| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τρίτη, 00:01 - 09/05/2023

 

Περίληψη: 

Για να ξαναχτίσουν την λαϊκή υποστήριξη στον φιλελεύθερο διεθνισμό, οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την σχέση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Πρέπει να το κάνουν αυτό επανασυνδέοντας τις διεθνείς πολιτικές τους με αναγνωρίσιμα οφέλη στο εσωτερικό για τις εργαζόμενες οικογένειες

 

 

.

------------------

Στα χρόνια αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ψηφοφόροι τόσο της αριστεράς όσο και της δεξιάς στις Δυτικές χώρες υποστήριξαν τον φιλελεύθερο διεθνισμό. Βρήκαν κοινή αιτία στην υποστήριξή τους σε πολιτικές που επεδίωκαν την επέκταση του διεθνούς εμπορίου και της συνεργασίας και την αποτροπή της εξάπλωσης του κομμουνισμού. Για δεκαετίες, αυτό το «ζωτικό κέντρο», όπως το ονόμασε ο ιστορικός του Χάρβαρντ, Arthur Schlesinger, Jr, άντεχε. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, μια αντίδραση κατά της παγκοσμιοποίησης είδε την υποστήριξη των Δυτικών ψηφοφόρων προς τα κόμματα που τάσσονται υπέρ της απελευθέρωσης του εμπορίου και της πολυμερούς συνεργασίας να μειώνεται σχεδόν κατά 50%. Η βρετανική ψήφος υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η εκλογή του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, αμφότερες το 2016, συμβόλισαν περίφημα αυτή τη μεταβολή.

 

Διαδηλωτές που ζητούν την επανένταξη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Λονδίνο, τον Οκτώβριο του 2022. Henry Nicholls / Reuters
 

---------------------------------------------------------------

Η τρέχουσα φάση της αντι-παγκοσμιοποίησης στην Δύση γεννήθηκε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το σπάσιμο του μεταπολεμικού συμβιβασμού μεταξύ του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και της σοσιαλδημοκρατίας. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου [2], τα πολιτικά κόμματα σε όλη την Δύση -αριστερά και δεξιά- ήταν ενωμένα στην δέσμευσή τους να καταπολεμήσουν την απειλή του κομμουνισμού. Στο εσωτερικό μέτωπο, διατήρησαν μια ευρεία συναίνεση υπέρ της διατήρησης των κρατών πρόνοιας. Ωστόσο, όταν η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε, η πολιτική της Δύσης άλλαξε. Η εξωτερική πολιτική δεν επικεντρωνόταν πλέον στην απειλή από την Ανατολή. Ο πολιτικός λόγος προχώρησε, και νέες στρατηγικές ανάπτυξης διαμορφώθηκαν σε έναν κόσμο χωρίς συγκρούσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Η απελευθέρωση των αγορών και η ανατροπή της κοινωνικής προστασίας για την προώθηση της παγκοσμιοποίησης διάβρωσαν την παραγωγή και δημιούργησαν ένα κλίμα οικονομικής ανασφάλειας. Καθώς οι ψηφοφόροι έχαναν την οικονομική τους ασφάλεια και την αίσθηση της εθνικής τους αυτονομίας, γίνονταν όλο και πιο δεκτικοί στις εκκλήσεις από κόμματα των άκρων.

Η επιτυχία των αντι-παγκοσμιοποιητών έχει αποδειχθεί δαπανηρή για την Δύση, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Στο εσωτερικό, ένα κατακερματισμένο εκλογικό σώμα έχει καταστήσει δύσκολο για τις κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν την δύναμη και την εξουσία που απαιτείται για να κυβερνήσουν σε πολλές χώρες, όπως η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία, η Ισπανία, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η αποτυχία έχει τροφοδοτήσει την δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, η οποία, με την σειρά της, οδηγεί σε μεγαλύτερη πολιτική αστάθεια και δυσλειτουργία. Σε διεθνές επίπεδο, αυτός ο κατακερματισμός έχει αποδυναμώσει την υποστήριξη των Δυτικών προτεραιοτήτων στους πολυμερείς θεσμούς και έχει τροφοδοτήσει τις αμφιβολίες σχετικά με τα οφέλη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι πρώτες ελπίδες ότι η ενιαία αντίδραση των Δυτικών δημοκρατιών στον πόλεμο του Ρώσου προέδρου, Βλαντιμίρ Πούτιν, στην Ουκρανία [3] θα βοηθούσε να σπάσει ο αντι-παγκοσμιοποιητικός πυρετός δεν εκπληρώθηκαν. Αντιθέτως, μετά την εισβολή, οι αντι-παγκοσμιοποιητές έχουν εισχωρήσει βαθύτερα στην Γαλλία, την Ιταλία, την Σουηδία, και αλλού. Εν τω μεταξύ, η πιθανότητα να επιστρέψει ο Τραμπ στον Λευκό Οίκο το 2025 εξακολουθεί να υφίσταται.

Αν οι Δυτικές κυβερνήσεις ελπίζουν να τιθασεύσουν τα αντι-παγκοσμιοποιητικά πάθη που ταλανίζουν τις κοινωνίες τους, θα πρέπει να αποκαταστήσουν την ισορροπία μεταξύ του να παραμείνουν ανοιχτές στον κόσμο και της διασφάλισης της οικονομικής ασφάλειας στο εσωτερικό. Η ιστορία δεν είναι ο οδηγός που πολλοί νομίζουν ότι είναι. Η εσωστρέφεια ή η επανάληψη του Ψυχρού Πολέμου δεν θα επιλύσουν αυτό το πρόβλημα. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση για την αναζωογόνηση του κέντρου.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΤΑΡΡΕΟΥΝ

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η δεδηλωμένη δέσμευση των Δυτικών ηγετών για μια φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη κέρδισε σημαντική εκλογική υποστήριξη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες [4], ο φιλελεύθερος διεθνισμός υποστηρίχθηκε τόσο από τους Δημοκρατικούς όσο και από τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους, καθώς και από σημαντικά τμήματα των επιχειρήσεων, των εργαζομένων, και της γεωργίας. Στην Ευρώπη, οι ψηφοφόροι όλου του φάσματος τάχθηκαν υπέρ στενότερων οικονομικών δεσμών και δεσμών ασφαλείας με τους γείτονές τους, καθώς και με την Ουάσινγκτον. Στην Ιαπωνία, το κυβερνών Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα υποστήριξε επίσης τον φιλελεύθερο διεθνισμό, συνδέοντας πρόθυμα την ασφάλειά του με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ταυτόχρονα βασιζόταν στην κατευθυνόμενη από το κράτος ανάπτυξη, η οποία εξασφάλιζε την υποστήριξη των εργαζομένων και των αγροτών.

Οι επιταγές του Ψυχρού Πολέμου έδωσαν στους Δυτικούς ψηφοφόρους λόγους να υποστηρίξουν τον φιλελεύθερο διεθνισμό. Το ίδιο και η γενναιόδωρη κοινωνική προστασία που παρείχε το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας. Η φύση αυτών των προνοιακών διατάξεων διέφερε σε όλη την Δύση και η υποστήριξή τους ήταν πάντα ισχυρότερη στην αριστερά. Αλλά το κοινό αποδέχθηκε ευρέως την ιδέα ότι οι κυβερνήσεις ήταν υπεύθυνες για την εξισορρόπηση των επιταγών των ελεύθερων αγορών και της οικονομικής ασφάλειας. Πράγματι, οι μεταπολεμικοί πολιτικοί της Δύσης θεωρούσαν το κράτος πρόνοιας ως ουσιαστικό μέρος του αγώνα Ανατολής-Δύσης για ιδεολογική κυριαρχία˙ μαλάκωσε τις τραχιές άκρες του καπιταλισμού της αγοράς [5] για τους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης και αντέκρουσε τους σοβιετικούς ισχυρισμούς ότι μόνο ο κομμουνισμός προσέφερε έναν «παράδεισο των εργαζομένων».

Σίγουρα, η Δυτική υποστήριξη του φιλελεύθερου διεθνισμού δεν ήταν ποτέ ομόφωνη. Κάθε χώρα είχε τους αρνητές της. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι προοδευτικοί Δημοκρατικοί, συμπεριλαμβανομένων των γερουσιαστών, Frank Church του Idaho και, Vance Hartke της Indiana, ανησυχούσαν για την ανεξέλεγκτη εκτελεστική εξουσία και κατά συνέπεια αντιτάσσονταν στις υπερβολικές στρατιωτικές δαπάνες και τον παρεμβατισμό. Στα δεξιά, οι απομονωτιστές Ρεπουμπλικάνοι, συμπεριλαμβανομένων των γερουσιαστών, John Bricker του Οχάιο, Everett Dirksen του Ιλινόις και, William Knowland της Καλιφόρνια, χλεύαζαν τα Ηνωμένα Έθνη [6] και τους ισχυρούς διατλαντικούς δεσμούς ως παραβιάσεις της αμερικανικής κυριαρχίας. Στην Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ιαπωνία, και το Ηνωμένο Βασίλειο, ορισμένες διαφωνούσες φωνές αντιστάθηκαν σθεναρά στην συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, φοβούμενες την ηγεμονία τους. Ταυτόχρονα, συζητήσεις για την ουδετερότητα μαίνονταν στην Αυστρία, την Σουηδία, και την Ελβετία. Η κρίσιμη διαχωριστική γραμμή σε αυτές τις διαμάχες παρέμενε μεταξύ των κομμάτων που βρίσκονταν στο ζωτικό κέντρο και εκείνων που βρίσκονταν στα άκρα.

Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, τα κόμματα που ζητούσαν μια εναλλακτική εξωτερική πολιτική είχαν λίγες πιθανότητες να κερδίσουν την υποστήριξη του κοινού. Τα σταθερά υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης της Δύσης, που προκλήθηκαν από την τεράστια επέκταση του εμπορίου ως αποτέλεσμα της μεταπολεμικής οικονομικής ανάκαμψης και της άρσης των δασμών, συνέβαλαν στην ενίσχυση αυτής της συναίνεσης. Οι υποψίες για τις σοβιετικές προθέσεις και οι φόβοι για πυρηνικό πόλεμο [7] έκαναν επίσης τους ψηφοφόρους επιφυλακτικούς απέναντι στα αριστερά κόμματα που φαίνονταν «πολύ ήπια» απέναντι στον κομμουνισμό, καθώς και απέναντι στα δεξιά κόμματα που θεωρούνταν πολύ απερίσκεπτα ή πολεμοχαρή για να τους ανατεθεί η ασφάλεια της χώρας. Οι πολιτικοί που απομακρύνονταν πολύ προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά -όπως έκαναν οι υποψήφιοι για τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, Barry Goldwater και George McGovern, το 1964 και το 1972, αντίστοιχα- αποδείχθηκαν μη εκλέξιμοι.

Η υποστήριξη του φιλελεύθερου διεθνισμού από τα κυρίαρχα κόμματα παρέμεινε σταθερά ισχυρή και ανθεκτική, παρά τις περιστασιακές προκλήσεις. Η πιο σοβαρή ήρθε την δεκαετία του 1970, όταν ο συνδυασμός της υποτονικής ανάπτυξης και του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού προκάλεσε έντονες διαφωνίες μεταξύ της κεντροαριστεράς -η οποία ζητούσε αύξηση των κρατικών δαπανών και ρύθμιση της αγοράς- και της κεντροδεξιάς, η οποία υποστήριζε την ιδιωτικοποίηση, την απορρύθμιση, και τη μεταρρύθμιση της κοινωνικής πρόνοιας. Η κεντροδεξιά κέρδισε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Βρετανίδα πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, ο Γερμανός καγκελάριος, Χέλμουτ Κολ, και ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν [8], άρχισαν να πειραματίζονται με διαφορετικές κεντροδεξιές οικονομικές πολιτικές. Η επιτυχία των προγραμμάτων τους άσκησε πίεση σε άλλες Δυτικές κυβερνήσεις να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους. Ακόμη και η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Γάλλου προέδρου, Φρανσουά Μιτεράν, θεώρησε απαραίτητο να στραφεί προς μια μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς.

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΙ

Την δεκαετία του 1990, ωστόσο, όλα άλλαξαν. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι Δυτικοί ηγέτες άρχισαν να βλέπουν πολιτικό όφελος στην απελευθέρωση του εμπορίου και στην παραχώρηση μεγαλύτερης εξουσίας στους διεθνείς τεχνοκράτες. Τα κόμματα τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς είδαν την προκύπτουσα αγοραία μορφή της παγκοσμιοποίησης [9] ως έναν τρόπο να κερδίσουν την υποστήριξη των πιο ανταγωνιστικών διεθνώς τομέων των επιχειρήσεων και να προσελκύσουν ψηφοφόρους νεότερους, μορφωμένους, και της μεσαίας τάξης που επωφελήθηκαν από την απελευθέρωση της αγοράς. Οι ατζέντες των ηγετών της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, και των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν κομμένες από το ίδιο νεοφιλελεύθερο ύφασμα.

Ο ενθουσιασμός των Δυτικών ηγετών για την παγκοσμιοποίηση μετά τον Ψυχρό Πόλεμο κατάφερε να επεκτείνει τις αγορές και την εμβέλεια των πολυμερών θεσμών. Η ΕΕ [10] και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου ανέλαβαν λειτουργίες που κάποτε αποτελούσαν αποκλειστική αρμοδιότητα του έθνους-κράτους. Με την άρση του Σιδηρού Παραπετάσματος, πολλές βιομηχανίες στην Δυτική Ευρώπη μετακινήθηκαν ανατολικά, καθώς οι εργαζόμενοι από την Ανατολική Ευρώπη μετακινήθηκαν δυτικά σε αναζήτηση καλύτερων θέσεων εργασίας. Οι αμερικανικές και Δυτικές επενδύσεις στην Κίνα επιταχύνθηκαν. Ταυτόχρονα, οι ιδεολογίες και οι ευθυγραμμίσεις που είχαν παγώσει από τον Ψυχρό Πόλεμο άρχισαν να ξεπαγώνουν. Καθώς οι φόβοι για την κομμουνιστική επέκταση και τον πυρηνικό Αρμαγεδδώνα υποχωρούσαν, το να ψηφιστεί ένας ανορθόδοξος [υποψήφιος] δεν ήταν πλέον δυνητικά μοιραίο. Οι Δυτικοί ψηφοφόροι, κατά συνέπεια, έγιναν πιο πρόθυμοι να ρισκάρουν με τα κόμματα, τους υποψηφίους, και τις πλατφόρμες που κάποτε θεωρούνταν πέρα από κάθε όριο.

Αναγνωρίζοντας αυτή τη νέα πραγματικότητα, τα κόμματα της άκρας αριστεράς και της άκρας δεξιάς άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν και να επανατοποθετούνται. Αριστερά κόμματα, όπως η Κόκκινη-Πράσινη Συμμαχία της Δανίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας, και το Αριστερό Κόμμα της Σουηδίας, συνδύασαν την παραδοσιακή αντι-παγκοσμιοποιητική πολιτική του εμπορικού προστατευτισμού με θέσεις σε διεθνικά ζητήματα, όπως η παγκόσμια δικαιοσύνη, η κλιματική αλλαγή, και η διάδοση των πυρηνικών όπλων, για να διευρύνουν την απήχησή τους στους νεότερους ψηφοφόρους. Στα δεξιά, κόμματα όπως το Κόμμα της Ελευθερίας της Αυστρίας και το Εθνικό Μέτωπο της Γαλλίας εγκατέλειψαν τις μακροχρόνιες ρητορικές δεσμεύσεις για τον καπιταλισμό laissez-faire υπέρ της αντι-παγκοσμιοποίησης και της κοινωνικής προστασίας, ελπίζοντας να προσελκύσουν τους απογοητευμένους ψηφοφόρους της εργατικής τάξης.

Τα επόμενα χρόνια, τα αριστερά και δεξιά κόμματα έγιναν επίσης ικανά να χρησιμοποιούν την αντι-παγκοσμιοποίηση για να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους που βιώνουν δύσκολες στιγμές. Στον απόηχο του χρηματοπιστωτικού κραχ του 2008 και της επακόλουθης κρίσης της ευρωζώνης, ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα αριστερό κόμμα στην Ελλάδα, και το Podemos, ένα αντι-νεοφιλελεύθερο κόμμα στην Ισπανία, εκμεταλλεύτηκαν τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό και την αντίθεση στην απαίτηση της ΕΕ για λιτότητα για να συσπειρώσουν τους ψηφοφόρους στο πλευρό τους. Ενόψει του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016, ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο ηγέτης του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου, σημείωσε κέρδη στην βόρεια και ανατολική Αγγλία συνδυάζοντας ένα μήνυμα κατά της μετανάστευσης με την αντίθεση στην ένταξη στην ΕΕ. Το 2017, η Μαρίν Λεπέν, η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου της Γαλλίας, υπέβαλε ανεπιτυχώς υποψηφιότητα για την προεδρία, συγχωνεύοντας την μακροχρόνια αντίθεση του κόμματος στη μαζική μετανάστευση με ένα νέο «στρατηγικό σχέδιο για την επαναβιομηχανοποίηση» που στόχευε στις γαλλικές περιοχές που είχαν πληγεί σκληρά από την παγκοσμιοποίηση.

Οι προσπάθειες αυτές δεν ανέβασαν τα αντι-παγκοσμιοποιητικά, λαϊκιστικά κόμματα στην εθνική κυβέρνηση, αν και με το να κατακτήσουν μεγαλύτερο μερίδιο της εθνικής ψήφου κατάφεραν να θέσουν σε άμυνα τα κυρίαρχα κόμματα. Τα κόμματα της σκληρής δεξιάς, ειδικότερα, γνώρισαν πρωτοφανή επιτυχία αυτά τα χρόνια, καθώς το μερίδιο των εθνικών ψήφων τους στις Δυτικές δημοκρατίες τριπλασιάστηκε μεταξύ 1990 και 2017. Η επιτυχία αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην προθυμία αυτών των κομμάτων να συγχωνεύσουν το εκρηκτικό ζήτημα της μετανάστευσης με την αντίθεση στην απελευθέρωση του εμπορίου [11] και τους υπερεθνικούς θεσμούς, όπως η ΕΕ˙ κατάφεραν να διευρύνουν το μερίδιο των ψήφων τους, ιδίως στις φτωχές περιοχές.

Η αντι-παγκοσμιοποίηση έγινε επίσης μοχλός αλλαγής στο εσωτερικό των κυρίαρχων κομμάτων. Αισθανόμενα πίεση από τους αντι-παγκοσμιοποιητές για το εμπόριο, τη μετανάστευση, και την διεθνή συνεργασία, τα κεντροδεξιά κόμματα έγιναν πιο εθνικιστικά και εθνοτικά και, σε πολλές περιπτώσεις, πιο προστατευτικά. Στην κεντροαριστερά, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Βόρεια Ευρώπη προσπάθησαν να υπερκεράσουν εκείνα που βρίσκονταν στα αριστερά τους τα οποία επέκριναν την παγκοσμιοποίηση ως «αγώνα δρόμου προς τον πάτο», προτρέποντας να εναρμονιστούν τα πρότυπα κοινωνικής πρόνοιας για να περιοριστεί το «πλεονέκτημα» των χωρών με χαμηλούς μισθούς στη Νότια Ευρώπη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τραμπ και ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, διεξήγαγαν εκστρατείες το 2016 που απευθύνονταν σε λευκούς ψηφοφόρους της εργατικής και μεσαίας τάξης οι οποίοι ένιωθαν ότι έμειναν πίσω λόγω της παγκοσμιοποίησης. Στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου, τα κόμματα της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους παρά με τα κόμματα και τις παρατάξεις στα πολιτικά άκρα. Σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις, αυτό δεν ισχύει πλέον.

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1950

Αν και ο φιλελεύθερος διεθνισμός έχει δεχθεί συνεχείς επιθέσεις, είναι αναγκαίος σήμερα περισσότερο από ποτέ. Η άνοδος της Κίνας [12], και η αυξανόμενη ρωσική επιθετικότητα έχουν εγκαινιάσει μια νέα εποχή αντιπαλότητας των μεγάλων δυνάμεων. Προκειμένου να κατανοήσουν το πώς πρέπει να προχωρήσουν, πολλοί αναλυτές εξωτερικής πολιτικής όπως ο Michael Beckley, ο Hal Brands, και ο Dominic Tierney, έχουν αρχίσει να μελετούν τον Ψυχρό Πόλεμο για στοιχεία σχετικά με τον τρόπο αναβίωσης του ζωτικού κέντρου. Ορισμένοι προτείνουν ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σήμερα μπορούν να εκμεταλλευτούν τις ανησυχίες των ψηφοφόρων για την αυξανόμενη κινεζική ισχύ και διεκδικητικότητα, όπως ακριβώς οι προκάτοχοί τους χρησιμοποίησαν το φάντασμα της σοβιετικής ισχύος κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για να κατευθύνουν την κοινή γνώμη. Κάποιοι προχωρούν ακόμη παραπέρα, παραλληλίζοντας έντονα έναν «νέο άξονα απολυταρχίας» υπό την ηγεσία της Κίνας με την απειλή που αποτελούσε η πρώην Σοβιετική Ένωση και οι σύμμαχοί της την δεκαετία του 1950.

Οι εξωτερικές απειλές μπορούν σίγουρα να ενισχύσουν την εγχώρια αλληλεγγύη. Αλλά η αναλογία του Ψυχρού Πολέμου μπορεί να είναι παραπλανητική. Η Δυτική αλληλεγγύη τότε δεν οφειλόταν μόνο στους φόβους για την σοβιετική επέκταση. Οι Δυτικές δημοκρατίες έβρισκαν επίσης κοινό σκοπό στην δέσμευσή τους για την εγχώρια κοινωνική προστασία και την φιλελεύθερη δημοκρατία. Η κοινωνική προστασία θεωρήθηκε ως συμπλήρωμα της καταπολέμησης του κομμουνισμού κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, επειδή η σύγκρουση ανάγκασε τους Δυτικούς ηγέτες να αποδείξουν ότι ο δημοκρατικός καπιταλισμός, αντί για τον κομμουνισμό, μπορούσε να προσφέρει στους εργαζόμενους μεγαλύτερη οικονομική ασφάλεια, ισότητα, και ευκαιρίες. Όπως το έθεσε ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Dean Acheson, το 1950: «Δεν υπάρχει πλέον καμία διαφορά μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών ζητημάτων. Είναι όλα μέρος του ίδιου ζητήματος». Χωρίς την ανανέωση αυτού του εναγκαλισμού της οικονομικής ασφάλειας και της χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, η επίκληση της απειλής της Κίνας δεν είναι αρκετή για να επαναφέρει στο μαντρί τους ενάντιους στην παγκοσμιοποίηση.

Ούτε η κινδυνολογία για την Κίνα είναι πιθανό να ενώσει τις Δυτικές δημοκρατίες. Ορισμένες πρωτεύουσες ανησυχούν περισσότερο από άλλες για τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του Πεκίνου. Οι Δυτικές κυβερνήσεις διαφωνούν ως προς τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της Κίνας, ακόμη και στο εκρηκτικό ζήτημα της Ταϊβάν. Η πρόσφατη δήλωση του Γάλλου προέδρου, Εμμανουέλ Μακρόν, ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να γίνει «υποτελής» στην αντιπαλότητα της Ουάσινγκτον με το Πεκίνο κατέδειξε δραματικά την έλλειψη συναίνεσης. Οι περισσότεροι Δυτικοί ηγέτες προτιμούν ένα μείγμα από καρότα και μαστίγια, ελπίζοντας να διατηρήσουν την πρόσβαση στις αγορές και την εργασία της Κίνας την ίδια στιγμή που επωφελούνται από την προστασία της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ. Για τις περισσότερες Δυτικές δημοκρατίες, η αντιμετώπιση της Κίνας δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Και εδώ, επίσης, η αναλογία του Ψυχρού Πολέμου καταρρέει.

Η απομόνωση της Κίνας δεν αποτελεί επιλογή. Ο ρόλος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία είναι πολύ μεγάλος για να απομονωθεί μέσω της αποσύνδεσης. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί επίσης την συμμετοχή του Πεκίνου, καθώς η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο. Η κινεζική συνεργασία θα είναι απαραίτητη σε κάθε προσπάθεια καθορισμού του κλιματικού μέλλοντος.

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ

Σήμερα, οι Δυτικές δημοκρατίες [13] αγωνίζονται για να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Σχολιαστές όπως ο Francis Fukuyama, ο Robert Kagan, και η Kori Schake βλέπουν τον πόλεμο στην Ουκρανία ως μια στιγμή καμπής για την επαναβεβαίωση της δέσμευσης της Δύσης στη φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων. Αλλά η αναζωογόνηση της φιλελεύθερης τάξης θα εξαρτηθεί από περισσότερα πράγματα από την αποφασιστικότητα των Δυτικών δημοκρατιών στην τρέχουσα διεθνή κρίση. Για να ξαναχτίσουν την λαϊκή υποστήριξη στον φιλελεύθερο διεθνισμό, οι Δυτικοί ηγέτες πρέπει να επαναπροσδιορίσουν την σχέση μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής. Πρέπει να το κάνουν αυτό επανασυνδέοντας τις διεθνείς πολιτικές τους με αναγνωρίσιμα οφέλη στο εσωτερικό για τις εργαζόμενες οικογένειες.

Σε μια εποχή που η απελευθέρωση του εμπορίου και άλλες παραδοσιακές εξωτερικές πολιτικές έχουν πέσει σε δυσμένεια, και οι εγχώριοι συνασπισμοί που συνδέονται με αυτές έχουν διασπαστεί, οι ηγέτες πρέπει να βρουν νέα επιχειρήματα σχετικά με την αναγκαιότητα του διεθνούς ανοίγματος και της συνεργασίας. Πρέπει επίσης να σφυρηλατήσουν νέες εγχώριες διαπραγματεύσεις και πολιτικές συμμαχίες για την υποστήριξή τους. Οι Δυτικές δημοκρατίες δεν μπορούν να επιστρέψουν στην μεταπολεμική φιλελεύθερη τάξη. Μπορούν, ωστόσο, να αναζητήσουν νέους τρόπους για να εξασφαλίσουν τα οφέλη που έφερε η προηγούμενη τάξη.
At a time when trade liberalization and other traditional foreign policies have fallen into disfavor, and the domestic coalitions associated with them have splintered, leaders must find new arguments about the necessity of international openness and cooperation. They must also forge new domestic bargains and political alliances to support them. Western democracies cannot return to the postwar liberal order. They can, however, search for new ways of securing the benefits that the former order brought.
Η ανανέωση θα απαιτήσει καινοτομία, επενδύσεις, και βιώσιμη ανάπτυξη. Ορισμένες από αυτές τις διαδικασίες βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Ωστόσο, δεδομένου του βάθους των αντι-παγκοσμιοποιητικών αντιδράσεων, χρειάζονται πολύ περισσότερη δράση και όραμα αν οι Δυτικές δημοκρατίες μπορούν να ελπίζουν ότι θα αναζωογονήσουν το πολιτικό κέντρο, ενώ εξακολουθούν να ανταγωνίζονται γεωπολιτικά. Είναι επείγον να ξεκινήσουν.

Ο PETER TRUBOWITZ είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London School of Economics and Political Science.
Ο BRIAN BURGOON είναι καθηγητής Διεθνούς και Συγκριτικής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.
Είναι συγγραφείς του βιβλίου με τίτλο Geopolitics and Democracy: The Western Liberal Order from Foundation to Fracture (Oxford, 2023), από το οποίο είναι προσαρμοσμένο το παρόν δοκίμιο [1].

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74140/peter-trubowitz-kai-brian-burgoon/kanontas-to-kentro-zotiko-ksana?page=show

https://www.foreignaffairs.com/united-states/make-center-vital-again

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum