Σύμφωνα με το ρεπορτάζ
της Χρυσας Λιάγγου στην
Καθημερινή, η ελληνική
αγορά φυσικού αερίου
βρίσκεται στο μεταξύ
αντιμέτωπη με νέα κόστη
που προκύπτουν από την
υποχρεωτική αποθήκευση
φυσικού αερίου σε τρίτες
χώρες και για την
επόμενη χειμερινή
περίοδο. Η Ε.Ε.
αποφάσισε να παρατείνει
το μέτρο έως και τον
Μάρτιο του 2024, παρά τη
μείωση της κατανάλωσης
κατά 18% σε ευρωπαϊκό
επίπεδο σε σχέση με τον
στόχο του 15% την
περίοδο Αυγούστου 2022 –
Μαρτίου 2023 (με αναφορά
τον μέσο όρο των
αντίστοιχων οκταμήνων
της προηγούμενης
πενταετίας).
Η αντίστοιχη μείωση
μάλιστα στην Ελλάδα
ξεπέρασε το 20%. Οι
υπόχρεες εταιρείες
αναμένουν παρέμβαση της
νέας κυβέρνησης που θα
προκύψει από τις εθνικές
εκλογές και της ΡΑΕ προς
την Κομισιόν για τον
περιορισμό των ποσοτήτων
αποθήκευσης στις
αντίστοιχες περυσινές
έναντι των 7,5
τεραβατωρών που
καλούνται να
αποθηκεύσουν για φέτος,
βάσει του ευρωπαϊκού
Κανονισμού.
Η Ελλάδα ως μία από τις
ελάχιστες χώρες της Ε.Ε.
που δεν διαθέτει
εγκαταστάσεις
αποθήκευσης φυσικού
αερίου, βάσει του
ευρωπαϊκού Κανονισμού
υποχρεώθηκε να
αποθηκεύσει το 15% των
προβλεπόμενων ποσοτήτων
στην Ιταλία και στη
Βουλγαρία. Το ποσοστό
αυτό αν και
αντιστοιχούσε σε περίπου
9 τεραβατώρες,
περιορίστηκε έπειτα από
διαπραγματεύσεις με την
Κομισιόν και με απόφαση
της ΡΑΕ σε 1,14
τεραβατώρες, ποσότητα
που μπορούσε να
ανακτήσει το ελληνικό
σύστημα βάσει της
διαθέσιμης δυναμικότητας
στον αγωγό Τap και στον
ελληνοβουλγαρικό αγωγό.
Μεγαλύτερες ποσότητες
δεν είχαν νόημα να είναι
αποθηκευμένες σε
γειτονικές χώρες, αφού
δεν θα μπορούσαν να
χρησιμοποιηθούν σε
περίπτωση έκτακτης
ανάγκης, ήταν το εύλογο
επιχείρημα της ελληνικής
πλευράς προς την Ε.Ε.
Τις ποσότητες αυτές
κλήθηκαν βάσει του
σχεδίου προληπτικής
δράσης να αποθηκεύσουν
συνολικά οι εταιρείες
(ΔΕΠΑ, Μυτιληναίος,
Προμηθέας, Elpedison,
ΗΡΩΝ, ΔΕΗ). (Απόφαση ΡΑΕ
672/12.09.2022 – ΦΕΚ
4792). Η αποθήκευση
πραγματοποιήθηκε με
χρήση των αποθηκών
Βουλγαρίας (Chiren) και
Ιταλίας (κυρίως Stogit).
Για τις ποσότητες αυτές
υπήρξε πρόβλεψη
αποζημίωσης των υπόχρεων
εταιρειών για τα κόστη
μεταφοράς και
αποθήκευσης του φυσικού
αερίου καθώς και για τη
διαφορά κόστους
προμήθειας κατά την
περίοδο της αποθήκευσης
(Αύγουστος – Σεπτέμβριος
2022) σε σχέση με το
κόστος φυσικού αερίου
κατά την περίοδο που
προβλεπόταν η εξαγωγή
του (1 Νοεμβρίου 2022 –
31 Μαρτίου 2023). Το
κόστος αυτό υπολογίστηκε
από τη ΡΑΕ στα 136 εκατ.
ευρώ και πληρώνεται μέσω
της θέσπισης τέλους
ασφάλειας εφοδιασμού, το
οποίο με απόφαση της ΡΑΕ
(888.30.12.2022)
μεταβιβάστηκε στο σύνολο
των καταναλωτών.
Το τελικό κόστος ωστόσο
αυτού του μέτρου
εκτινάχθηκε στα 200
εκατ. ευρώ, καθώς δεν
είχε προβλεφθεί η
αποκλιμάκωση της τιμής
του φυσικού αερίου τους
πρώτους μήνες του 2023.
Ενώ οι εταιρείες
αποθήκευσαν φυσικό αέριο
σε τιμές της τάξης των
100 και 150
ευρώ/μεγαβατώρα, το
διέθεσαν στην αγορά με
τιμές στα 50
ευρώ/μεγαβατώρα.
Επειδή μάλιστα δεν
επαρκούν τα διαθέσιμα
κεφάλαια για την
αποζημίωση των χρηστών
στον Λογαριασμό
Ασφάλειας Εφοδιασμού, το
ΥΠΕΝ με νομοθετική
ρύθμιση έδωσε τη
δυνατότητα στον ΔΕΣΦΑ να
προχωρήσει στη σύναψη
δανείου έως και 80 εκατ.
ευρώ αλλά και να
αξιοποιήσει για τον
σκοπό αυτό ποσά από τα
έσοδα που εισέπραξε από
τις δημοπρασίες για
δέσμευση δυναμικότητας
στο σύστημα. Τα ποσά
αυτά, σύμφωνα με τη
νομοθετική ρύθμιση, θα
τα ανακτήσει ο ΔΕΣΦΑ
εντόκως έως το 2027 μέσω
του τέλους ασφάλειας
εφοδιασμού, το οποίο θα
επαναπροσαρμόζεται
ανάλογα με αποφάσεις της
ΡΑΕ για να καλύπτει τα
ποσά που αντιστοιχούν
ανά έτος.
Τα έξτρα φορτία LNG
Στα 50 εκατ. ευρώ,
τέλος, έφτασε το κόστος
αποζημίωσης της ΔΕΠΑ για
τα φορτία LNG που είχε
δεσμευτεί να παραλάβει
από την Total το
διάστημα Νοεμβρίου 2022
– Μαρτίου 2023, βάσει
σύμβασης που είχαν
υπογράψει στο πλαίσιο
του σχεδιασμού για την
ασφάλεια εφοδιασμού της
χώρας. Η ΔΕΠΑ ακύρωσε
την παραλαβή των
φορτίων, λόγω υποχώρησης
της ζήτησης και η
προβλεπόμενη από τη
σύμβαση αποζημίωση προς
τη γαλλική εταιρεία,
ύψους περί τα 50 εκατ.
ευρώ, θα καλυφθεί από το
Ταμείο Ενεργειακής
Μετάβασης. Εκδόθηκε
μάλιστα προχθές από το
ΥΠΕΝ η προβλεπόμενη σε
πρόσφατη νομοθετική
ρύθμιση υπουργική
απόφαση για την καταβολή
της αποζημίωσης της ΔΕΠΑ
Εμπορίας, βάσει των
παραστατικών που θα
προσκομίσει η εταιρεία
στον ΔΑΠΕΕΠ
(διαχειριστής ΑΠΕ).
Η ενίσχυση της
Ρεβυθούσας
Εκτός προϋπολογισμού
κινήθηκε και το κόστος
της πλωτής δεξαμενής FSU
που εγκαταστάθηκε στη
Ρεβυθούσα τον περασμένο
Ιούλιο. Το πλωτό FSU
μίσθωσε ο ΔΕΣΦΑ για ένα
έτος με οψιόν για
ανανέωση ενός ακόμη
έτους, έπειτα από
σχετική έγκριση της ΡΑΕ
για να αυξήσει την
αποθηκευτική
δυναμικότητα της
Ρεβυθούσας που
εξυπηρετούσε πέρυσι και
τις αυξημένες ανάγκες σε
φυσικό αέριο της
Βουλγαρίας και άλλων
χωρών των Βαλκανίων.
Λειτούργησε τελικά μόνο
ως χώρος αποθήκευσης
στρατηγικών αποθεμάτων
LNG για τους
ηλεκτροπαραγωγούς τη
χειμερινή περίοδο. Το
κόστος ενοικίασης ήταν
20 εκατ. ευρώ, ωστόσο το
συνολικό κόστος ξεπέρασε
τα 41,5 εκατ. ευρώ,
σύμφωνα με τους
υπολογισμούς του ΔΕΣΦΑ
και κατά πολύ παραπάνω
σύμφωνα με εκτιμήσεις
της αγοράς, λόγω του
υψηλού λειτουργικού
κόστους που προέκυψε από
τις απώλειες του
αποθηκευμένου φυσικού
αερίου. |