Γεννημένος το 1890 στην
Ιντιάνα, ο Σάντερς είχε
μια δύσκολη ζωή, με την
επιτυχία να έρχεται αργά
και μετά από πολλές
αποτυχίες και
δοκιμασίες.
Ήταν μόλις πέντε ετών
όταν ο πατέρας του
πέθανε, αφήνοντας τη
μητέρα του να κάνει
πολλές δουλειές για να
συντηρήσει τα τρία
παιδιά της. Ο Σάντερς
έγινε από τότε ακόμα ο
μάγειρας του σπιτιού,
ενώ έπιασε την πρώτη του
δουλειά σε ηλικία 10
ετών. Για τις επόμενες
δεκαετίες, θα πηδούσε
διαρκώς από δουλειά σε
δουλειά, χωρίς να
στεριώνει πουθενά,
ενδεχομένως λόγω του
εκρηκτικού χαρακτήρα
του, που όλο έμπλεκε σε
καβγάδες. Πέρασε τρεις
μήνες στον στρατό στην
Κούβα, έγινε
πυροσβέστης, δικηγόρος,
δούλεψε στον
σιδηρόδρομο, πούλησε
ασφάλειες και ίδρυσε μια
εταιρεία ferry boat.
Όταν το 1930 η Shell του
έδωσε την ευκαιρία να
λειτουργήσει το δικό του
βενζινάδικο στο Κεντάκι,
η ζωή του θα άλλαζε με
τρόπο που σίγουρα δεν
είχε φανταστεί. Ο ίδιος
ζούσε με την οικογένειά
του πίσω από το
βενζινάδικο και κάθε
Κυριακή βράδυ, μαγείρευε
ένα πεντανόστιμο δείπνο
με τηγανητό κοτόπουλο.
Καθώς πολλοί ταξιδιώτες
του ζητούσαν οδηγίες για
να φάνε στην περιοχή, ο
Σάντερς δεν άργησε να
σκεφτεί ότι θα μπορούσε
να βγάζει λίγα έξτρα
χρήματα σερβίροντας το
δείπνο της οικογένειάς
του στους πεινασμένους
περαστικούς.
Έτσι και έκανε και το
«Κυριακάτικο δείπνο,
επτά ημέρες την
εβδομάδα» του έγινε
μεγάλη επιτυχία,
μπαίνοντας μάλιστα και
σε γαστρονομικό οδηγό
της εποχής.
Σύντομα, το φαγητό του
ήταν τόσο φημισμένο ώστε
ο κυβερνήτης του Κεντάκι
του έδωσε τον τιμητικό
τίτλο του Συνταγματάρχη,
ως αναγνώριση της
συνεισφοράς του στην
κουζίνα της πολιτείας.
Έκτοτε, θα ήταν γνωστός
σε ολόκληρη την Αμερική
ως ο «Colonel Sanders».
Όμως στις αρχές του
1950, ο Συνταγματάρχης
βρέθηκε και πάλι στο
μηδέν. Η νέα εθνική οδός
που φτιάχτηκε δεν
περνούσε πια μπροστά από
το εστιατόριό του.
Γνωρίζοντας ότι η
πελατεία του θα
μειωνόταν κατακόρυφα,
πούλησε το εστιατόριο
και έμεινε με τα έσοδα
και μια σύνταξη 105
δολαρίων τον μήνα.
Ωστόσο, η πίστη του στο
τηγανητό κοτόπουλό του
δεν κλονίστηκε. Παρά τα
65 του χρόνια, άρχισε να
ταξιδεύει με το
αυτοκίνητό του ανά τις
ΗΠΑ και να επισκέπτεται
εστιατόρια, προσφέροντάς
τους τη συνταγή του, με
αντάλλαγμα 4 σεντς για
κάθε κοτόπουλο που θα
πουλούσαν.
1.009 «όχι»
Ήταν μια δύσκολη
δουλειά. Τις
περισσότερες φορές
κοιμόταν στο αυτοκίνητό
του και σύμφωνα με τον
θρύλο, εισέπραξε 1.009
«όχι» πριν να βρεθεί ο
πρώτος εστιάτορας που
δέχθηκε να βάλει το
κοτόπουλο του
Συνταγματάρχη στο μενού
του. Όμως από εκείνη την
πρώτη συμφωνία, η
επιχείρηση άνθισε. Έως
το 1959, ο Σάντερς είχε
βάλει το τηγανητό
κοτόπουλό του σε 200
εστιατόρια στις ΗΠΑ και
στον Καναδά. Το 1964,
έχοντας φτάσει στα 600
εστιατόρια, πούλησε την
εταιρεία του για 2 εκατ.
δολάρια.
Η KFC, πάντως, είδε ότι
η εικόνα του
Συνταγματάρχη, με το
χαρακτηριστικό λευκό
κοστούμι (λέγεται ότι το
είχε καθιερώσει για να
μην λερώνεται από το
αλεύρι στο οποίο πάναρε
το κοτόπουλο) και το
μουσάκι, πουλάει. Και
έτσι συνέχισε να τον
χρησιμοποιεί ως το
δημόσιο πρόσωπό της.
Όμως οι σχέσεις του με
την KFC δεν ήταν ομαλές.
Όταν ο Συνταγματάρχης
άνοιξε το δικό του
εστιατόριο, το Colonel
Sanders’ Dinner House, η
KFC ισχυρίστηκε ότι έχει
τα δικαιώματα για το
όνομά του και τον
απείλησε με αγωγή.
Εκείνος άλλαξε το όνομα
σε Colonel’s Lady’s
Dinner House, όμως η KFC
είπε και πάλι ότι έχει
τα δικαιώματα για τη
λέξη «colonel». Ο
Σάντερς αποφάσισε να
κάνει αγωγή κατά της
εταιρείας που ο ίδιος
είχε κάποτε
δημιουργήσει, ζητώντας
122 εκατ. δολάρια. Η KFC
απάντησε με δική της
αγωγή για παραβίαση του
trademark της. Τελικά,
συμβιβάστηκαν το 1975,
με τους όρους να μένουν
κρυφοί.
Έως τον θάνατό του, το
1980, ο Σάντερς, πάντα
με το λευκό κοστούμι
του, παρέμεινε το
δημόσιο πρόσωπο της
εταιρείας. Όμως δεν ήταν
καθόλου ευχαριστημένος
με το κοτόπουλο και τη
σάλτσα gravy της
αλυσίδας. Σε
συνεντεύξεις του έλεγε
ότι δεν θα έδινε τη
σάλτσα ούτε στα σκυλιά
του.
Πηγή: Money Review |