«Τα επόμενα 10 χρόνια, η
τεχνητή νοημοσύνη θα
μπορούσε να αυξήσει την
παραγωγικότητα των
εργαζομένων κατά 1,5%
ετησίως. Αυτό θα αυξήσει
τα κέρδη του S&P 500
κατά 30%», τόνισε ο
αναλυτής της Goldman
Sachs, Μπεν Σνάιντερ, σε
πρόσφατη συνέντευξή του
στο CNBC.
Η δημοφιλία
του ChatGPT της OpenAI έχει
δημιουργήσει
έναν «πυρετό»
ενδιαφέροντος όσον αφορά
την τεχνητή νοημοσύνη
και τις πιθανές
επιπτώσεις στην
καθημερινότητα των
εργαζομένων.
Έχει, παράλληλα,
δημιουργήσει ενθουσιασμό
στους επενδυτές οι
οποίοι προσπαθούν
απεγνωσμένα να
ανακαλύψουν ένα νέο
τρόπο με τον οποίο οι
εταιρείες θα αυξήσουν
την κερδοφορία τους τη
στιγμή που τα προβλήματα
στην εφοδιαστική
αλυσίδα και το αυξημένο
κόστος δανεισμού έχουν
περιορίσει τις
εκτιμήσεις τους για τη
μελλοντική ανάπτυξη.
«Αν και το μεγαλύτερο
ποσοστό των θετικών
παραγόντων οι οποίοι
οδήγησαν στην αύξηση του
S&P 500 φαίνεται πως
αναστρέφονται λόγω της
μακροοικονομικής
κατάστασης, η πραγματική
πηγή της αισιοδοξίας
λόγω της αύξησης της
παραγωγικότητας μέσω της
χρήσης ΤΝ είναι, πια,
αισθητή στις αγορές»,
τόνισε ο Σνάιντερ,
προσθέτοντας πως «είναι
ξεκάθαρο για τους
επενδυτές
πως οι εταιρείες
τεχνολογίας θα
αποδειχθούν οι άμεσα
κερδισμένες από την
εξέλιξη αυτή. Το κύριο
ερώτημα είναι ποιές
εταιρείες θα βγουν
κερδισμένες σε
μακροπρόθεσμο
επίπεδο. Το 1999 ή το
2000, κατά τη διάρκεια
της ‘φούσκας’ των
εταιρειών αυτών ήταν
πολύ δύσκολο να
φανταστεί κανείς κατά
πόσο το Facebook και
το Uber θα άλλαζαν τη
ζωή μας».
Ο Σνάιντερ συνιστά
επενδύσεις
στους κυκλικούς και
«αμυντικούς» τομείς της
οικονομίας, όπως η
ενέργεια και ο κλάδος
της υγείας, μεταξύ
άλλων.
Σε βραχυπρόθεσμο
επίπεδο, ο αναλυτής
υπογράμμισε πως, σύμφωνα
με τις εκτιμήσεις
του, η Fed έχει
ολοκληρώσει το
μεγαλύτερο κομμάτι της
σύσφιξης της
νομισματικής της
πολιτικής.
«Αναπάντητο, παρ’ όλα
αυτά, παραμένει το
ερώτημα κατά πόσο θα
επηρεαστεί η οικονομία
μας στο εγγύς μέλλον.
Ένα σημείο ανησυχίας
είναι πως οι εταιρείες
του S&P 500 έχουν
αναγκαστεί να
περιορίσουν τις δαπάνες
τους, σύμφωνα με τα
πρόσφατα εταιρικά
δεδομένα τα οποία
δημοσιοποίησαν»,
επεσήμανε ο Σνάιντερ.
«Εάν τα επιτόκια είναι
υψηλά, μία εταιρεία θα
μπορούσε να περιορίσει
την έκδοση χρέους, κάτι
το οποίο θα μειώσει
συνάμα και τα
επιχειρηματικά έξοδα. Εάν
μελετήσουμε την
επαναγορά χρέους των
εταιρειών κατά τη
διάρκεια του α’ τριμήνου
του έτους θα
παρατηρήσουμε πως αυτή
είναι χαμηλότερη κατά
20% σε σχέση με την
αντίστοιχη περσινή
περίοδο, κάτι το οποίο
με τη σειρά του
υποδεικνύει πως δεν
έχουμε ακόμα νιώσει τις
συνολικές επιπτώσεις της
σύσφιξης της
νομισματικής
πολιτικής της Fed».
Πηγή: CNBC, GS |