| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τετάρτη, 00:01 - 29/03/2023

 

Περίληψη: 

Όσο κι αν επικρατεί μεταξύ των πολιτικών το σύνδρομο του Ιράκ, δεν φαίνεται να είναι τόσο διαδεδομένο στο ευρύτερο κοινό. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι δεν είναι τόσο αλλεργικοί στην στρατιωτική βία όσο πιστεύουν οι ηγέτες τους. Στην πραγματικότητα, το κοινό θα συνεχίσει να υποστηρίζει επαρκώς μια στρατιωτική αποστολή, ακόμη και όταν το κόστος της αυξάνεται, υπό την προϋπόθεση ότι ο πόλεμος φαίνεται ότι μπορεί να κερδηθεί.

 

 

---------------------

Μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, μια γενιά ηγετών των ΗΠΑ ανέπτυξε αυτό που έγινε γνωστό ως «σύνδρομο του Βιετνάμ» -μια παθολογική πεποίθηση ότι η δημόσια υποστήριξη για την χρήση βίας ήταν πολύ φευγαλέα και η ισχύς του στρατού των ΗΠΑ πολύ αβέβαιη ώστε να είναι σκόπιμες οι στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Αυτό το σύνδρομο ταλαιπωρούσε την λήψη αποφάσεων στις ΗΠΑ για χρόνια, αλλά από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η δύναμή του είχε αρχίσει να φθίνει. Η ταχεία νίκη των Ηνωμένων Πολιτειών στον Πόλεμο του Κόλπου το 1991 φαινόταν να το διώχνει οριστικά. Αλλά στην πραγματικότητα, η επιτυχία της Επιχείρησης Καταιγίδα της Ερήμου ενίσχυσε την ιδέα ότι το κοινό θα ανεχόταν μόνο σύντομες συγκρούσεις με χαμηλές απώλειες.

Αμερικανοί στρατιώτες αναχωρούν από το Ιράκ, τον Δεκέμβριο του 2011. Mario Tama / Pool / Reuters
 

------------------------------------------------------

Οι ανησυχίες για το σύνδρομο του Βιετνάμ επέστρεψαν καθώς ο πρόεδρος των ΗΠΑ, George W. Bush, προετοιμάστηκε να εισβάλει στο Ιράκ το 2003. Ο Μπους προχώρησε ούτως ή άλλως, και ο πόλεμος που προέκυψε ήταν ο πιο σημαντικός και δαπανηρός που είχαν πραγματοποιήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες από την δεκαετία του 1970. Αν και η εισβολή αρχικά απολάμβανε σημαντική δημόσια υποστήριξη, η δημοτικότητά της μειώθηκε όταν δεν πήγε όπως είχε σχεδιαστεί. Μέσα σε λίγα χρόνια, η κυβέρνηση Μπους αντιμετώπισε την πολύ πραγματική προοπτική της ήττας, και μόνο η πολιτικά αμφιλεγόμενη κίνηση της αλλαγής της στρατηγικής και της αποστολής περισσότερων στρατευμάτων και πόρων στο Ιράκ άλλαξε την τροχιά του πολέμου. Ο Μπους παρέδωσε στον διάδοχό του, τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπαράκ Ομπάμα, έναν πόλεμο στο Ιράκ που ήταν πιο πολλά υποσχόμενος από όσο ήταν το 2006, αλλά απείχε πολύ από τις ρόδινες προπολεμικές προβλέψεις.

Δύο δεκαετίες μετά την αρχική εισβολή, το Ιράκ παραμένει ένα έργο ασφάλειας σε εξέλιξη. Σε σύγκριση με την απόλυτη ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών στο Αφγανιστάν, το αποτέλεσμα της εκστρατείας των ΗΠΑ στο Ιράκ μοιάζει με μέτρια επιτυχία. Ίσως είναι ακόμη δυνατόν να επιτευχθούν ορισμένοι από τους στόχους του πολέμου -ένα Ιράκ που μπορεί να κυβερνηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του και που είναι σύμμαχος στον πόλεμο κατά των τρομοκρατών- αν και με τραγικά υψηλό τίμημα. Αλλά σε σύγκριση με τις προσδοκίες των υποστηρικτών του πολέμου, το Ιράκ μοιάζει με ένα φιάσκο στο καλούπι του Βιετνάμ. Και το σοκ είχε το ίδιο αποτέλεσμα: οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ανέπτυξαν το σύνδρομο του Ιράκ και τώρα πιστεύουν ότι το αμερικανικό κοινό δεν έχει τα κότσια για στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξάγονται σε ξένο έδαφος.

Το σύνδρομο του Ιράκ υποστηρίζει ότι οι Αμερικανοί είναι θυματο-φοβικοί: θα υποστηρίξουν μια στρατιωτική [4] επιχείρηση μόνο εάν το κόστος για την ζωή των Αμερικανών είναι ελάχιστο. Κατά συνέπεια, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ που επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν βία πρέπει να πολεμήσουν όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα και να εγκαταλείψουν γρήγορα τις δεσμεύσεις τους εάν ο αντίπαλος αποδειχθεί ικανός να αντεπιτεθεί και να σκοτώσει στρατιώτες των ΗΠΑ. Η πολιτικά πρόσφορη στάση, σε έναν κόσμο που έχει πληγεί από το σύνδρομο του Ιράκ, είναι μια οιονεί απομονωτική θέση, καθώς το κοινό δεν είναι διατεθειμένο να αναλάβει το κόστος των διαρκών διεθνών δεσμεύσεων.

Όμως, όσο κι αν επικρατεί μεταξύ των πολιτικών, το σύνδρομο του Ιράκ δεν φαίνεται να είναι τόσο διαδεδομένο στο ευρύτερο κοινό. Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι δεν είναι τόσο αλλεργικοί στην στρατιωτική βία όσο πιστεύουν οι ηγέτες τους. Στην πραγματικότητα, το κοινό θα συνεχίσει να υποστηρίζει επαρκώς μια στρατιωτική αποστολή, ακόμη και όταν το κόστος της αυξάνεται, υπό την προϋπόθεση ότι ο πόλεμος φαίνεται ότι μπορεί να κερδηθεί. Αυτό σημαίνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουν μια δέσμευση για την εθνική ασφάλεια μόλις αρχίσει να αυξάνεται το κόστος, υπό την προϋπόθεση ότι οι ηγέτες ακολουθούν μια στρατηγική που θα οδηγήσει στην επιτυχία. Οι ηγέτες θα πρέπει να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στις προοπτικές για καλά αποτελέσματα παρά να προσπαθούν για δεσμεύσεις χωρίς κόστος, ένα αδύνατο πρότυπο που το κοινό δεν το απαιτεί και που μόνο ταλαιπωρεί τις Ηνωμένες Πολιτείες σε έναν επικίνδυνο κόσμο.

ΕΝΑ ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΤΩΝ ΕΛΙΤ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το σύνδρομο του Ιράκ είναι κοινό στους κύκλους χάραξης πολιτικής. Σε καίριες συγκυρίες, οι πρόεδροι των ΗΠΑ απέφυγαν εσκεμμένα να λάβουν αποφάσεις παρόμοιες με εκείνες που ελήφθησαν στο Ιράκ. Ο Ομπάμα απέφυγε την ουσιαστική επέμβαση στον συριακό εμφύλιο πόλεμο, για παράδειγμα, παρά το γεγονός ότι το ανθρωπιστικό κόστος της παραμονής στο περιθώριο αναμφισβήτητα έκανε το κόστος της εισβολής στο Ιράκ να φαίνεται μικρό. Καθυστέρησε επίσης [5] να λάβει δυναμικά μέτρα μέχρι την τελευταία στιγμή κατά του Ισλαμικού Κράτους, ή ISIS, μιας τρομερής τρομοκρατικής οργάνωσης που γρήγορα επισκίασε την Αλ Κάιντα και απείλησε να βυθίσει ολόκληρη τη Μέση Ανατολή στο χάος το 2015 και το 2016.

Ομοίως, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, παρά το γεγονός ότι μίλησε με πολεμικούς όρους για την Βόρεια Κορέα, το Ιράν, και το ISIS, φρόντισε να αποφύγει τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τους δύο πρώτους και να κηρύξει γρήγορα τη νίκη, και στην συνέχεια να περιορίσει τις επιχειρήσεις, εναντίον του τρίτου. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήταν επίσης ευαίσθητος στην κριτική ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ στην Ουκρανία θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια χωρίς τέλος δέσμευση αμερικανικών δυνάμεων «όπως στο Ιράκ», και ήταν σχολαστικός σχετικά με τον περιορισμό της εμπλοκής των ΗΠΑ μόνο στην ανταλλαγή πληροφοριών και στην παροχή όπλων. Σε κάθε πολιτική συζήτηση από τις προεδρικές εκλογές του 2004 και μετά, οι περιστερές είχαν το πλεονέκτημα, πάντα έτοιμες να υποστηρίξουν ότι οποιαδήποτε επίδειξη στρατιωτικής ισχύος εκ μέρους των ΗΠΑ θα μπορούσε να μετατραπεί σε ένα άλλο Ιράκ.

Αλλά αν οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν ξεκάθαρα πληγεί [από το σύνδρομο], υπάρχουν λιγότερες ενδείξεις ότι το ευρύ κοινό έχει κολλήσει το σύνδρομο του Ιράκ. Για αρχή, ακόμη και κατά την διάρκεια του πολέμου στο Ιράκ, το κοινό δεν ήταν φοβικό για τα θύματα. Σε αντίθεση με τις προσδοκίες πολλών, το κοινό των ΗΠΑ έκανε σε μεγάλο βαθμό αιτιολογημένες και εύλογες εκτιμήσεις για τον πόλεμο. Σίγουρα, η δημόσια υποστήριξη μειώθηκε κάπως καθώς αυξανόταν ο αριθμός των νεκρών, αλλά τέτοιες διακυμάνσεις εξαρτήθηκαν περισσότερο από τις προσδοκίες για την τελική έκβαση του πολέμου. Όταν φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να κερδίσουν, το κοινό ήταν πρόθυμο να συνεχίσει τον πόλεμο. Όταν φαινόταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χάσουν, οι απώλειες αποδείχθηκαν πολύ πιο διαβρωτικές για την δημόσια υποστήριξη. Ακόμη και αφότου μετατοπίστηκε η κοινή γνώμη και οι περισσότεροι Αμερικανοί άρχισαν να βλέπουν την εισβολή ως λάθος, δεν υπήρχαν ευρέως διαδεδομένα αιτήματα για απότομη αποχώρηση. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχασε έδρες στις ενδιάμεσες εκλογές του 2006 εν μέρει λόγω του Ιράκ, αλλά ο Μπους ήταν παρ' όλα αυτά σε θέση να συγκεντρώσει επαρκή πολιτική υποστήριξη για να εφαρμόσει την ενίσχυση [των στρατευμάτων].

Το κοινό αποδείχθηκε επίσης εκπληκτικά ανεκτικό στην συνεχιζόμενη στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Ιράκ και το Αφγανιστάν κατά την διάρκεια της θητείας του Ομπάμα. Αν και έκανε εκστρατεία κατά του πολέμου, ο Ομπάμα εγκατέλειψε γρήγορα το σχέδιό του να φύγει αμέσως από το Ιράκ, ακολουθώντας αρχικά το χρονοδιάγραμμα αποχώρησης που είχε σχεδιάσει ο Μπους. Ο Ομπάμα τελικά εγκατέλειψε αυτό το χρονοδιάγραμμα, αποφασίζοντας να φύγει εντελώς από το Ιράκ το 2012 αντί να κρατήσει εκεί μια μικρή δύναμη όπως είχε αρχικά προγραμματιστεί. Αλλά πλήρωσε μόνο ένα μικρό πολιτικό τίμημα όταν αντέστρεψε ξανά πορεία και έστειλε μαχητικά στρατεύματα πίσω στο Ιράκ για να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του ISIS το 2014. Από την πλευρά του, ο Τραμπ δεν αντιμετώπισε ουσιαστική δημόσια πίεση για να σταματήσει την εκστρατεία κατά του ISIS και έλαβε σχετικά λίγη πίστωση από το κοινό για την έναρξη της εξόδου των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αντί να αντιτίθεται αντανακλαστικά στον πόλεμο, το κοινό των ΗΠΑ προβαίνει σε εύλογους συμβιβασμούς όταν αποφασίζει εάν θα υποστηρίξει την χρήση βίας. Δημοσκοπήσεις που έγιναν πριν και μετά τον πόλεμο στο Ιράκ δείχνουν ότι η προθυμία του κοινού να πληρώσει το ανθρώπινο κόστος του πολέμου εξαρτάται τόσο από την σημασία της αποστολής για την ασφάλεια των ΗΠΑ όσο και από την πιθανότητα επιτυχίας της αποστολής. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2021 επαναλάβαμε ένα δημοσκοπικό πείραμα που πραγματοποιήσαμε αρχικά το 2004, το οποίο ρωτούσε τους συμμετέχοντες εάν θα υποστήριζαν μια υποθετική σύγκρουση με βάση τις πληροφορίες που παρείχαν οι Αρχηγοί του Γενικού Επιτελείου. Το 2021, όπως και το 2004, τόσο ο πιθανός αριθμός των θυμάτων όσο και οι προοπτικές επιτυχίας είχαν σημαντικό αντίκτυπο στην υποστήριξη για την υποθετική αποστολή, υποδηλώνοντας ότι το κοινό των ΗΠΑ υιοθετεί μια ορθολογική προσέγγιση για την στάθμιση του κόστους και των ωφελειών από την χρήση στρατιωτικής βίας.

ΕΝΑΣ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ

Η δημοτικότητα του Τραμπ μπορεί να προήλθε εν μέρει από τα εναντίον του Ιράκ αισθήματα εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αλλά ο απομονωτισμός δεν έχει καταλάβει σταθερά το ευρύτερο κοινό, το οποίο παραμένει γενικά σε διεθνιστικό προσανατολισμό, με υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στον στρατό, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλους θεσμούς. Σύμφωνα με μια έρευνα της Gallup του 2023, το 65% των Αμερικανών θεώρησε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα έπρεπε να αναλάβουν ηγετικό ή σημαντικό ρόλο στις παγκόσμιες υποθέσεις -μόνο μια μικρή πτώση από τον Φεβρουάριο του 2001, όταν το 73% των Αμερικανών είχε την ίδια άποψη.

Επιπλέον, το κοινό των ΗΠΑ συνεχίζει να πιστεύει ότι οι ένοπλες δυνάμεις του έθνους είναι εξαιρετικές. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση από την Gallup το 2022, το 51% των Αμερικανών συμφώνησε με την δήλωση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τον ισχυρότερο στρατό στον κόσμο, το ίδιο ποσοστό που συμφωνούσε το 2000. Αν και η λαϊκή εμπιστοσύνη σε σχεδόν κάθε δημόσιο φορέα έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες , η εμπιστοσύνη στον στρατό των ΗΠΑ παραμένει υψηλή. Μια ξεχωριστή δημοσκόπηση της Gallup το 2022 έδειξε ότι το 64% των Αμερικανών έχουν «μεγάλη» ή «πολλή» εμπιστοσύνη στον στρατό των ΗΠΑ. Αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τα επίπεδα εμπιστοσύνης που εξέφρασαν οι Αμερικανοί τα χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά παρόμοιο με τα επίπεδα που εξέφρασαν την δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα υψηλότερο από αυτά που ανέφεραν τις δεκαετίες του 1970 και του 1980.

Ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση της εμπιστοσύνης μεταξύ των Ρεπουμπλικανών, ειδικά μετά τις επιθέσεις του Τραμπ σε ανώτερα στρατιωτικά στελέχη και τους ευρέως διαδεδομένους ισχυρισμούς ότι οι δυνάμεις των ΗΠΑ έχουν «αφυπνιστεί» [στμ: ο όρος “woke” αρχικά αφορούσε την γνώση των αδικιών έναντι των έγχρωμων πολιτών στις ΗΠΑ, αλλά πιο πρόσφατα οι Ρεπουμπλικανοί της τάσης του Τραμπ τον ταυτίζουν ευρύτερα με τους «δικαιωματιστές» της αριστεράς]. Ωστόσο, η συζήτηση μεταξύ «γερακιών» υπέρ της άμυνας και αντιστρατιωτικών απομονωτιστών εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος δεν έχει διευθετηθεί προς όφελος των τελευταίων. Υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι το Ιράκ απομάκρυνε το κοινό των ΗΠΑ από τις διεθνείς υποθέσεις ή ότι υπονόμευσε την εμπιστοσύνη του στην χρήση βίας στο εξωτερικό.

Ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν μια βαθιά αλλαγή για πολλούς που επηρεάστηκαν άμεσα από την σύγκρουση -τόσο εντός όσο και εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά φαίνεται ότι είχε μικρότερο αντίκτυπο στο ευρύτερο κοινό των ΗΠΑ, το οποίο παραμένει σταθερά διεθνιστικό, έχει εμπιστοσύνη στην στρατιωτική ισχύ και τους θεσμούς του έθνους, και μπορεί να κάνει λογικούς συμβιβασμούς μεταξύ του πιθανού κόστους (ιδιαίτερα του ανθρώπινου κόστους) και των δυνητικών ωφελειών της παρέμβασης για την ασφάλεια, καθώς και για την πιθανότητα επιτυχίας.

Οι πολιτικοί που ελπίζουν να κερδίσουν το κοινό με απομονωτικές πλατφόρμες ίσως να στοιχηματίζουν σε ένα χαμένο στοίχημα. Είναι αλήθεια ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ απάντησαν στις απογοητεύσεις στο Ιράκ με παρόμοιο τρόπο με τον οποίον απάντησαν στην αποτυχία στο Βιετνάμ πριν από σχεδόν πέντε δεκαετίες: συνέχισαν να εμπλέκονται σε ενεργές στρατιωτικές επεμβάσεις, αλλά απέφυγαν μεγάλης κλίμακας αναπτύξεις επί του εδάφους. Το σύνδρομο του Ιράκ είναι αναμφίβολα πραγματικό, αλλά μπορεί να γίνει πιο αισθητό μεταξύ των ελίτ παρά στο κοινό. Και όπως οι πρόεδροι των ΗΠΑ, Ronald Reagan και George H. W. Bush, το βρήκαν δυνατό να συσπειρώσουν το κοινό πίσω από στρατιωτικές επεμβάσεις ακόμη και μετά το Βιετνάμ, ο Μπάιντεν ή οι διάδοχοί του ίσως να βρουν το κοινό εξίσου δεκτικό στην πειθώ μετά το Ιράκ. Όσο περισσότερο αλλάζουν τα πράγματα, τόσο περισσότερο μένουν ίδια.

Ο PETER D. FEAVER είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Duke, όπου διευθύνει το Πρόγραμμα στην Αμερικανική Υψηλή Στρατηγική. Είναι ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Thanks for Your Service: The Causes and Consequences of Public Confidence in the Military [1].
Ο CHRISTOPHER GELPI είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάιο. Είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Paying the Human Costs of War: American Public Opinion and Casualties in Military Conflicts [2].
Ο JASON REIFLER είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Έξετερ. Είναι συν-συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Paying the Human Costs of War: American Public Opinion and Casualties in Military Conflicts [3].

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74081/peter-d-feaver-christopher-gelpi-kai-jason-reifler/i-parakseni-ypothesi-toy-%C2%ABsyndromoy-toy-irak%C2%BB?page=show

https://www.foreignaffairs.com/united-states/iraq-war-vietnam-syndrome-leaders

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum