Η πρόταση, η οποία δεν
θέτει αριθμητικό στόχο
για το πόσο θα πέσει το χρέος και
προϋποθέτει ξεχωριστή
διαπραγμάτευση με κάθε
κράτος-μέλος, είναι
πιθανό να απογοητεύσει
τη μεγαλύτερη χώρα της Ε.Ε.,
τη Γερμανία,
η οποία ήθελε να θέσει
έναν ελάχιστο ετήσιο
στόχο μείωσης χρέους 1%
του ΑΕΠ για καθεμία από
τις 27 χώρες της Ε.Ε.
Η μείωση του χρέους θα
είναι το αποτέλεσμα ενός
τετραετούς σχεδίου
μεταρρυθμίσεων,
επενδύσεων και
δημοσιονομικών μέτρων,
που θα συμφωνούνται
χωριστά από την Επιτροπή
και κάθε κυβέρνηση και
θα στοχεύουν τις ετήσιες
καθαρές δαπάνες ως
βασικό λειτουργικό
δείκτη.
Σύμφωνα με την πρόταση,
οι χώρες με δημόσιο
χρέος πάνω από το όριο
που έχει θέσει η Ε.Ε.
(60% του ΑΕΠ), θα
επιτρέπεται να αυξήσουν
τις ετήσιες καθαρές
δαπάνες τους λιγότερο
από τη μεσοπρόθεσμη
αύξηση του ΑΕΠ, ώστε να
διασφαλίσουν ότι το
χρέος υποχωρεί.
Το έλλειμμα της γενικής
κυβέρνησης, όπως και
στους ισχύοντες κανόνες,
θα πρέπει να παραμείνει
κάτω από το 3% του ΑΕΠ.
Εάν είναι πάνω από αυτό
το ανώτατο όριο, θα
πρέπει να μειώνεται κατά
0,5% του ΑΕΠ κάθε χρόνο
μέχρι να βρεθεί κάτω από
το όριο.
Η μείωση του
ελλείμματος, όπως
ακριβώς και η μείωση του
χρέους, θα πρέπει να
επιτευχθεί κατά τη
διάρκεια της τετραετίας
και τα μέτρα που θα
χρησιμοποιηθούν για την
επίτευξή της θα πρέπει
να διασφαλίζουν ότι το
έλλειμμα παραμένει κάτω
από το 3% για 10 χρόνια
στη συνέχεια χωρίς
πρόσθετα βήματα.
Οι κυβερνήσεις θα
μπορούσαν να έχουν
περισσότερο χρόνο για να
μειώσουν τα επίπεδα του
χρέους και του
ελλείμματός τους, για
παράδειγμα 7 χρόνια, εάν
εφαρμόσουν
μεταρρυθμίσεις που
αυξάνουν τη
δημοσιονομική
βιωσιμότητα, τονώνουν
την ανάπτυξη ή
επενδύσουν σε τομείς που
αποτελούν προτεραιότητες
της Ε.Ε., όπως η
μετάβαση σε μια πράσινη
και ψηφιακή οικονομία,
τα κοινωνικά δικαιώματα
ή στην ασφάλεια και την
άμυνα.
Οι νέοι κανόνες
πρόκειται να
αντικαταστήσουν το
υπάρχον Σύμφωνο
Σταθερότητας, το οποίο
είχε ανασταλεί το 2020
εξαιτίας της πανδημίας
του κορωνοϊού, της
πρόκλησης της μάχης κατά
της κλιματικής αλλαγής
και τον πόλεμο στην
Ουκρανία, ενώ πρόκειται
να εφαρμοστεί ξανά το
2024.
Η πρόταση της Επιτροπής
θα πρέπει τώρα να
συζητηθεί από τις
κυβερνήσεις της Ε.Ε. και
να αποτελέσει
αντικείμενο
διαπραγμάτευσης με το
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. |