Αξίζει μάλιστα εδώ να
σημειωθεί ότι η JP
Morgan παραδέχεται ότι
άρχισε το 2024 με μια
«ελαφρά», όπως τη
χαρακτηρίζει, θέση
σχετικά με τον ελληνικό
κίνδυνο, τερματίζοντας
μια μακροχρόνια
υπερεπενδεδυμένη
(overweight) θέση στο
χώρο.
«Αν και αυτό αποδείχθηκε
πρόωρη απόφαση εκ μέρους
μας, θεωρούμε ότι οι
αποτιμήσεις δεν αφήνουν
πλέον σχεδόν κανένα
περιθώριο λάθους όσον
αφορά τις
μακροοικονομικές
προοπτικές της Ελλάδας
και την εκτέλεση κάθε
ενός από τα διατυπωμένα
επιχειρηματικά σχέδια
των τραπεζών», αναφέρουν
χαρακτηριστικά οι
αναλυτές της.
Την ίδια ώρα, η JP
Morgan επισημαίνει εκ
των προτέρων ότι παρά
τις εναπομένουσες
διαφορές μεταξύ της
ελληνικής και της
ισπανικής κρατικής
πιστοληπτικής
αξιολόγησης και το
μέγεθος και το εύρος των
αντίστοιχων τραπεζικών
τομέων της χώρας, οι
τέσσερις ελληνικές
τράπεζες
διαπραγματεύονται πλέον
εντός ενός πολύ
περιορισμένου εύρους
τιμών των ισπανικών
τραπεζών δεύτερης
κατηγορίας – ιδίως των
UCAJLN και ABANCA.
Αυτές οι
μακροοικονομικές
διαφορές μεταφράζονται
επίσης στα μεγέθη του
δανειακού χαρτοφυλακίου
και του προφίλ
αξιολογήσεων των εν λόγω
τραπεζών, με αποτέλεσμα
οι ισπανικές τράπεζες να
φαίνεται ότι βρίσκονται
ήδη «στο τέρμα» της
μεσοπρόθεσμης πορείας
των ελληνικών τραπεζών.
Τα ευρήματα της
σύγκρισης
Σύμφωνα με την JP
Morgan, κατά την
προσεκτικότερη
παρατήρηση της ποιότητας
του ενεργητικού, των
κερδών και των
κεφαλαιακών προοπτικών
των τραπεζών,
διαπιστώνεται ότι:
– Οι επιδόσεις σύμφωνα
με τις προοπτικές της
Εθνικής και της Eurobank
για την περίοδο 2024-26
θα δικαιολογούσαν
αποτιμήσεις που θα
παρέμεναν σε κοντινή
απόσταση από τις
επιλεγμένες ισπανικές
UCAJLN και ABANCA,
κυρίως χάρη στις ισχυρές
και βιώσιμες προοπτικές
κεφαλαίου, οι οποίες
παρέχουν προστασία
έναντι τυχόν κινδύνων
στην ποιότητα του
ενεργητικού, καθώς και
οι δύο έχουν
σταθεροποιήσει τους
δείκτες Μη
εξυπηρετούμενων
Ανοιγμάτων (NPE).
– Υπό τις τρέχουσες
μακροοικονομικές
συνθήκες, και pro forma
για τις αναμενόμενες
βραχυπρόθεσμες
βελτιώσεις των
κατευθυντήριων γραμμών
της Eurobank, αναμένεται
ότι τα πιστωτικά προφίλ
της Eurobank και της
Εθνικής θα παραμείνουν
στενά συνδεδεμένα
συνολικά, με την
καλύτερη κλίμακα και
διαφοροποίηση της
Eurobank να
αντισταθμίζεται από την
υψηλότερη κερδοφορία και
κεφαλαιοποίηση της
Εθνικής.
– Τόσο η Alpha Bank όσο
και η Πειραιώς θα πρέπει
να συνεχίσουν την αύξηση
των spreads με τις δύο
ισπανικές τράπεζες.
Εκτός του ότι
υπολείπονται σε κλίμακα
και προφίλ αξιολόγησης,
η JP Morgan βλέπει ότι η
Alpha Bank επιπλέον
συνεχίζει να υπολείπεται
τόσο των άλλων ελληνικών
τραπεζών, όσο και των
ισπανικών στις
προοπτικές ποιότητας του
ενεργητικού, ενώ οι
προοπτικές φερεγγυότητας
της Πειραιώς παραμένουν
στο χαμηλότερο σημείο
των ισπανικών τραπεζών
σήμερα. Τα
Σε αυτό το πλαίσιο, η JP
Morgan βλέπει ότι η βάση
μεταξύ Alpha Bank και
Πειραιώς μπορεί να
συνεχίσει να μειώνεται,
δεδομένων των ανώτερων
στόχων μείωσης κινδύνου
της Πειραιώς, της
δυνητικά προγενέστερης
μείωσης των απαιτήσεων
P2R και του ισχυρού
ιστορικού υλοποίησης με
πιο συντηρητικές
παραδοχές κερδών.
Συνοψίζοντας, με βάση
τις εκτιμήσεις για το
μέγεθος και το προφίλ
των αξιολογήσεων, οι
ισπανικές τράπεζες
φαίνεται να βρίσκονται
ήδη «στη γραμμή
τερματισμού» σε σχέση με
την πορεία που έχουν
χαράξει οι ελληνικές
τράπεζες, γεγονός που
υποδηλώνει με μια πρώτη
ματιά ότι με ελάχιστο
περιθώριο κέρδους έναντι
των δύο ισπανικών, οι
ευκαιρίες των ελληνικών
τραπεζών μπορεί πράγματι
να είναι ήδη «πλήρως
αποτιμημένες», αναφέρει
η JP Morgan.
Εξυγίανση της ποιότητας
των ισολογισμών:
μετάβαση σε cruise
control
Χάρη στη σημαντική
επιτυχία του
προγράμματος
τιτλοποίησης «Ηρακλής»
της Ελλάδας, οι
ισολογισμοί των
ελληνικών τραπεζών έχουν
σαφώς διανύσει πολύ
δρόμο, με τους δείκτες
NPE να είναι πλέον
συγκρίσιμοι με τους
ευρύτερους μέσους όρους
του κλάδου και να
βρίσκονται άνετα εντός
του εύρους που ορίζουν
τα τρέχοντα υπόλοιπα NPA
των επιλεγμένων
ισπανικών τραπεζών.
Όσον αφορά το μέλλον,
όλες οι τράπεζες εκτός
από την Eurobank
στοχεύουν σε περαιτέρω
μείωση των NPEs ως
ποσοστό του
χαρτοφυλακίου δανείων
κατά την περίοδο του
προγράμματος, κατά
περίπου ~80 μ.β. η
καθεμία.
Η Πειραιώς ξεχωρίζει ως
η πιο φιλόδοξη στους
στόχους της, ενώ η Alpha
Bank συνεχίζει να
υστερεί, απογοητεύοντας
όχι μόνο τους στόχους
της για τα ακαθάριστα
υπόλοιπα, αλλά και σε
καθαρούς όρους, όπως
υποδηλώνει ο στόχος
κάλυψης ~60% έως το 2026
(έναντι ≥80% των
ομολόγων).
Ωστόσο, δεδομένου του
πόσο χαμηλά είναι αυτά
τα απόλυτα υπόλοιπα
σήμερα, το συνεπαγόμενο
επίπεδο ενεργού
απορρόφησης που
επιδιώκουν και οι
τέσσερις τράπεζες είναι
πολύ περιορισμένο, κατά
την JP Morgan. Εκτιμά,
για παράδειγμα, ότι η
επέκταση του
χαρτοφυλακίου
εξυπηρετούμενων δανείων
σύμφωνα με τους στόχους
για τα εξυπηρετούμενα
δάνεια, θα έφερνε την
Eurobank και την Εθνική
πολύ μέσα στους
τρέχοντες στόχους (2,5%
και 2,7%, αντίστοιχα),
και την Alpha Bank και
την Πειραιώς σε καλό
δρόμο (σε ~4,1% και
~3,0% αντίστοιχα).
Η παρατήρηση αυτή
ευθυγραμμίζεται επίσης
με την έλλειψη σαφούς
περαιτέρω αγωγού
συναλλαγών μείωσης
κινδύνου για οποιαδήποτε
από τις τέσσερις
τράπεζες, με την Alpha
Bank και την Πειραιώς να
κρατούν μόνο ρητορικά
την πόρτα ανοιχτή για
ευκαιρίες που μπορεί να
προκύψουν εντός των
περιορισμών της
προγραμματισμένης
πορείας των κεφαλαίων
τους.
Αν και δεν αποτελεί από
μόνη της αρνητική
παρατήρηση, το
«μισοάδειο ποτήρι» που
προκύπτει είναι ότι με
την ενεργητική μείωση
του κινδύνου να μην
αποτελεί πλέον
προτεραιότητα, οι
ελληνικές τράπεζες είναι
τώρα πιο πιθανό να
βιώσουν κάποια
επιδείνωση των δανειακών
τους βιβλίων σε έναν
κύκλο σοβαρής πιστωτικής
διόρθωσης, δεδομένης της
έλλειψης
αντισταθμιστικού αγωγού
ανόργανης μείωσης του
κινδύνου.
Στο σημείο αυτό, η JP
Morgan φέρνει το
παράδειγμα ότι κατά τη
σύγκριση της σύνθεσης
του χαρτοφυλακίου των
εξυπηρετούμενων δανείων,
και οι τέσσερις
ελληνικές τράπεζες έχουν
αισθητά υψηλότερα
μερίδια επιχειρηματικών
δανείων και χαμηλότερα
μερίδια στεγαστικών
δανείων λιανικής από τις
ισπανικές τράπεζες, με
την αναμενόμενη επέκταση
του χαρτοφυλακίου
δανείων να καθοδηγείται
σε μεγάλο βαθμό από τις
πρώτες κατά την περίοδο
24-26, παράλληλα με την
αμελητέα ή και αρνητική
αύξηση των στεγαστικών
δανείων.
Συνεπώς, η συνολική
ευπάθεια σε
επαναλαμβανόμενες
εισροές μη
εξυπηρετούμενων
ανοιγμάτων σε έναν κύκλο
διόρθωσης είναι πιθανό
να παραμείνει υψηλότερη,
κατά την JP Morgan.
Ως εκ τούτου, αν όλα
πάνε καλά, η Πειραιώς
μπορεί να συνεχίσει να
εντυπωσιάζει και η Alpha
Bank να συνεχίζει να
υστερεί μεταξύ των
τεσσάρων ελληνικών
τραπεζών. Υπό αυτές τις
συνθήκες, και
λαμβάνοντας υπόψη την
πρόσφατη δυναμική των
ισπανικών τραπεζών στην
επίτευξη κερδοφόρων
πωλήσεων κατασχεθέντων
περιουσιακών στοιχείων,
η ποιότητα του
ενεργητικού για τις
ελληνικές τράπεζες στο
σύνολό τους είναι επίσης
πιθανό να παραμείνει
συγκρίσιμη με την UCAJLN
και την ABANCA.
Ωστόσο, με το «κάλυμμα»
της ενεργού μείωσης του
κινδύνου να εξαλείφεται,
η ευπάθεια των ελληνικών
τραπεζών σε έναν κύκλο
διόρθωσης θα παραμείνει
υψηλότερη από ό,τι έχει
συμβεί σε πρόσφατους
κύκλους, και κατά πάσα
πιθανότητα θα είναι
επίσης υψηλότερη από τις
ισπανικές ομοειδείς
τράπεζες, δεδομένης της
σύνθεσης του
χαρτοφυλακίου των
εξυπηρετούμενων δανείων,
γεγονός που σημαίνει
ότι, ceteris paribus,
μια βάση θα πρέπει στην
πραγματικότητα να
παραμείνει εδώ μεταξύ
των δύο ομάδων τραπεζών.
Κέρδη: Τα καλύτερα
σχέδια
Με βάση τα παραπάνω, το
σημείο στο οποίο η JP
Morgan βλέπει ότι οι
ελληνικές τράπεζες
μπορούν ενδεχομένως να
αντισταθμίσουν αυτόν τον
κίνδυνο είναι οι ισχυρές
προοπτικές κερδών και η
μετατροπή τους σε
κεφαλαιακές προοπτικές.
Πρωτίστως, εξετάζοντας
τις εκτιμήσεις των
κλάδων παρατηρεί κανείς
ότι και για τα τέσσερα
ελληνικά ιδρύματα, η
καθοδήγηση για το 2026
αφορά τουλάχιστον την
πλήρη διατήρηση της
μέγιστης ικανότητας
κερδών του 2024 μέχρι το
τέλος της περιόδου έως
το 2026. Στο σημείο αυτό
η JP Morgan
επαναλαμβάνει ότι οι
προοπτικές κερδών των
τραπεζών της περιφέρειας
υποστηρίζονται από το
συγκρατημένο κόστος
κινδύνου, τα χαμηλά beta
καταθέσεων, τη μέτρια
αύξηση των δανείων και
την επέκταση των εσόδων
από αμοιβές. Μέχρι
στιγμής όμως μόνο στην
Ιταλία έχει επιβεβαιωθεί
αυτό.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι
παραδοχές για την
επέκταση των δανείων
φαίνεται να είναι το
κλειδί εδώ – με ~5,2%
για τα έτη 24-26, μια
αύξηση σε σχέση με το
CAGR του 3% για τα έτη
22-23, ενώ τόσο η Εθνική
όσο και η Πειραιώς
αναμένουν μια σχετική
επιβράδυνση κατά τη
διάρκεια της περιόδου
χαμηλών επιτοκίων, μετά
την πανδημία (και πάλι η
Eurobank ενσωματώνει την
επίδραση του στατικού
ισολογισμού από την
εξαγορά της Ελληνικής
Τράπεζας).
Κεφάλαιο: Αποδόσεις των
μετόχων ανώτατο όριο
πιστωτών
Για να μεταφράσει τα
παραπάνω σε πιο σταθερές
πιστωτικές επιπτώσεις, η
JP Morgan στρέφεται
τελικά στις κεφαλαιακές
εκτιμήσεις.
Ως πρώτη παρατήρηση, θα
παρατηρήσει κανείς ότι,
παρά την προαναφερθείσα
κατευθυνόμενη διατήρηση
της υψηλής οργανικής
δημιουργίας κεφαλαίων,
μόνο η Alpha Bank και η
Πειραιώς οδηγούν σε αυτό
που μεταφράζεται σε
συνολική αύξηση του
CET1, λόγω των
επιστροφών στους
μετόχους, της οργανικής
και ανόργανης επέκτασης
των RWA και των
εναπομενόντων
ρυθμιστικών καλύψεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι
κεφαλαιακές προοπτικές
της Εθνικής παραμένουν
κατά πολύ υψηλότερες και
από τους τρεις εγχώριους
ομολόγους της σε
τρέχουσα και pro forma
βάση, και μάλιστα και
από τις δύο ισπανικές
τράπεζες.
Εν τω μεταξύ, ενώ και οι
τρεις υπόλοιπες τράπεζες
εκφράζουν τις προοπτικές
των κεφαλαίων τους και
του ευρύτερου
επιχειρηματικού τους
σχεδίου με την ορολογία
«μεγαλύτερο από», η JP
Morgan θεωρεί ότι η
Eurobank προσφέρει τον
πιο απτό βραχυπρόθεσμο
καταλύτη, δηλαδή την
πρόσφατη αύξηση της
συμμετοχής της στην
Ελληνική Τράπεζα. Αν και
το επιχειρηματικό σχέδιο
του ’24-26 λαμβάνει
υπόψη την επίπτωση της
επικείμενης ενοποίησης
της κυπριακής τράπεζες
στις καταστάσεις του
Ομίλου, επί του παρόντος
το κάνει σε «στατική»
βάση ισολογισμού, χωρίς
να υποθέτει συνέργειες
εσόδων ή κόστους, και
χωρίς να λαμβάνει υπόψη
το ενδεχόμενο αύξησης
του σημερινού ποσοστού
της τράπεζας προς το
100%. Η JP Morgan
πιστεύει ότι μια
επανεκτίμηση αυτού στο
2ο εξάμηνο είναι πιθανό
να σπάσει την τρέχουσα
«ισοπαλία» της τράπεζας
με τις προαναφερθείσες
κεφαλαιακές προοπτικές
της Alpha Bank.
Ως εκ τούτου, βλέπει ότι
οι πορείες πλεονάζοντος
κεφαλαίου της Eurobank
και της Εθνικής
παραμένουν σε
ευθυγράμμιση και ακόμη
και μπροστά από αυτές
της UCAJLN κατά την
περίοδο των εκτιμήσεων,
παρέχοντας ένα άνετο
αντιστάθμισμα στις
παραπάνω εκτιμήσεις για
το μέγεθος, την
αξιολόγηση και την
ποιότητα του
ενεργητικού, καθώς και
σε τυχόν καθοδικούς
κινδύνους για τις
παραδοχές που διέπουν
τις εξεταζόμενες πορείες
κερδών.
Όσον αφορά τις άλλες δύο
τράπεζες, παρόλο που οι
κεφαλαιακές προοπτικές
της Πειραιώς φαίνεται να
υστερούν σε σχέση με
τους ομολόγους της και
να ανταποκρίνονται μόνο
στα τρέχοντα ισπανικά
επίπεδα πλεοναζόντων
κεφαλαίων σε μια
προοπτική βάσης, η JP
Morgan θεωρεί ότι είναι
πιο άνετη όσον αφορά τη
βιωσιμότητα των
προοπτικών πλεοναζόντων
κεφαλαίων της από ό,τι η
πλησιέστερη ομότιμη
Alpha Bank, για τρεις
λόγους: 1) το σταθερό
ιστορικό «beat and
raise» β) την πραγματική
δυνατότητα μιας
βραχυπρόθεσμης μείωσης
των απαιτήσεων P2R για
ευθυγράμμιση με το
Eurobank/ETE στο 2,75%
(3% σήμερα), ως
αντανάκλαση της
ταχύτερης προόδου
μείωσης του κινδύνου,
και γ) το σχετικά πιο
συντηρητικό όριο
διανομής της σε σχέση με
την Alpha Bank
Οι 3 προϋποθέσεις
Με βάση τα παραπάνω, η
JP Morgan καταλήγει σε 3
βασικά συμπεράσματα
«δίκαιης αξίας» για τις
ελληνικές τράπεζες:
1. Παρά τις διαφορές στο
κράτος, το πεδίο
εφαρμογής και την
αξιολόγηση, οι επιδόσεις
σύμφωνα με την πορεία
της Εθνικής και της
Eurobank για την περίοδο
24-26 θα δικαιολογούσαν
αποτιμήσεις σε κοντινή
απόσταση από τις
επιλεγμένες ισπανικές
συγκρίσεις μεσαίας
κατηγορίας, UCAJLN και
ABANCA, κυρίως χάρη στις
ισχυρές και βιώσιμες
προοπτικές κεφαλαίου, οι
οποίες παρέχουν
προστασία έναντι τυχόν
κινδύνων από την
ποιότητα του
ενεργητικού.
2. Υπό τις τρέχουσες
μακροοικονομικές
συνθήκες, και pro forma
για τις αναμενόμενες
βραχυπρόθεσμες
βελτιώσεις στο guidance
της Eurobank, αναμένεται
ότι τα πιστωτικά προφίλ
της Eurobank και της
Εθνικής θα παραμείνουν
στενά συνδεδεμένα
συνολικά, με την
καλύτερη κλίμακα και
διαφοροποίηση της
Eurobank να
αντισταθμίζεται από την
υψηλότερη κερδοφορία και
κεφαλαιοποίηση της
Εθνικής.
3. Τόσο η Alpha Bank όσο
και η Πειραιώς θα πρέπει
να συνεχίσουν να
προσφέρουν σημαντική
αύξηση των περιθωρίων
έναντι των δύο ισπανικών
τραπεζών. Εκτός του ότι
υπολείπονται σε κλίμακα
και προφίλ αξιολόγησης,
η JP Morgan βλέπουμε ότι
η Alpha Bank επιπλέον
συνεχίζει να υστερεί
τόσο από τις ελληνικές
όσο και από τις
ισπανικές συγκρίσεις της
στις προοπτικές
ποιότητας του
ενεργητικού- ενώ οι
προοπτικές φερεγγυότητας
της Πειραιώς βάσει του
περιγραφέντος
επιχειρηματικού της
σχεδίου παραμένουν στο
χαμηλότερο άκρο των
ισπανικών τραπεζών
σήμερα. |