Πρόκειται για τη δεύτερη
συνεχόμενη μείωση των
επιτοκίων από την αρχή
του έτους καθώς η ΕΚΤ
είχε μειώσει και στις 5
Φεβρουαρίου τα επιτόκια
της κατά 0,25%.
Όπως
εξήγησε η πρόεδρος της
ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ,
στη διάρκεια συνέντευξης
Τύπου, μετά και την
μείωση αυτή «η
νομισματική μας πολιτική
καθίσταται πλέον
σημαντικά λιγότερο
περιοριστική, καθώς οι
μειώσεις των επιτοκίων
μας καθιστούν τον
δανεισμό λιγότερο ακριβό
για τις επιχειρήσεις και
τα νοικοκυριά».
Ταυτόχρονα παρατηρείται
αύξηση των δανείων.
Ωστόσο,
η οικονομία
αντιμετωπίζει
συνεχιζόμενες προκλήσεις
γεγονός που αντανακλάται
στις νέες προβλέψεις της
ΕΚΤ για την ανάπτυξη,
κατεβάζοντας τον πήχη
για το 2025 στο 0,9%,
στο 1,2% για το 2026 και
στο 1,3% για το 2027. Οι
προς τα κάτω
αναθεωρήσεις -σε
σύγκριση με τις
προηγούμενες προβλέψεις
του Δεκεμβρίου 2024- για
το 2025 και το 2026
αντανακλούν τις
χαμηλότερες εξαγωγές και
τη συνεχιζόμενη αδυναμία
των επενδύσεων, που εν
μέρει προέρχονται από
την υψηλή αβεβαιότητα
της εμπορικής πολιτικής,
καθώς και από την
ευρύτερη αβεβαιότητα της
πολιτικής.
Υπενθυμίζεται ότι
σύμφωνα με τις
προηγούμενες προβλέψεις
που είχε δημοσιοποιήσει
η ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του
2024, το ΑΕΠ μετά από
μία αύξηση κατά 0,7% την
προηγούμενη χρονιά,
εκτιμάτο ότι θα αυξηθεί
κατά 1,1% το 2025, κατά
1,4% το 2026 και κατά
1,3% το 2027.
Αντιστοίχως για τον
πληθωρισμό προβλεπόταν
μείωση του στο 2,1% το
2025 και περαιτέρω
αποκλιμάκωση του στο
1,9% το 2026 και στο
2,1% το 2027.
Όσον
αφορά τον στόχο που έχει
θέσει η ΕΚΤ για τον
πληθωρισμό, αυτός
-σύμφωνα πάντα με τις
νέες προβλέψεις-
φαίνεται να
επιτυγχάνεται το 2026.
Συγκεκριμένα,
προβλέπεται ότι ο
πληθωρισμός θα
υποχωρήσει στο 2,3% το
2025, στο 1,9% το 2026
και 2,0% το 2027.
Ωστόσο,
απαντώντας σε σχετικές
ερωτήσεις η Κρ. Λαγκάρντ
εκτίμησε ότι οι
αυξημένες αμυντικές
δαπάνες στις οποίες
φαίνεται αποφασισμένη να
προχωρήσει τόσο η
Γερμανία όσο και
συνολικά ολόκληρη η ΕΕ
μπορεί να έχουν θετικό
αντίκτυπο στην
πραγματική οικονομία,
ενισχύοντας περαιτέρω
τους ρυθμούς ανάκαμψης,
είναι όμως πιθανόν να
προκαλέσουν
πληθωριστικές πιέσεις.
Σε
γενικές γραμμές πάντως
οι κίνδυνοι για την
οικονομική ανάπτυξη
παραμένουν προς τα κάτω.
Όπως ανέφερε η
επικεφαλής της ΕΚΤ μια
κλιμάκωση των εμπορικών
εντάσεων θα μείωνε την
ανάπτυξη της ζώνης του
ευρώ μέσω της
εξασθένησης των εξαγωγών
και της αποδυνάμωσης της
παγκόσμιας οικονομίας. Η
συνεχιζόμενη αβεβαιότητα
σχετικά με τις
παγκόσμιες εμπορικές
πολιτικές θα μπορούσε να
συμπαρασύρει τις
επενδύσεις. Οι
γεωπολιτικές εντάσεις,
όπως ο αδικαιολόγητος
πόλεμος της Ρωσίας κατά
της Ουκρανίας και η
τραγική σύγκρουση στη
Μέση Ανατολή, παραμένουν
επίσης σημαντική πηγή
αβεβαιότητας.
Επιπροσθέτως, όπως
εκτίμησε η Κρ. Λαγκάρντ
οι αυξανόμενες τριβές
στο παγκόσμιο εμπόριο
προσθέτουν περισσότερη
αβεβαιότητα στις
προοπτικές για τον
πληθωρισμό στη ζώνη του
ευρώ. Μια γενική
κλιμάκωση των εμπορικών
εντάσεων θα μπορούσε να
οδηγήσει σε υποτίμηση
του ευρώ και αύξηση του
κόστους εισαγωγής,
γεγονός που θα ασκούσε
ανοδικές πιέσεις στον
πληθωρισμό. Ταυτόχρονα,
η χαμηλότερη ζήτηση για
τις εξαγωγές της ζώνης
του ευρώ ως αποτέλεσμα
των υψηλότερων δασμών
και η αναδρομολόγηση των
εξαγωγών στη ζώνη του
ευρώ από χώρες με
πλεονάζουσα παραγωγική
ικανότητα θα ασκούσε
καθοδική πίεση στον
πληθωρισμό. Οι
γεωπολιτικές εντάσεις
δημιουργούν αμφίπλευρους
κινδύνους για τον
πληθωρισμό όσον αφορά
τις αγορές ενέργειας,
την καταναλωτική
εμπιστοσύνη και τις
επιχειρηματικές
επενδύσεις.
Απαντώντας σε σχετική
ερώτηση αναφορικά με τα
ρωσικά κεφάλαια που
έχουν δεσμευτεί στη Δύση
και το αν θα πρέπει να
προχωρήσει η δήμευση
τους, η Κρ. Λαγκάρντ
επισήμανε ότι τα
«παγωμένα κεφάλαια»
αποτελούν εγγύηση έναν
δανείων ύψους 50 δισ.
ευρώ που έχουν
χορηγηθεί. Σε κάθε
περίπτωση η ΕΚΤ δεν
εμπλέκεται στη λήψη μίας
τέτοιας απόφασης,
υπογράμμισε ωστόσο ότι
όποια απόφαση ληφθεί θα
πρέπει να λαμβάνει υπόψη
του κανόνες του Διεθνούς
Δικαίου.
|