Όπως γράφει σε ανάλυσή
του το Barron’s, οι
«Πολυάννες» της Wall
Street (σ.σ. πολύ
αισιόδοξοι άνθρωποι,
όπως η μυθιστορηματική
ηρωίδα Πολυάννα που
είναι γνωστή για την
αισιόδοξη ματιά της στα
πράγματα) έχουν
διαφορετική άποψη
επισημαίνοντας ότι το
τραπεζικό σύστημα έχει
αποφύγει τη συστημική
κρίση που φαινόταν πολύ
πιθανή πριν από έναν
χρόνο.
Η πτώχευση της Silicon
Valley Bank στις αρχές
Μαρτίου ήταν η
μεγαλύτερη τραπεζική
πτώχευση στις ΗΠΑ από τη
Μεγάλη Ύφεση και
προκλήθηκε από την
κατάρρευση της
Silvergate Bank και της
Signature Bank. Η
ελβετική τράπεζα Credit
Suisse κατέρρευσε επίσης
τον Μάρτιο του 2023,
πυροδοτώντας φόβους για
εξάπλωση της κρίσης και
στα τραπεζικά συστήματα
άλλων χωρών.
Παρά όλες αυτές τις
ανησυχίες, όμως, και τα
σενάρια περί μίας ακόμα
Lehman Brother;s το
τραπεζικό σύστημα έχει
καταφέρει να επιβιώσει.
Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί
λόγοι που θα ήταν πρόωρο
να γιορτάσουμε. Μερικοί
είναι πιο προφανείς
ακόμα κι αν μια
πληθωρική Wall Street
αγνοεί σε μεγάλο βαθμό
τις δυνητικά συστημικές
συνέπειές τους: :
σύμφωνα με το Barron’s
ο ένας είναι ότι η New
York Community Bancorp,
η οποία ανέλαβε την
Signature Bank,
αντιμετωπίζει τώρα
προβλήματα. Η μετοχή της
αξίζει πλέον λιγότερο
από το μισό από αυτό που
βρισκόταν στις αρχές του
έτους.
Ένας άλλο λόγος είναι
ότι υπάρχουν πολλές
τράπεζες που υποφέρουν
από αυτό που προκάλεσε
την πτώχευση των
τραπεζών πριν από έναν
χρόνο, δηλαδή τα
υψηλότερα επιτόκια.
Η βόμβα των 2,2 τρισ.
δολ.
Ο καθηγητής οικονομικών
του Πανεπιστημίου
Στάνφορντ, Amit Seru,
υπολόγισε πέρυσι ότι το
αμερικανικό τραπεζικό
σύστημα αντιμετωπίζει μη
πραγματοποιηθείσες
ζημίες 2,2
τρισεκατομμυρίων
δολαρίων λόγω των
υψηλότερων επιτοκίων.
Έφτασε σε αυτό το
τεράστιο ποσό
συγκρίνοντας τη
λογιστική αξία των
τραπεζικών περιουσιακών
στοιχείων, τα οποία
υποθέτουν ότι τα
χαρτοφυλάκια δανείων
διατηρούνται μέχρι τη
λήξη, και την αξία αυτών
των χαρτοφυλακίων,
υποθέτοντας ότι
πωλούνται στην τρέχουσα
αξία τους
Την εποχή των
υπολογισμών του, ο Seru
διαπίστωσε ότι το 10%
των τραπεζών είχε μη
πραγματοποιηθείσες
ζημίες που είναι
μεγαλύτερες από ό,τι
είχε η Silicon Valley
Bank τη στιγμή της
κατάρρευσής της.
Μια ακόμη πιο προφανής
πηγή ανησυχίας είναι ότι
το κραχ της αγοράς
εμπορικών ακινήτων που
προκλήθηκε από την
πανδημία δεν έχει ακόμα
αντικατοπτριστεί πλήρως
στους τραπεζικούς
ισολογισμούς. Αυτό
οφείλεται στην
αβεβαιότητα σχετικά με
την αξία των διαφόρων
εμπορικών ακινήτων. Αυτό
αλλάζει, καθώς γίνονται
περισσότερες εμπορικές
συμφωνίες ακινήτων — με
τεράστιες εκπτώσεις έως
και 50%, αν όχι
μεγαλύτερες.
Οι τράπεζες θα πιεστούν
ακόμη περισσότερο καθώς
αυτές οι εκπτώσεις θα
αρχίσουν να εμφανίζονται
στους ισολογισμούς τους.
Κάτω από την επιφάνεια
Όσο ανησυχητικό κι αν
είναι όλο αυτό, υπάρχουν
κάτω από την επιφάνεια
ακόμα περισσότερα για να
ανησυχεί κανείς.
Αυτές οι λιγότερο
προφανείς πηγές
ανησυχίας εντοπίζονται
στην έρευνα που διεξήχθη
από τον Andrew Metrick,
οικονομολόγο του
Πανεπιστημίου Yale, και
τον Paul Schmelzing,
καθηγητή οικονομικών στο
Boston College και
ερευνητή στο Ίδρυμα
Hoover του Stanford. Η
μελέτη τους
επικεντρώνεται στο τι
κάνουν οι ρυθμιστικές
αρχές των τραπεζών, σε
αντίθεση με αυτό που
λένε.
Αυτή είναι μια χρήσιμη
εστίαση, επειδή οι
ρυθμιστικές αρχές των
τραπεζών είναι πάντα
αισιόδοξες, ανεξάρτητα
από το πόσο σοβαρά
μπορεί να είναι
διαφορετικά τα πράγματα.
Αλλά εάν οι ρυθμιστικές
αρχές συμπεριφέρονται με
τρόπους που υποδηλώνουν
ότι ανησυχούν ιδιαίτερα,
τότε πρέπει να
ανησυχούμε και εμείς,
υπογραμμίζει το Barron’s
στην ανάλυσή του.
Πίσω στον 13ο αιώνα
Οι καθηγητές
κατασκεύασαν μια
τεράστια βάση δεδομένων
που περιέχει
λεπτομέρειες για τις
τραπεζικές κρίσεις από
τον 13ο αιώνα σε 138
χώρες—συνολικά σχεδόν
2.000 κρίσεις συνολικά.
Εστίασαν συγκεκριμένα
στους τρόπους με τους
οποίους οι ρυθμιστικές
αρχές παρενέβησαν για να
στηρίξουν τα τραπεζικά
συστήματα –
συσχετίζοντας τα διάφορα
είδη παρεμβάσεων και το
κόστος τους με το εάν
στη συνέχεια ακολούθησε
συστημική τραπεζική
κρίση. Σε συνέντευξή
του, ο Schmelzing είπε
ότι ο συγκεκριμένος
συνδυασμός παρεμβάσεων
που ακολούθησαν οι
τραπεζικές ρυθμιστικές
αρχές πριν από έναν
χρόνο «ταιριάζει
περισσότερο με αυτόν των
57 προηγούμενων κρίσεων
που έτειναν να είναι πιο
σοβαρές από τον μέσο
όρο».
Όταν του επισημάνθηκε
ότι δεν έχει εμφανιστεί
τραπεζική κρίση πλήρους
κλίμακας τους
τελευταίους 12 μήνες, ο
Schmelzing τόνισε ότι
ένας χρόνος δεν είναι
αρκετός για να
γνωρίζουμε εάν μια κρίση
έχει αποφευχθεί. Είπε
ότι «οι συστημικές
κρίσεις τείνουν να είναι
παρατεταμένες υποθέσεις»
με «μακριές ουρές». Στη
μελέτη τους, αυτός και ο
Μέτρικ εστίασαν σε
ορίζοντες τριών ετών,
πράγμα που σημαίνει ότι
έχουμε άλλα δύο χρόνια
για να μπορέσουμε να
αρχίσουμε να αναπνέουμε
ελεύθερα.
Ο Schmelzing είπε ότι
ένας χρήσιμος οδηγός
είναι το χρονοδιάγραμμα
της οικονομικής κρίσης
2007-09. Οι ρυθμιστικές
αρχές των τραπεζών
παρενέβησαν για πρώτη
φορά τον Αύγουστο του
2007, όταν η BNP Paribas
ανέστειλε τις εξαγορές
από τρία από τα αμοιβαία
κεφάλαιά της εξαιτίας
αυτού που τότε έλεγε ότι
ήταν «η πλήρης εξάτμιση
της ρευστότητας σε
ορισμένα τμήματα της
αγοράς της αγοράς
τιτλοποιήσεων των ΗΠΑ».
Όπως γνωρίζουμε τώρα,
φυσικά, η κατάρρευση της
Lehman Bros και ο
πανικός πλήρους κλίμακας
στο τραπεζικό σύστημα
δεν έλαβαν χώρα παρά
μόνο 13 μήνες αργότερα.
«Δεν είμαστε ακόμα έξω
από το δάσος», κατέληξε
ο Schmelzing.
Πηγή:
Barron’s, O.T. |