τύχη
και άλλοι εξωτερικοί
παράγοντες παίζουν
σημαντικό ρόλο στην
οικονομική τους
επιτυχία, έχουν
μικρότερες πιθανότητες
να αποταμιεύουν χρήματα.
Αλλά αυτά τα
συναισθήματα
μοιρολατρίας και οι
αντιπαραγωγικές
καταναλωτικές συνήθειες
έχουν γίνει πιο
συνηθισμένες τα
τελευταία χρόνια, ειδικά
μετά την κρίση του 2008
και την πανδημία. Γιατί
τότε ο κόσμος άρχισε να
συνειδητοποιεί ότι «ένα
μεγάλο μέρος της
επιτυχίας και της
αποτυχίας του βρίσκεται
εκτός του δικού του
ελέγχου», όπως εξηγεί ο
Wu.
Βέβαια, καθώς σχεδόν οι
μισοί νέοι στις ΗΠΑ ζουν
ακόμα με τους γονείς
τους, το να
χρησιμοποιούν το έξτρα
εισόδημά τους για αγορές
που τους κάνουν να
αισθάνονται καλά,
μοιάζει δικαιολογημένο.
Και όταν βλέπουν τα
social media γεμάτα με
συνομηλίκους τους που
τρώνε σε πολυτελή
εστιατόρια, πηγαίνουν
ακριβές διακοπές και
αγοράζουν προϊόντα από
γνωστά brands, νιώθουν
πως νομιμοποιούνται να
κάνουν το ίδιο.
Ετσι, το «doom
spending», σε πολλές
περιπτώσεις, κινδυνεύει
να γίνει
αυτοεκπληρούμενη
προφητεία, καθώς όσοι
ξοδεύουν όλες τους τις
αποταμιεύσεις σε ένα
πολυτελές lifestyle
υπονομεύουν την
ικανότητά τους να
επιτύχουν τους πιο
μακροπρόθεσμους
οικονομικούς στόχους
τους.
Για την 27χρονη Maria
Melchor, μια δημιουργό
περιεχομένου που
εστιάζει σε οικονομικές
συμβουλές για την Gen Z,
πάντως, όταν ένας νέος
ξοδεύει για ένα
πολυτελές προϊόν, δεν
πρόκειται για «doom
spending». Κατά την δική
της άποψη, είναι μια
μικρή εικόνα της ζωής
που θα είχαν οι άνθρωποι
εάν δεν έδιναν όλα τους
τα χρήματα για να
αγοράσουν σπίτια και να
κάνουν οικογένεια. Σε
μία εποχή που τα ποσοστά
των γεννήσεων βρίσκονται
σε πτώση και η
τηλεργασία σημαίνει πως
κανείς μπορεί να ζει
οπουδήποτε, «το όνειρο
αλλάζει», λέει η
Melchor.
Πηγή: Money Review |