Η στάση των οίκων έναντι
των τραπεζών έχει
αλλάξει ριζικά, καθώς οι
τέσσερις συστημικές
επανέρχονται στην
επενδυτική βαθμίδα. Όμως,
πλέον, όπως προκύπτει
και από την αρκετά
ενθουσιώδη ανακοίνωση
της DBRS, οι οίκοι
αρχίζουν να αναγνωρίζουν
ότι δεν είναι οι
τράπεζες ένα «βαρίδι»
που τραβάει χαμηλότερα
την αξιολόγηση του
ελληνικού χρέους, όπως
συνέβαινε στο παρελθόν,
αλλά έχουν βελτιώσει σε
τέτοιο βαθμό την
οικονομική τους θέση,
που ανεβάζουν
και τη βαθμολογία του
Δημοσίου.
Αυτόν τον... έρωτα των
οίκων, που βέβαια δεν
είναι ξαφνικός, αλλά
έχει πίσω του μια μακρά
πορεία ανασυγκρότησης
των ελληνικών τραπεζών,
εκφράζει με τον πιο
ανοικτό τρόπο η DBRS. Ο
οίκος άλλαξε την την τάση
της βαθμολογίας της
Ελλάδας (BBB low) από
σταθερή σε θετική, κάτι
που σημαίνει ότι μέσα
στο επόμενο 12μηνο,
εκτός απροόπτου,
προσανατολίζεται να
ανεβάσει τη βαθμολογία
της χώρας στο επόμενο
σκαλοπάτι της
επενδυτικής βαθμίδας, το
BBB. Όμως, αντί να δώσει
έμφαση στη δημοσιονομική
πρόοδο και στις
μεταρρυθμίσεις, ο
οίκος εξηγεί τη βελτίωση
της τάσης μνημονεύοντας
πρώτα τη βελτίωση της
κατάστασης των τραπεζών.
Τι λέει η DBRS
Όπως αναφέρει ο οίκος, «οι
αλλαγές τάσης
αντικατοπτρίζουν τις
προσδοκίες της
Morningstar DBRS για
περαιτέρω βελτίωση των
θεμελιωδών μεγεθών του
τραπεζικού συστήματος. Ο
τραπεζικός τομέας είναι
πιθανό να συνεχίσει να
διατηρεί καλή
κερδοφορία, μειώνοντας
τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια (ΜΕΔ) και
μειώνοντας τις
αναβαλλόμενες
φορολογικές πιστώσεις.
Τα κληροδοτήματα που
σχετίζονται με έναν
ισχυρό δεσμό με την
κυβέρνηση έχουν επίσης
υποχωρήσει ως αποτέλεσμα
της κυβερνητικής
απόφασης να πουλήσει
μεγάλο αριθμό μεριδίων
σε συστημικές τράπεζες».
Παρουσιάζοντας
αναλυτικότερα την
κατάσταση των τραπεζών,
η DBRS σημειώνει τα
εξής:
Σημαντική προσπάθεια
έχει καταβληθεί για την
ενίσχυση του τραπεζικού
τομέα της Ελλάδας, ο
οποίος, χάρη στη
βελτίωση της πιστωτικής
ποιότητας, είναι πλέον
πιο ανθεκτικός από ό,τι
στο παρελθόν. Οι
τράπεζες είναι καλύτερα
κεφαλαιοποιημένες,
διαθέτουν μεγαλύτερη
ρευστότητα και έχουν
αυξήσει την κερδοφορία
τους, με την υποστήριξη
της αύξησης του καθαρού
περιθωρίου επιτοκίου.
Επιπλέον, η βελτίωση της
λειτουργικής
αποδοτικότητας μετά από
μια βαθιά διαδικασία
αναδιάρθρωσης και η
μείωση του πιστωτικού
κόστους σε συνδυασμό με
τη βελτίωση του προφίλ
κινδύνου τους, ενίσχυσαν
περαιτέρω τις ελληνικές
τράπεζες.
Οι πρόσφατοι
κλυδωνισμοί,
συμπεριλαμβανομένης της
ενεργειακής κρίσης και
του υψηλού κόστους
τόκων, δεν εμπόδισαν τη
συνέχιση της μείωσης του
συνολικού ακαθάριστου
δείκτη ΜΕΔ. Ήταν στο
7,5% το 1ο τρίμηνο του
2024, ποσοστό μειωμένο
κατά περισσότερο από 40
ποσοστιαίες μονάδες από
την κορύφωσή του τον
Ιούνιο του 2017. Η
μείωση αυτή προήλθε
κυρίως από πωλήσεις και
τιτλοποιήσεις δανείων
στο πλαίσιο του Σχεδίου
Προστασίας Περιουσιακών
Στοιχείων του Ηρακλή
(HAPS), το οποίο έχει
επωφεληθεί από δημόσια
εγγύηση.
Η επικείμενη συγχώνευση
μεταξύ της Attica Bank
και της Παγκρήτιας
Τράπεζας, αν και οδηγεί
σε δημόσια
ανακεφαλαιοποίηση
περίπου 500 εκατ. ευρώ,
πιθανότατα θα συμβάλει
στην περαιτέρω πτώση του
δείκτη μη
εξυπηρετούμενων δανείων
του τραπεζικού
συστήματος προς τον μέσο
όρο της ζώνης του ευρώ.
Με την υγεία του
τραπεζικού συστήματος να
βελτιώνεται, το Ταμείο
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας έχει
πραγματοποιήσει
σημαντικές αποεπενδύσεις
σε συστημικές τράπεζες.
Αυτό έχει προσελκύσει
ιδιώτες επενδυτές που
επιτρέπουν στην
κυβέρνηση να πουλήσει
ένα μεγάλο ποσό μεριδίων
σε συστημικές τράπεζες,
γεγονός που συμβάλλει
στη μείωση του δεσμού με
τις τράπεζες.
Η Morningstar DBRS
αναμένει περαιτέρω
βελτίωση της ποιότητας
του κεφαλαίου με
συνεχιζόμενη μείωση της
αναβαλλόμενης
φορολογικής πίστωσης, η
οποία το 2023
αντιπροσώπευε το 44% των
συνολικών εποπτικών
ιδίων κεφαλαίων,
μειωμένη κατά 8
ποσοστιαίες μονάδες σε
σύγκριση με το 2022.
Οι τιμές των κατοικιών
έχουν αυξηθεί σημαντικά
τα τελευταία χρόνια,
αντιστρέφοντας τη
δεκαετή πτωτική τάση,
αλλά το αυξανόμενο
κόστος διαβίωσης και τα
επιτόκια έχουν
επιδεινώσει την
οικονομική θέση των
νοικοκυριών. Ωστόσο, δεν
υπάρχουν ενδείξεις
υπερβολικού δανεισμού
και μόχλευσης και η
Morningstar DBRS θεωρεί
ότι οι κίνδυνοι για τη
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα είναι
περιορισμένοι επί του
παρόντος. Τα νέα
μακροπροληπτικά μέτρα,
συμπεριλαμβανομένου ενός
ανώτατου ορίου στον
δείκτη δανείου προς
αξία, που θα τεθούν σε
ισχύ από την πρώτη
Ιανουαρίου 2025, θα
συμβάλουν στη διατήρηση
υγιών κριτηρίων
δανεισμού.
Κατά την τελευταία
δεκαετία, ο ρυθμός
αύξησης των δανείων ήταν
υποτονικός, αλλά
πρόσφατα βελτιώνεται,
ιδίως για τις μη
χρηματοπιστωτικές
επιχειρήσεις. Η
αποτελεσματική
διαχείριση και κατανομή
των κεφαλαίων του RRF
από τις τράπεζες, σε
συνδυασμό με τη
σημαντική μείωση των μη
εξυπηρετούμενων δανείων
που έχει
πραγματοποιηθεί,
τοποθετούν τις τράπεζες
σε θέση να παρέχουν
περαιτέρω πιστώσεις στις
ελληνικές επιχειρήσεις,
στηρίζοντας έτσι την
οικονομική ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο του RRF, η
Ελλάδα θα αντλήσει
δάνεια ύψους 17,7 δισ.
ευρώ, εκ των οποίων τα
16,7 δισ. ευρώ θα
διοχετευθούν μέσω
ελληνικών τραπεζών.
Μέχρι στιγμής, μόνο 1,9
δισεκατομμύρια ευρώ
έχουν εκταμιευθεί σε
επιχειρήσεις, αλλά είναι
πιθανό να υπάρξει
επιτάχυνση.
Η εξυγίανση των
ιδιωτικών μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων που
μεταφέρθηκαν από τους
ισολογισμούς των
τραπεζών στην πραγματική
οικονομία και τελούν
πλέον υπό τη διαχείριση
εταιρειών διαχείρισης
πιστώσεων παραμένει
ευάλωτη. Ωστόσο, η
Morningstar DBRS
αναμένει σταδιακή μείωση
αυτών των NPEs με την
πάροδο του χρόνου.
Fitch: Έρχεται το
investment grade
Πριν δημοσιεύσει την
ανάλυσή της η DBRS, ο
οίκος Fitch προχώρησε
αυτή την εβδομάδα σε νέα αναβάθμιση των
τραπεζών, που
φέρνει την Εθνική και
τη Eurobank ένα
σκαλί κάτω από την
επενδυτική βαθμίδα. Ο
οίκος σημειώνει μάλιστα
στις αναλύσεις που
εξέδωσε ότι οι τράπεζες
περνούν τις «εξετάσεις»
σε δύο βασικούς δείκτες
(για την αποδοτικότητα
και τα «κόκκινα»
δάνεια), κάτι που
ανοίγει τον δρόμο σε
νέες αναβαθμίσεις.
Ο οίκος σημειώνει τα δύο
βασικά κριτήρια για τις
επόμενες αξιολογήσεις:
Την αποδοτικότητα, με
βάση τον δείκτη
λειτουργικά κέρδη προς
σταθμισμένο ενεργητικό
(RWA). Εδώ τίθεται ένα
βασικό ερώτημα: Θα
μπορέσουν οι τράπεζες,
όταν μειωθούν πια τα
επιτόκια που έχουν
στηρίξει την κερδοφορία
τους, να παραμείνουν
αρκετά αποδοτικές; Από
την ανάλυση της Fitch,
προκύπτει καταφατική
απάντηση. Ο οίκος θεωρεί
ότι ο δείκτης
λειτουργικών κερδών προς
σταθμισμένο ενεργητικό
δεν θα πρέπει να πέσει
κάτω από το 2%, ώστε να
διατηρηθεί η δυναμική
αναβάθμισης των
αξιολογήσεων. Σε αυτή τη
φάση, όπου βρισκόμαστε
στην κορύφωση της
κερδοφορίας των
τραπεζών, ως αποτέλεσμα
των υψηλών επιτοκίων, ο
δείκτης βρίσκεται σε
απόσταση ασφαλείας από
το 2%, ξεπερνώντας ακόμη
και το 4%. Ακόμη και με
την αναμενόμενη
υποχώρηση των κερδών, οι
τράπεζες φαίνεται ότι θα
εκπληρώνουν με ασφάλεια
αυτό το κριτήριο. Είναι
σημαντικό, εξάλλου, ότι
οι τράπεζες θα πρέπει να
κρατήσουν σε υψηλά
επίπεδα την κερδοφορία
τους, χωρίς όμως να
εκτεθούν σε σημαντικά
αυξημένους κινδύνους
(π.χ. με αλόγιστη
χορήγηση δανείων).
Τον δείκτη μη
εξυπηρετούμενων δανείων. Για
τη Fitch, το «όριο
ασφαλείας», το οποίο δεν
θα πρέπει να ξεπερνά
αυτός ο δείκτης, είναι
το 4%. Σε γενικές
γραμμές, οι τράπεζες
εκπληρώνουν σήμερα αυτό
το κριτήριο και μάλιστα
έχουν καταφέρει να
αποφύγουν μια αύξηση των
«κόκκινων» δανείων, λόγω
των πιέσεων που
δημιούργησαν διαδοχικές
κρίσεις (πανδημία,
πόλεμος, υψηλός
πληθωρισμός) σε
επιχειρήσεις και
νοικοκυριά, αλλά και
λόγω της πίεσης που
προκάλεσε η μεγάλη
αύξηση των επιτοκίων από
την ΕΚΤ από το καλοκαίρι
του 2022. Με βάση την
εικόνα που παρουσίασαν
οι τραπεζικές
διοικήσεις, αναλύοντας
τα οικονομικά
αποτελέσματα του α'
εξαμήνου και τις
προβλέψεις τους για τη
συνέχεια, τίποτα δεν
δείχνει ότι οι τράπεζες
διατρέχουν κίνδυνο νέας
αύξησης των
προβληματικών δανείων.
Θετικές προβλέψεις και
από επενδυτικούς οίκους
Εκτός από τους οίκους
αξιολόγησης, θετικές
είναι οι εκθέσεις από
τους επενδυτικούς
οίκους. Την
εβδομάδα που πέρασε
είχαμε μια ακόμη
αναβάθμιση των τιμών -
στόχων για τις τέσσερις
συστημικές τράπεζες από
την Goldman
Sachs, η
οποία διατηρεί τη
σύσταση «αγορά» για τις
μετοχές των Eurobank,
Εθνικής Τράπεζας και
Πειραιώς και την
«ουδέτερη» σύσταση για
τον τίτλο της Alpha
Bank.
Όπως σημειώνουν οι
αναλυτές της
αμερικανικής τράπεζας,
τρεις είναι οι
παράγοντες που
καθοδηγούν τις
εκτιμήσεις τους:
Φθηνότερη χρηματοδοτική
βάση, η οποία αποτελεί
έναν από τους βασικούς
παράγοντες που
καθορίζουν τα
μεσοπρόθεσμα επίπεδα
ROTE,
Χαμηλότερα επίπεδα NPE
και υψηλότερα επίπεδα
κάλυψης NPE και
Υψηλότερα επίπεδα δείκτη
CET1 που ανοίγουν
περιθώρια για μεγαλύτερη
ανάπτυξη και ευελιξία
στη διανομή μερισμάτων.
Σε ό,τι αφορά τις τιμές
– στόχους για
την Alpha Bank φθάνει
στα 2 ευρώ (από 1,95
ευρώ πριν), για τη
Eurobank στα 2,70 ευρώ
(από 2,50 ευρώ πριν),
για την Εθνική Τράπεζα
στα 11 ευρώ (από 10 ευρώ
πριν) και για την
Πειραιώς στα 5,90 ευρώ
(από 5,30 ευρώ πριν).
Από την πλευρά τους, οι
αναλυτές της Morgan
Stanley επικεντρώνονται
και στην αύξηση των μερισματικών
αποδόσεων για
τον ελληνικό τραπεζικό
τομέα. Όπως εκτιμούν
αυτές θα φθάσουν φέτος
στο 7% κατά μέσο όρο και
θα ενισχυθούν στο 9% το
2025. Η αμερικανική
τράπεζα διατηρεί τη
σύσταση «overweight» για
τους τέσσερις
συστημικούς ομίλους και
οι τιμές
- στόχοι είναι
για την Alpha Bank τα
2,5 ευρώ, για τη
Eurobank τα 2,66 ευρώ,
για την Εθνική Τράπεζα
τα 10,3 ευρώ και για την
Πειραιώς τα 5,51 ευρώ.
Πηγή: Business Daily |