Τρεις βασικοί παράγοντες
εξηγούν αυτή τη
συνεχιζόμενη
υπεραπόδοση, κατά την
άποψη της JP Morgan:
1) η ζήτηση για ελληνικά
περιουσιακά στοιχεία
είναι υψηλή, όπως
αντικατοπτρίζεται στις
πρόσφατες συναλλαγές
στην αγορά, με ανοδικές
μακροοικονομικές
προοπτικές, χαμηλό
εγχώριο πολιτικό κίνδυνο
και θετικούς καταλύτες.
2) Οι συναινετικές
προσδοκίες για τα κέρδη
ανά μετοχή (EPS) για τις
τράπεζες συνεχίζουν να
φθάνουν υψηλότερα από
ένα χαμηλό σημείο
εκκίνησης (+12% κατά
μέσο όρο το 2024).
3) Οι ελληνικές τράπεζες
εμφανίζονται ~40%
φθηνότερες από τις
αντίστοιχες της CEEMEA
(Κεντρική και Ανατολή
Ευρώπη, Μέση Ανατολή και
Αφρική), το πιο σχετικό
σημείο αναφοράς από τη
σκοπιά του δείκτη, το
οποίο η JP Morgan θεωρεί
σημαντικό παράγοντα
τεχνικής υποστήριξης για
τον κλάδο σε σχέση με
τις αποτιμήσεις των
ευρωπαϊκών τραπεζών
μεσοπρόθεσμα.
Ουσιαστικά, οι
περισσότερες από τις
συνομιλίες της JP Morgan
με τους επενδυτές
επικεντρώνονται στην
ευαισθησία των τραπεζών
στα επιτόκια, στις
προοπτικές καθαρής
πιστωτικής ανάπτυξης και
στην έκταση της
δυνατότητας επιστροφής
κεφαλαίου. Οι
ανακοινώσεις καθοδήγησης
για το 2024-2026 (με την
Πειραιώς να αναμένεται
να ανακοινώσει στις 14
Φεβρουαρίου), οι
πωλήσεις των υπολοίπων
μεριδίων του Ταμείου
Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας και η
απόφαση του SSM για τη
διανομή μερίσματος του
2023 μαζί με την
επικοινωνία των τραπεζών
σχετικά με τη μελλοντική
απόδοση κεφαλαίου θα
είναι καθοριστικής
σημασίας για την απόδοση
των μετοχών, κατά την JP
Morgan.
|