Τα πράγματα βέβαια, δεν
θα έπρεπε να είναι έτσι.
Οι μεταπολεμικοί θεσμοί
της Δυτικής Γερμανίας,
που επεκτάθηκαν στην
Ανατολική μετά την
επανένωση το 1990,
σχεδιάστηκαν για να
αποφευχθεί το χάος των
προναζιστικών χρόνων της
Βαϊμάρης. Ισχυρά «λαϊκά
κόμματα», όπως το CDU
και οι Σοσιαλδημοκράτες
(SPD) προωθήθηκαν, με
στόχο να αποδυναμωθούν
οι περιθωριακές ομάδες.
Ο ρόλος των κομμάτων
στην πολιτική
κατοχυρώθηκε ακόμα και
στο σύνταγμα. Άλλες
ασφαλιστικές δικλείδες
περιλάμβαναν τον κανόνα
ότι τα κόμματα έπρεπε να
κερδίζουν το 5% των
ψήφων για να εισέλθουν
στα κοινοβούλια. Τα
δικαστήρια είχαν τη
δυνατότητα να
απαγορεύουν τα κόμματα
που παραβίαζαν τις
δημοκρατικές αρχές, αν
και κανένα δεν κατέφυγε
σε κάποιο τέτοιο μέτρο
από το 1956.
Για δεκαετίες το σύστημα
απέδωσε ισχυρά κόμματα
και συνεκτικούς
συνασπισμούς. Δύο
παράγοντες όμως το
διάβρωσαν. Ο πρώτος,
γνωστός σε πολλές
δημοκρατίες με αναλογική
ψηφοφορία, είναι ο
κατακερματισμός του
κομματικού συστήματος.
Στη Μπούντεσταγκ
(γερμανικό ομοσπονδιακό
κοινοβούλιο) μετέχουν
πλέον επτά κομματικές
ομάδες. Στις τελευταίες
εκλογές, το 2021, το CDU
(μαζί με το αδελφό κόμμα
της Βαυαρίας, τη
Χριστιανοκοινωνική
Ένωση) και το SPD πήραν
για πρώτη φορά μεταξύ
τους λιγότερες από τις
μισές ψήφους. Τα 16
ομόσπονδα κρατίδια της
Γερμανίας διοικούνται
από μια ιδιάζουσα
συστοιχία συνασπισμών.
Οι ανεξάρτητοι χωρίς
κομματική ένταξη
αυξάνονται στην τοπική
πολιτική, ιδίως στα
ανατολικά.
Ο κατακερματισμός από
μόνος του δεν υπονόμευσε
την πολιτική των
συνασπισμών. Η προσθήκη
των Πρασίνων στο
κοινοβούλιο τη δεκαετία
του 1980, για
παράδειγμα, με τον καιρό
απλώς διεύρυνε τις
επιλογές που είχε στη
διάθεσή του το SPD για
τη δημιουργία
συνασπισμού. Ωστόσο, στη
συνέχεια ήρθε η ανάπτυξη
των κομμάτων που
βρίσκονται πέρα από το
τείχος προστασίας. Σε
άλλες ευρωπαϊκές χώρες
έχει διαβρωθεί, καθώς,
τις περισσότερες φορές,
τα κεντροδεξιά κόμματα
εγκατέλειψαν την
αντίσταση μπροστά στην
επιτυχία των εθνικών
λαϊκιστών: πρόσφατα
παραδείγματα
περιλαμβάνουν τη Σουηδία
και την Ολλανδία. Στη
Γερμανία, αντίθετα, το
Brandmauer κρατάει τόσο
σε εθνικό όσο και σε
επίπεδο κρατιδίων.
Αυτό ισχύει κυρίως για
το ADF, ένα σχήμα
ριζοσπαστικό ακόμα και
για τα δεδομένα του
ευρωπαϊκού δεξιού
λαϊκισμού. Ωστόσο, η
δύναμή του κάνει τα
μαθηματικά του
σχηματισμού συνασπισμού
πολύ πιο δύσκολα. Στη
Θουριγγία, για
παράδειγμα, το ADF
κατέχει τώρα 32 από τις
88 έδρες του Landtag.
Αυτό σημαίνει
ότι υπάρχουν τέσσερα
κόμματα, που
καταλαμβάνουν ένα φάσμα
από την άκρα αριστερά
έως την κεντροδεξιά, για
να συγκεντρώσουν μια
πλειοψηφία 45 εδρών από
τις 56 (βλ. διάγραμμα).
Παράλληλα, η άρνηση του
CDU να συνεργαστεί με το
κόμμα της Αριστεράς,
λόγω της κομμουνιστικής
του κληρονομιάς, καθιστά
στην πραγματικότητα
αδύνατο τον σχηματισμό
μιας σταθερής
κυβερνητικής
πλειοψηφίας. Δύσκολες
διαπραγματεύσεις, και
ίσως η θυσία των ιερών
αγελάδων, βρίσκονται προ
των πυλών.
Δεν είναι περίεργο που
το Brandmauer κινδυνεύει
να καταρρεύσει. Το 2019,
στις τελευταίες εκλογές
των δύο κρατιδίων, η
δύναμη του ADF ανάγκασε
το CDU να συμμαχήσει με
το SPD και τους
Πράσινους στη Σαξονία
και να στηρίξει μια
κυβέρνηση μειοψηφίας στη
Θουριγγία. Τώρα, οι
μόνες βιώσιμες επιλογές
και στα δύο κρατίδια
εγκλωβίζουν το CDU στη
Συμμαχία Sahra
Wagenknecht (BSW) -ένα
«αριστερό-συντηρητικό»
κόμμα που ίδρυσε η κα
Wagenknecht, πρώην
κομμουνίστρια, τον
Ιανουάριο – και το SPD
στους λεγόμενους
συνασπισμούς του
βατόμουρου (τα χρώματα
των κομμάτων υποτίθεται
ότι μοιάζουν με τα
στάδια ωρίμανσης του
φρούτου).
Σε απλούστερες εποχές, η
στάση της BSW απέναντι
στην Ουκρανία (θέλει να
κόψει τη βοήθεια της
Γερμανίας) και άλλα
θέματα εξωτερικής
πολιτικής θα την
καθιστούσαν επίσης
απαγορευτική για το CDU.
Αυτή την εβδομάδα αρκετά
μεγαλοστελέχη του CDU
προέτρεψαν τους
ανατολικούς συναδέλφους
τους να μην συνεργαστούν
με την κα Wagenknecht,
αλλά όταν ο Friedrich
Merz, ο εθνικός ηγέτης
του CDU, πρότεινε ένα
τείχος προστασίας κατά
της BSW νωρίτερα φέτος,
οι τοπικές οργανώσεις
των κρατιδίων τον
ανάγκασαν να
υπαναχωρήσει.
«Πρόκειται για ένα
τεράστιο δίλημμα για το
CDU», λέει ο Christian
Stecker, πολιτικός
επιστήμονας στο Τεχνικό
Πανεπιστήμιο του
Darmstadt. Σε περίπτωση
που η κα Wagenknecht, η
οποία έχει το βλέμμα της
στραμμένο στις
ομοσπονδιακές εκλογές
του επόμενου έτους,
αποδειχθεί
δύσκολη διαπραγματεύτρια
– έχει θέσει ως όρο των
συνομιλιών για τη
δημιουργία συνασπισμού
τις πολιτικές ασφαλείας
που βρίσκονται πέρα από
τις αρμοδιότητες των
κυβερνήσεων των
κρατιδίων – το CDU θα
μπορούσε να διασπαστεί ή
ο σχηματισμός κυβέρνησης
να αποδειχθεί αδύνατος.
Ακόμα και αν
σχηματιστούν
συνασπισμοί, οι
συγκρούσεις τους θα
μπορούσαν να
διαδραματιστούν σε
εθνικό επίπεδο στη
Μπούντεσταγκ, η οποία
αποτελείται από
εκπροσώπους των
κυβερνήσεων των
κρατιδίων.
Όλα αυτά κινδυνεύουν να
εκπληρώσουν τις
προφητείες στελεχών του
AFD, όπως ο Björn Höcke,
επικεφαλής του
παραρτήματος της
Θουριγγίας (φωτογραφία),
οι οποίοι αναμένουν ότι
το CDU θα καταρρεύσει
κάτω από τις αντιφάσεις
των εκκεντρικών
συνασπισμών που είναι
καταδικασμένο να
ηγείται, επιτρέποντας
στους ριζοσπάστες την
επόμενη φορά να φτάσουν
στη νίκη. Το AFD
εδραιώνεται σε τοπικό
επίπεδο και μετεκλογικές
έρευνες διαπίστωσαν ότι
ένας αυξανόμενος αριθμός
ψηφοφόρων, αντί να το
επιλέξει, από
διαμαρτυρία πείστηκε από
το λαϊκιστικό
αντιμεταναστευτικό του
μήνυμα. Εν τω μεταξύ,
πολλά από τα μέλη του
CDU στα ανατολικά
επιθυμούν συμφιλίωση με
το AFD. Σε δημοτικό
επίπεδο σε μεγάλο μέρος
της ανατολικής Γερμανίας
το τείχος προστασίας
έχει λήξει προ πολλού.
Τα προβλήματα αυτά
μεγεθύνονται στα
ανατολικά, όπου οι
ψηφοφόροι είναι ασταθείς
και πιο ανοιχτοί σε
εξτρεμιστές ή
χαρισματικά άτομα.
Ανάλογες δυνάμεις δρουν
και στα δυτικά, όπου ζει
το 85% των Γερμανών. Από
το 2021 η ομοσπονδιακή
κυβέρνηση είναι ένας
αμήχανος τρικομματικός
συνασπισμός, ο πρώτος
της Γερμανίας εδώ και
σχεδόν 70 χρόνια. Οι
πρώιμες υποσχέσεις της
σύντομα έδωσαν τη θέση
τους σε ατελείωτες
εσωτερικές διαμάχες. Τα
θλιβερά αποτελέσματα και
των τριών κομμάτων την
1η Σεπτεμβρίου δεν
φαίνεται να ενέπνευσαν
μια νέα προσπάθεια
εξεύρεσης κοινού
εδάφους.
Πηγή: The Economist |