Αποπληρωμές 25 δισ.
«Οποιος μπορεί προτιμάει
να μην έχει έκθεση σε
δανεισμό», σημειώνουν
χαρακτηριστικά τραπεζικά
στελέχη από τον χώρο του
corporate banking και
σύμφωνα με στοιχεία από
τις τράπεζες οι
αποπληρωμές δανείων
έχουν σπάσει τα κοντέρ
το α΄ τρίμηνο του έτους,
καταρρίπτοντας ακόμη και
τα υψηλά επίπεδα
αποπληρωμών που
παρατηρήθηκαν το 2022
και τα οποία προσέγγισαν
τα 25 δισ. ευρώ σε
σύνολο 33 δισ. ευρώ νέων
εκταμιεύσεων. «Το 2023
έχει ξεκινήσει δύσκολα
και δεν θα με εξέπληττε
ακόμη κι αν καταλήγαμε
σε αρνητική πιστωτική
επέκταση», σημειώνουν
χαρακτηριστικά αρμόδια
τραπεζικά στελέχη
παρατηρώντας πως, παρά
το γεγονός ότι προς το
παρόν δεν παρατηρείται
ακύρωση μεγάλων
επενδυτικών projects,
«όσο ακριβαίνει το χρήμα
κάποια επενδυτικά πλάνα
δεν θα βγαίνουν». «Η
αγορά το α΄ τρίμηνο
δείχνει εξαιρετικά
ρηχή», υπογραμμίζουν,
διαβλέποντας ουσιαστικά
ότι η περιοριστική
νομισματική πολιτική
αρχίζει και δείχνει τα
δόντια της στην
πραγματική οικονομία.
Οι υψηλές αποπληρωμές
αντισταθμίζουν, σύμφωνα
με στοιχεία της «Κ», τις
νέες χρηματοδοτήσεις και
σύμφωνα με αρμόδια
τραπεζικά στελέχη
δημιουργούν
προβληματισμό για την
επίτευξη των στόχων για
ουσιαστική πιστωτική
επέκταση που έχουν θέσει
οι τράπεζες για το 2023
εν μέσω του ρευστού
πολιτικού σκηνικού που
δημιουργεί η προσφυγή
στις κάλπες. Οι αιτίες
αποδίδονται:
1. Στην άνοδο των
επιτοκίων που εκτινάσσει
το κόστος δανεισμού των
επιχειρήσεων και δη των
μικρομεσαίων και μικρών,
που δεν έχουν πρόσβαση
στα φθηνά δάνεια του
Ταμείου Ανάκαμψης. Τα
επιτόκια δανεισμού των
επιχειρήσεων μετά την
άνοδο του euribor στο
3%, ξεκινούν σήμερα από
το 5% για μια υγιή
μικρομεσαία επιχείρηση
και κλιμακώνονται στο 8%
για τις μικρότερες
επιχειρήσεις. Μια
εταιρεία θεωρείται
υπερδανεισμένη εάν το
χρέος της ξεπερνάει τις
6 φορές το EBITDA,
εξηγούν στελέχη από τον
χώρο του corporate
banking, εάν όμως το
κόστος δανεισμού έχει
πάει 3 φορές πάνω, τότε
αυτό το κριτήριο
δυσκολεύει την πρόσβαση
στη χρηματοδότηση από
σημαντική μερίδα
επιχειρήσεων.
2. Στη μείωση των τιμών
σε πρώτες ύλες το α΄
τρίμηνο του έτους σε
σχέση με το αντίστοιχο
περυσινό διάστημα, που
έχει φρενάρει τις
ανάγκες για κεφάλαια
κίνησης. Εντονο είναι το
φαινόμενο οι μικρές
επιχειρήσεις να κλείνουν
πιστωτικές γραμμές που
δεν αξιοποιούν,
περιορίζοντας την έκθεσή
τους σε δανεισμό.
3. Στην υψηλή ρευστότητα
που υπάρχει σε βασικούς
κλάδους της οικονομίας,
όπως η ενέργεια και
κυρίως η ναυτιλία, που
οδηγεί σε κλείσιμο
θέσεων υφιστάμενου
δανεισμού ακόμη και με
προπληρωμές δανείων.
Αντίθετα στον τουρισμό
δεν παρατηρείται αυτό το
φαινόμενο, καθώς η
ρευστότητα
χρησιμοποιείται για την
κάλυψη των αναγκών της
νέας χρονιάς.
4. Στην ωρίμανση των
δανείων που δόθηκαν κατά
τη διάρκεια της
πανδημικής κρίσης,
κυρίως μέσω της
Ελληνικής Αναπτυξιακής
Τράπεζας και τα οποία
κλείνουν σταδιακά τον
κύκλο της 5ετούς
διάρκειας και αρχίζουν
να αποπληρώνονται μαζικά
προκειμένου να μην
υποστούν την επιβάρυνση
του αυξημένου κόστους
εξυπηρέτησης. «Πρόκειται
για έναν σημαντικό όγκο
δανείων που δεν μπορούν
να αναχρηματοδοτηθούν»
και τα οποία αποτελούν
μια βασική κατηγορία
αποπληρωμών», εξηγούν
τραπεζικά στελέχη.
5. Στη χρηματοοικονομική
αναταραχή που εφόσον
συνεχιστεί μπορεί να
συσφίγξει τα ούτως ή
άλλως αυστηρά
πιστοδοτικά κριτήρια από
την πλευρά των τραπεζών
και τέλος, στην πολιτική
αβεβαιότητα στη χώρα
μας, που αναστέλλει την
επενδυτική διάθεση
κυρίως από την πλευρά
των επιχειρήσεων. «Η
ψυχολογία που
καταγράφεται το α΄
τρίμηνο δεν έχει καμία
σχέση με το περυσινό
τρίμηνο», σημειώνουν
χαρακτηριστικά τραπεζικά
στελέχη από τις επαφές
τους με στελέχη
επιχειρήσεων,
παρατηρώντας ότι η
πρόσφατη αναταραχή στις
αγορές προκαλεί
δυσπιστία για το μέλλον,
η οποία εντείνεται στη
χώρα μας, με βασικό
ζητούμενο το κατά πόσο
οι εκλογές θα αναδείξουν
σταθερή κυβέρνηση.
Μοναδική διέξοδος
Σταθερή πηγή διοχέτευσης
ρευστότητας για το 2023
αποτελεί το Ταμείο
Ανάκαμψης, που συνεχίζει
να τραβάει πόρους, αλλά
απευθύνεται κυρίως σε
μεγάλες επιχειρήσεις με
επενδυτικά σχέδια άνω
των 5 ή των 10 εκατ.
ευρώ, επισημαίνουν
αρμόδια τραπεζικά
στελέχη, υπογραμμίζοντας
ότι η εμπειρία δείχνει
ότι το πρόγραμμα είναι
βαρύ για μικρότερες
επιχειρήσεις, οι οποίες
στρέφονται κυρίως στον
αναπτυξιακό νόμο ή το
ΕΣΠΑ, που μόλις ξεκίνησε
και τα αποτελέσματά του
δεν έχουν φανεί ακόμη.
Στα ύψη οι δόσεις των
στεγαστικών
Οι εκτιμήσεις για την
περαιτέρω άνοδο των
επιτοκίων δείχνουν
«αυτοσυγκράτηση» από την
πλευρά της Κεντρικής
Τράπεζας στο επίπεδο του
3,30% έως τα τέλη του
χρόνου και με την
προϋπόθεση πάντα της
τιθάσευσης του
πληθωρισμού. Πρόκειται
για μετριοπαθέστερη
εκτίμηση σε σχέση με την
πρόβλεψη για άνοδο των
επιτοκίων έως και το 4%
στο τέλος του 2023, που
κυριαρχούσε πριν από
έναν περίπου μήνα, πριν
δηλαδή την εκδήλωση της
κρίσης στις αμερικανικές
τράπεζες και την
κατάρρευση της Credit
Suisse. Ηδη όμως οι
επιπτώσεις είναι ορατές
στην οικονομία και το
ερώτημα είναι εάν θα
παγιωθούν ως κυρίαρχη
τάση τους προσεχείς
μήνες. Εκτός από την
αποστροφή στον δανεισμό,
έντονη είναι η ανησυχία
για την αύξηση των
κόκκινων δανείων, κυρίως
από την πλευρά των
νοικοκυριών. Ο
προβληματισμός
κυριάρχησε στη συνάντηση
που είχε ο υπουργός
Οικονομικών Χρήστος
Σταϊκούρας με τις
διοικήσεις των τραπεζών
την εβδομάδα που μας
πέρασε και παρά το
γεγονός ότι μέχρι
στιγμής δεν προκύπτει
ότι υπάρχουν εισροές
νέων κόκκινων δανείων,
κάτι τέτοιο δεν μπορεί
να αποκλειστεί στο άμεσο
μέλλον, λόγω της μείωσης
του διαθέσιμου
εισοδήματος που προκαλεί
η επιμονή του
πληθωρισμού. Κοινός
τόπος μεταξύ τραπεζών
και υπουργείου
Οικονομικών ήταν ο
προβληματισμός για την
επιβάρυνση των
νοικοκυριών λόγω της
σημαντικής ανόδου των
επιτοκίων, που έχει
εκτινάξει τις δόσεις των
στεγαστικών δανείων κατά
μέσο όρο από 150 έως 200
ευρώ τον μήνα από τον
περασμένο Ιούλιο, οπότε
και ξεκίνησε η άνοδος
των επιτοκίων από την
ΕΚΤ. Είναι
χαρακτηριστικό ότι για
ένα δάνειο 100.000 ευρώ
με περιθώριο 2,5%
(τελικό επιτόκιο σήμερα
5,5%) και διάρκεια
αποπληρωμής τα 20
χρόνια, η δόση πέρυσι
τέτοιο καιρό ήταν 535
ευρώ τον μήνα και σήμερα
διαμορφώνεται στα 695
ευρώ.
Πηγή: Money Review |