| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Παρασκευή, 00:01 - 12/05/2023

 

Περίληψη: 

Αν αυτή η επιχείρηση αντεπίθεσης της Ουκρανίας αποδειχθεί το αποκορύφωμα της Δυτικής βοήθειας προς το Κίεβο, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο χρόνος είναι ακόμη με το μέρος της και ότι οι κουρασμένες ρωσικές δυνάμεις μπορούν τελικά να εξουθενώσουν τον ουκρανικό στρατό.

 

 

---------------------------

Καθώς η ρωσική χειμερινή επίθεση φτάνει στο αποκορύφωμά της, η Ουκρανία είναι έτοιμη να αναλάβει την πρωτοβουλία. Τις επόμενες εβδομάδες, σχεδιάζει να διεξαγάγει μια επιθετική επιχείρηση ή μια σειρά από επιχειρήσεις, που ίσως αποδειχθούν καθοριστικές σε αυτήν την φάση της σύγκρουσης. Ετούτη δεν είναι η μόνη εναπομείνασα ευκαιρία της Ουκρανίας να απελευθερώσει μια σημαντική έκταση εδάφους και να επιφέρει μια σημαντική ήττα στις ρωσικές δυνάμεις, αλλά η επερχόμενη επίθεση μπορεί να είναι η στιγμή κατά την οποία ο διαθέσιμος Δυτικός στρατιωτικός εξοπλισμός, η εκπαίδευση, και τα πυρομαχικά διασταυρώνονται καλύτερα με τις δυνάμεις που έχει θέσει η Ουκρανία για την επιχείρηση αυτή. Η Ουκρανία είναι επίσης πρόθυμη να αποδείξει ότι, παρά τους μήνες σκληρών μαχών, ο στρατός της δεν έχει εξαντληθεί και παραμένει ικανός να διαπεράσει τις ρωσικές γραμμές.

Ουκρανός στρατιώτης εξαπολύει αντιαρματικό όλμο κοντά στη Μπαχμούτ, στην Ουκρανία, τον Μάιο του 2023. Sofiia Gatilova / Reuters
 

-----------------------------------------------------------

Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, ωστόσο, έχουν δώσει υπερβολική έμφαση στην επερχόμενη επίθεση χωρίς να εξετάσουν επαρκώς τι θα ακολουθήσει μετά και αν η Ουκρανία βρίσκεται στην κατάλληλη θέση για την επόμενη φάση. Είναι κρίσιμο οι Δυτικοί εταίροι της Ουκρανίας να αναπτύξουν μια μακροπρόθεσμη θεωρία νίκης για την Ουκρανία, καθώς ακόμη και στο καλύτερο σενάριο, η επερχόμενη επίθεση είναι απίθανο να τερματίσει την σύγκρουση. Πράγματι, αυτό που θα ακολουθήσει τούτη την επιχείρηση θα μπορούσε να είναι μια άλλη περίοδος απροσδιόριστων μαχών και φθοράς, αλλά με μειωμένες παραδόσεις πυρομαχικών στην Ουκρανία. Αυτός είναι ήδη ένας μακροχρόνιος πόλεμος [1], και είναι πιθανό να παραταθεί. Η ιστορία είναι ένας ατελής οδηγός, αλλά υποδεικνύει ότι οι πόλεμοι που διαρκούν περισσότερο από ένα έτος είναι πιθανό να συνεχιστούν για τουλάχιστον αρκετά ακόμη και είναι εξαιρετικά δύσκολο να τερματιστούν. Επομένως, μια Δυτική θεωρία επιτυχίας πρέπει να αποτρέψει μια κατάσταση στην οποία ο πόλεμος θα παρατείνεται, αλλά όπου οι Δυτικές χώρες δεν θα είναι σε θέση να παράσχουν στην Ουκρανία ένα αποφασιστικό πλεονέκτημα.

Η Ουκρανία ίσως κάλλιστα να επιτύχει στο πεδίο της μάχης, αλλά θα χρειαστεί χρόνος για να μετατραπούν οι στρατιωτικές νίκες σε πολιτικά αποτελέσματα. Η Δύση πρέπει επίσης να προετοιμαστεί για την προοπτική ότι αυτή η επίθεση ίσως να μην επιτύχει τα είδη των κερδών που παρατηρήθηκαν κατά την διάρκεια των επιτυχημένων επιχειρήσεων της Ουκρανίας στο Χάρκοβο και την Χερσώνα. Τοποθετώντας πάρα πολλά στοιχήματα στην έκβαση αυτής της επίθεσης, οι Δυτικές χώρες δεν έχουν σηματοδοτήσει αποτελεσματικά την δέσμευσή τους σε μια παρατεταμένη προσπάθεια. Αν αυτή η επιχείρηση αποδειχθεί το αποκορύφωμα της Δυτικής βοήθειας προς το Κίεβο, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να υποθέσει ότι ο χρόνος είναι ακόμη με το μέρος της και ότι οι κουρασμένες ρωσικές δυνάμεις μπορούν τελικά να εξουθενώσουν τον ουκρανικό στρατό. Είτε η επόμενη επιχείρηση της Ουκρανίας είναι επιτυχής είτε όχι, ο ηγέτης της Ρωσίας ίσως να έχει λίγα κίνητρα για διαπραγματεύσεις. Για να διατηρήσει η Ουκρανία την δυναμική της -και την πίεση- τα Δυτικά κράτη πρέπει να αναλάβουν μια σειρά δεσμεύσεων και σχεδίων για το τι θα ακολουθήσει μετά από αυτήν την επιχείρηση, αντί να διατηρήσουν μια προσέγγιση αναμονής. Διαφορετικά, η Δύση κινδυνεύει να δημιουργήσει μια κατάσταση κατά την οποία οι ρωσικές δυνάμεις θα είναι σε θέση να ανακάμψουν, να σταθεροποιήσουν τις γραμμές τους και να προσπαθήσουν να ανακτήσουν την πρωτοβουλία.

ΕΝΑΣ ΒΑΝΑΥΣΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Μετά από διαδοχικές ήττες στο Χάρκοβο και την Χερσώνα, ο ρωσικός στρατός ήταν ευάλωτος οδεύοντας προς τον χειμώνα. Αλλά και οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις υπέστησαν απώλειες και εξάντλησαν πυρομαχικά σε εκείνες τις επιχειρήσεις, γεγονός που τις ανάγκασε να επικεντρωθούν στην δική τους ανασυγκρότηση. Παρά την προηγούμενη αισιοδοξία ότι η Ουκρανία θα μπορούσε να πιέσει το πλεονέκτημά της μέχρι τον χειμώνα, ο ουκρανικός στρατός δεν ήταν σε ισχυρή θέση να διατηρήσει την επίθεσή του και να επιτύχει περαιτέρω κέρδη στο πεδίο της μάχης. Η κινητοποίηση και η επιτυχής απόσυρση από την δεξιά όχθη της Χερσώνας βοήθησαν την Ρωσία να σταθεροποιήσει τις γραμμές της, να δημιουργήσει μια εφεδρεία, και να αναπτύξει μια πιο βιώσιμη εναλλαγή για τις μονάδες έξω από το μέτωπο. Ο ρωσικός στρατός άρχισε επίσης να κατασκευάζει πιο εξελιγμένες άμυνες σε όλη την γραμμή του μετώπου στην Ουκρανία με ναρκοπέδια, αντιαρματικά εμπόδια, και χαρακώματα. Μειώνοντας το μέτωπο και αυξάνοντας τον αριθμό του προσωπικού που αναπτύχθηκε, ο ρωσικός στρατός αύξησε επίσης την πυκνότητα των δυνάμεων σε σχέση με το έδαφος που υπερασπιζόταν. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια περίοδος εξοντωτικής φθοράς, όπου καμία πλευρά δεν είχε σημαντικό πλεονέκτημα.

Ευτυχώς για την Ουκρανία, η πολιτική ηγεσία της Ρωσίας αποδείχθηκε ανυπόμονη, εγκαταλείποντας την αμυντική στρατηγική και αντικαθιστώντας τον ικανότερο στρατηγό, Sergey Surovikin, με τον Valery Gerasimov, τον αρχηγό του ρωσικού γενικού επιτελείου, ως διοικητή των δυνάμεών της στην Ουκρανία. Ο Gerasimov ξεκίνησε μια κακοσχεδιασμένη και κακώς συγχρονισμένη επίθεση σε όλη τη Ντονμπάς από τα τέλη Ιανουαρίου. Ο ρωσικός στρατός, ο οποίος εξακολουθούσε να ανακάμπτει, δεν ήταν σε θέση να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις, δεδομένων των ελλείψεών του σε ποιότητα δυνάμεων, εξοπλισμό, και πυρομαχικά. Η Μόσχα είχε κινητοποιήσει περισσότερο από 300.000 προσωπικό, το οποίο χρησιμοποίησε γρήγορα για να αναπληρώσει τις ρωσικές δυνάμεις, αλλά δεν μπορούσε να αποκαταστήσει επαρκές επιθετικό δυναμικό. Η ποσότητα έχει όντως σημασία, αλλά ένας στρατός δεν μπορεί να αποκαταστήσει την ποιότητά του μέσα σε λίγους μήνες.

Στην πράξη, λοιπόν, η χειμερινή επίθεση της Ρωσίας εξαρτιόταν από ένα μικρό ποσοστό του στρατού της, κυρίως από τους πεζοναύτες και τις αερομεταφερόμενες μονάδες, οι οποίες είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες [2] καθ' όλη την διάρκεια του πολέμου και βασίζονταν όλο και περισσότερο σε επιστρατευμένο προσωπικό ως αντικαταστάτες. Στη Μπαχμούτ, το μεγαλύτερο μέρος των μαχών έγινε από την συνδεδεμένη με το κράτος παραστρατιωτική οργάνωση Wagner, αντί των τακτικών ενόπλων δυνάμεων οι οποίες έπαιζαν σε μεγάλο βαθμό υποστηρικτικό ρόλο. Σε γενικές γραμμές, ο ρωσικός στρατός έδειξε ότι δεν ήταν πλέον ικανός για πολεμικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας. Αντ' αυτού, διεξήγαγε τοπικές επιθέσεις με μικρότερους σχηματισμούς και αποσπάσματα εφόδου.

Ο ρωσικός στρατός προσπάθησε ωστόσο να επιτεθεί κατά μήκος έξι αξόνων -Αβντίεβκα, Μπαχμούτ, Μπιλοχορίβκα, Κρεμίνα-Λάιμαν, Μαρίνκα και Βουχλεντάρ- ελπίζοντας να καταπονήσει τις ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις σε ένα ευρύ μέτωπο. Αλλά σε σύγκριση με τη μάχη της Ντονμπάς το 2022, η Ρωσία είχε ασθενέστερο πλεονέκτημα στο πυροβολικό κατά την διάρκεια αυτών των εκστρατειών, και τούτη η ανεπάρκεια περιόρισε περαιτέρω τις επιθετικές της δυνατότητες. Οι ρωσικές δυνάμεις ανέκτησαν την πρωτοβουλία των κινήσεων μέσω αυτών των επιθέσεων και καθήλωσαν τις ουκρανικές δυνάμεις στην θέση τους, αλλά παρά τις χιλιάδες απώλειες, ο ρωσικός στρατός κέρδισε ελάχιστο έδαφος και η επίθεση δεν οδήγησε σε σημαντική πρόοδο. Αντιθέτως, η επίθεση της Ρωσίας αποδυνάμωσε περαιτέρω τον στρατό της δαπανώντας ανθρώπινο δυναμικό, υλικό, και πυρομαχικά. Αυτές οι απώλειες θα δώσουν στην Ουκρανία την καλύτερη ευκαιρία να εξαπολύσει την αντεπίθεση. Οι προσπάθειες της Ρωσίας να καταλάβει τη Ντονμπάς φέτος κατέδειξαν επίσης ότι η στρατηγική της Μόσχας εξακολουθεί να πάσχει από αναντιστοιχία μεταξύ των πολιτικών στόχων και των στρατιωτικών μέσων.

Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤH ΜΠΑΧΜΟΥΤ

Ωστόσο, στην μάχη για τη Μπαχμούτ, με την πάροδο του χρόνου, η θέση της Ουκρανίας έγινε επισφαλής. Οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις έχουν εν μέρει περικυκλωθεί από τον Φεβρουάριο και δεν απολαμβάνουν πλέον τόσο ευνοϊκή αναλογία φθοράς όσο κάποτε. Η Μπαχμούτ περιβάλλεται από ύψωμα, το οποίο έδωσε στις ρωσικές δυνάμεις πλεονέκτημα μόλις κατέλαβαν τη νότια και την βόρεια πλευρά τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, αντίστοιχα. Η κατάσταση φαινόταν άσχημη στις αρχές Μαρτίου. Παρόλο που η Ουκρανία σταθεροποίησε τις πλευρές δεσμεύοντας πρόσθετες δυνάμεις, επιτρέποντάς της να εξασφαλίσει την εναπομείνασα κύρια οδό ανεφοδιασμού στην πόλη, οι ρωσικές δυνάμεις έχουν πλέον καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η Μόσχα δεν διέθετε τις δυνάμεις που απαιτούνταν για να περικυκλώσει τη Μπαχμούτ, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική νίκη, οπότε αντ' αυτού επικεντρώθηκε στην πιο συμβολική νίκη της κατάληψης της ίδιας της πόλης.

Σε σύγκριση με τη μάχη της Βουχλεντάρ και άλλων τμημάτων του μετώπου κατά την διάρκεια της χειμερινής επίθεσης της Ρωσίας, η αναλογία φθοράς της Ουκρανίας στη Μπαχμούτ είναι λιγότερο ευνοϊκή και ένα μικρότερο ποσοστό των απωλειών της Ρωσίας προέρχεται από επίλεκτες μονάδες. Τμήματα από την 106η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία Φρουράς της Ρωσίας και άλλες ρωσικές στρατιωτικές μονάδες επιχειρούν κατά μήκος του μετώπου του Μπαχμούτ, αλλά η ομάδα Wagner ηγείται της μάχης, ιδίως στην ίδια την πόλη. Η πλειονότητα των ρωσικών απωλειών στη Μπαχμούτ προέρχεται από την Wagner και η πλειονότητα των απωλειών της Wagner προέρχεται από ελάχιστα εκπαιδευμένους κατάδικους. Αυτές οι απώλειες έχουν σημασία, αλλά η απώλεια καταδίκων επηρεάζει την συνολική πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας πολύ λιγότερο από την απώλεια τακτικών στρατιωτών ή επιστρατευμένου προσωπικού, ιδίως εκτός τοποθεσιών όπως η Μπαχμούτ. Οι κατάδικοι της Wagner αντιπροσωπεύουν μια ελάχιστη επένδυση και δεν είναι άτομα που αφαιρούνται από την οικονομία, κι έτσι οι απώλειές τους δεν έχουν πολιτικές επιπτώσεις. Δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης της Wagner για κατάδικους, δεν είναι σαφές ότι αυτή η προσέγγιση θα είχε αποδειχθεί αποτελεσματική εκτός ενός αστικού περιβάλλοντος όπως η Μπαχμούτ.

Κατά την διάρκεια των προηγούμενων επιθέσεων της Ουκρανίας, το στήριγμα του ρωσικού στρατού ήταν το αερομεταφερόμενο και το ναυτικό πεζικό του, όχι οι δυνάμεις της Wagner. Για την Ρωσία, λοιπόν, μπορεί να αποδειχθεί ότι οι βαριές απώλειες που υπέστησαν οι επίλεκτες μονάδες στην Vuhledar, όπως η 40η Ταξιαρχία Ναυτικού Πεζικού και η 155η Ταξιαρχία Ναυτικού Πεζικού, ήταν στρατηγικά πιο σημαντικές από τις σχετικές απώλειες στη Μπαχμούτ. Οι απώλειες στην Βουχλεντάρ θα μπορούσαν να καταστήσουν δύσκολη την άμυνα των ρωσικών δυνάμεων απέναντι στην επερχόμενη επίθεση της Ουκρανίας. Αλλά η Ουκρανία μπορεί επίσης να διαπιστώσει ότι οι δυνάμεις και τα πυρομαχικά που ξόδεψε για την υπεράσπιση της Μπαχμούτ, σε σχετικά δυσμενές έδαφος, θα θέσουν περιορισμούς στις επιχειρήσεις αργότερα φέτος. Επιπλέον, οι επιθέσεις της Wagner καθήλωσαν σημαντικό αριθμό ουκρανικών δυνάμεων κατά την διάρκεια του χειμώνα, δίνοντας στον ρωσικό στρατό χρόνο να σταθεροποιήσει τις γραμμές του και να οχυρωθεί.

ΗΜπαχμούτ είναι σημαντική κυρίως για πολιτικούς και συμβολικούς λόγους. Στρατηγικά, αποτελεί πύλη προς την Slovyansk και την Kramatorsk, αλλά η Ουκρανία συνεχίζει να κατέχει καλύτερο αμυντικό έδαφος δυτικά της πόλης. Η κατάληψή της βοηθά ελάχιστα τις ρωσικές δυνάμεις να προωθηθούν περαιτέρω, και μπορεί να δυσκολευτούν να την υπερασπιστούν στην συνέχεια. Αλλά τελικά, η στρατιωτική στρατηγική είναι πολιτική, καθώς γεφυρώνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις με τους πολιτικούς στόχους. Η ηγεσία της Ουκρανίας επιθυμεί να αποφύγει να δώσει στην Ρωσία οποιαδήποτε νίκη που θα μπορούσε να ενισχύσει το ρωσικό ηθικό, και έχει επιλέξει να συνεχίσει να υπερασπίζεται τη Μπαχμούτ.

Επομένως, είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμε την επίδραση της μάχης της Μπαχμούτ στον πόλεμο αυτό. Το αποτέλεσμα θα είναι σαφέστερο εκ των υστέρων. Οι ουκρανικές δυνάμεις απέφυγαν την περικύκλωση και κατάφεραν να προκαλέσουν υψηλό κόστος στον ρωσικό στρατό, ακόμη και αν οι περισσότερες απώλειες φαίνεται να αφορούν μονάδες της Wagner. Μακροπρόθεσμα, η σημασία των πόρων που ξόδεψαν και οι δύο πλευρές στην μάχη θα είναι πιθανότατα ο πιο σημαντικός παράγοντας. Το κατά πόσον η Ουκρανία θα μπορούσε να είχε ακολουθήσει μια καλύτερη προσέγγιση σε αυτήν την περίπτωση θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης για τους ιστορικούς.

ΠΑΛΕΥΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Η Ουκρανία προσπάθησε να οικοδομήσει μια δύναμη ικανή να διεξάγει επίθεση επιπλέον των σχηματισμών της που έχουν αναπτυχθεί αυτή την στιγμή. Το Κίεβο έχει συγκεντρώσει τρία σώματα που αποτελούνται από μηχανοποιημένες (ή μηχανοκίνητες) ταξιαρχίες πεζικού. Αυτές οι νέες μονάδες περιλαμβάνουν περίπου εννέα ταξιαρχίες ελιγμών οπλισμένες σε μεγάλο βαθμό με εξοπλισμό που παρέχεται από την Δύση και τουλάχιστον τρεις [με εξοπλισμό] που παρήχθη από την Ουκρανία. Αυτές οι ταξιαρχίες πιθανότατα θα αποτελούνται από νεοστρατολογηθέν προσωπικό, ίσως με έναν πυρήνα έμπειρων στρατιωτών. Οι μονάδες θα υποστηριχθούν από πολλές ταξιαρχίες εφόδου, στο πλαίσιο της προσπάθειας του ουκρανικού Υπουργείου Εσωτερικών να στήσει μια δύναμη «Επιθετικής Φρουράς» προς υποστήριξη. Καθώς όμως η επίθεση πλησιάζει, δεν είναι ξεκάθαρο ποιό ποσοστό αυτών των μονάδων θα έχει ολοκληρωθεί για την επιχείρηση, ή αν οι υποστηρικτικές ταξιαρχίες θα συγκεντρωθούν εγκαίρως.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ουκρανία είναι ότι, παρά την εισροή Δυτικού εξοπλισμού, η δύναμή της είναι σε μεγάλο βαθμό κινητοποιημένη, άνιση από πλευράς ποιότητας, και εκπαιδεύεται με συμπιεσμένο πρόγραμμα. Και κατά την διάρκεια του περασμένου έτους, ο ουκρανικός στρατός είχε σημαντικές απώλειες. Πολλοί κατώτεροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, βετεράνοι στρατιώτες, και στρατιώτες που είχαν προηγουμένως εκπαιδευτεί από το ΝΑΤΟ έχουν χαθεί στις μάχες. Αυτός είναι ένας πολύ σύντομος χρόνος ώστε οι νεοστρατευθέντες στρατιώτες να εξειδικευτούν στον νέο εξοπλισμό και να διεξάγουν εκπαίδευση συνδυασμένων όπλων ως μια μονάδα. Γενικά, το πλεονέκτημα της Ουκρανίας ήταν ότι ως δύναμη έχει αποδειχθεί πιο προσαρμοστική, με πολύ καλύτερα κίνητρα, και με περισσότερη επιβράβευση της πρωτοβουλίας από όσο ο ρωσικός στρατός.

Η Ουκρανία έχει πολεμήσει τον πόλεμο με τον δικό της τρόπο, με ένα μείγμα διοίκησης αποστολής (mission command) σε κατώτερα επίπεδα και μερικές φορές με σοβιετικού τύπου κεντρική διοίκηση στην κορυφή. Έχει δώσει μεγάλη έμφαση στο πυροβολικό και την φθορά [του αντιπάλου] έναντι των ελιγμών στον πόλεμο, ενώ παράλληλα ενσωματώνει την Δυτική ακρίβεια και τις πληροφορίες για πλήγματα μεγάλης εμβέλειας. Η Δυτική προσέγγιση ήταν να εκπαιδεύσει τις ουκρανικές δυνάμεις σε ελιγμούς συνδυασμένων όπλων σε μια προσπάθεια να πολεμήσουν περισσότερο όπως ένας στρατός του ΝΑΤΟ, παρόμοια με αυτό που έχει διδάξει η Δύση σε προηγούμενα προγράμματα εκπαίδευσης και βοήθειας. Η πρόκληση με αυτήν την προσέγγιση είναι ότι οι στρατιώτες του ΝΑΤΟ δεν είναι συνηθισμένοι να πολεμούν χωρίς αεροπορική υπεροχή, ειδικά εναέρια υπεροχή που καθιερώνεται και διατηρείται από την αμερικανική αεροπορική δύναμη, ή τουλάχιστον με τις δυνατότητες επιμελητείας και ενεργοποίησης που συνήθως προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στη μάχη. Ως αποτέλεσμα, οι Ουκρανοί στρατιώτες πρέπει να αντιμετωπίσουν τις προετοιμασμένες άμυνες της Ρωσίας χωρίς το είδος της αεροπορικής υποστήριξης και της υλικοτεχνικής υποστήριξης που έχουν συνηθίσει από καιρό οι Δυτικοί εκπαιδευτές τους.

Οι άμυνες της Ρωσίας δεν είναι αδιαπέραστες, αλλά θα μπορούσαν να είναι αρκετά ισχυρές για να διαβρώσουν τις ουκρανικές δυνάμεις σε πολλαπλές αμυντικές γραμμές, ενώ κερδίζουν χρόνο ώστε να καταφθάσουν οι ενισχύσεις. Η βαθιά άμυνά τους έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει μια τακτική πρόοδο από την επίτευξη στρατηγικών αποτελεσμάτων -ειδικότερα, για να σταματήσει μια ουκρανική προέλαση από το να δημιουργήσει ορμή. Επομένως, η επερχόμενη επίθεση θα δοκιμάσει την τρέχουσα θεωρία επιτυχίας στο Κίεβο και στις συνεισφέρουσες Δυτικές πρωτεύουσες: [δηλαδή,] ότι οι ουκρανικές δυνάμεις, εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες με Δυτικά συστήματα, μπορούν να πολεμήσουν πιο αποτελεσματικά και να διαπεράσουν τις οχυρωμένες ρωσικές γραμμές.

Τόσο οι νέοι ουκρανικοί σχηματισμοί όσο και οι ρωσικές αμυντικές προετοιμασίες θα είναι σε μεγάλο βαθμό αδοκίμαστες στην αρχή της επίθεσης, καθιστώντας δύσκολη την πρόβλεψη της πορείας των επόμενων μαχών. Ομοίως, δεν είναι σαφές εάν η Δύση έχει παράσχει επαρκείς δυνατότητες για την επίθεση της Ουκρανίας, όπως εξοπλισμό παραβίασης, μηχανές εκκαθάρισης ναρκών, και εξοπλισμό γεφύρωσης. Παρά την κοινότοπη εστίαση σε αντικείμενα μεγάλης αξίας, όπως τανκς ή μαχητικά αεροσκάφη, είναι οι ενεργοποιητές (enablers), τα logistics, και η εκπαίδευση που έχουν συχνά το μεγαλύτερο αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου.

Η μεγάλη, επιστρατευμένη δύναμη της Ρωσίας αποδείχθηκε αναποτελεσματική στην διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων κατά την διάρκεια του χειμώνα, αλλά είναι ευκολότερο για τις ανεπαρκώς εκπαιδευμένες μονάδες να αμυνθούν παρά να επιτεθούν. Δεν είναι σαφές τι επιπτώσεις θα έχει η φθορά στις ελίτ ρωσικές μονάδες και οι δαπάνες πυρομαχικών κατά την χειμερινή επίθεση της Ρωσίας στην επερχόμενη επίθεση της Ουκρανίας. Αν και ο ρωσικός στρατός προετοιμάζεται για την αντεπίθεση της Ουκρανίας, η Ρωσία έχει ξοδέψει άστοχα πολύτιμους πόρους και το ρωσικό ηθικό [3] ίσως να είναι χαμηλό –αφήνοντας τις δυνάμεις της ευάλωτες. Ήπιοι παράγοντες και άυλα στοιχεία, τα οποία είναι δύσκολο να μετρηθούν, είναι πιθανόν υπέρ της Ουκρανίας. Ωστόσο, η κατάσταση είναι λιγότερο ευνοϊκή για τις ουκρανικές δυνάμεις από όσο ήταν στο Χάρκοβο τον Σεπτέμβριο. Το έργο της Ουκρανίας είναι τρομακτικό. Πρέπει όχι μόνο να πετύχει αλλά και να αποφύγει την υπερέκταση.

Ο ΜΑΚΡΥΣ ΔΡΟΜΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ

Η πρόκληση με την επερχόμενη επίθεση είναι ότι, παρά το γεγονός ότι έχει φορτωθεί με υψηλές προσδοκίες, φαίνεται σαν να είναι υπόθεση μιας προσπάθειας. Η Ουκρανία είναι πιθανό να λάβει μια ουσιαστική έγχυση πυρομαχικών πυροβολικού πριν από τούτη την επιχείρηση, αλλά αυτό το πακέτο θα προσφέρει ένα παράθυρο ευκαιρίας αντί για ένα διαρκές πλεονέκτημα. Οι προσπάθειες της Δύσης να υποστηρίξουν την Ουκρανία υποφέρουν από κοντόφθαλμη σκέψη, παρέχοντας δυνατότητες πάνω στην ώρα ή ως ένα κύμα για την επιθετική επιχείρηση, αλλά με λίγη σαφήνεια για το τι θα ακολουθήσει.

Είτε επιτυχής είτε όχι, η Ουκρανία μπορεί να γίνει μάρτυρας μιας άλλης περιόδου ακαθόριστων μαχών μετά από αυτή την επίθεση, συγκρίσιμη με ό,τι ακολούθησε τις επιτυχίες της στο Χάρκοβο και την Χερσώνα. Ο λόγος για αυτό είναι διπλός: οι Δυτικές χώρες πραγματοποίησαν βασικές επενδύσεις στην παραγωγική ικανότητα αργά σε αυτόν τον πόλεμο, και μεγάλο μέρος της υποστήριξης της Δύσης φαίνεται να επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα -μετά βλέποντας τι θα συμβεί στην συνέχεια. Το κενό μεταξύ των Δυτικών προσπαθειών καλύπτεται από τις ρωσικές προσπάθειες για σταθεροποίηση των γραμμών και ανασύνταξη, μαζί με παρατεταμένες περιόδους φθοράς. Πράγματι, η Ουκρανία ίσως να αναγκαστεί να πολεμήσει με λιγότερα πυρομαχικά πυροβολικού ή αεράμυνας στα τέλη του τρέχοντος έτους από όσα ξόδευε κατά την διάρκεια της ρωσικής χειμερινής επίθεσης.

Ωστόσο, αυτό που παρέμεινε σταθερό είναι ότι οι αναλυτές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής που πιστεύουν ότι το επόμενο οπλικό σύστημα που θα σταλεί στην Ουκρανία θα αποδειχθεί ότι θα αλλάξει το παιχνίδι, απογοητεύονται κάθε φορά. Οι συμβατικοί πόλεμοι αυτής της κλίμακας απαιτούν μεγάλο αριθμό εξοπλισμού και πυρομαχικών και κλιμακούμενα προγράμματα εκπαίδευσης. Η ικανότητα έχει σημασία, αλλά δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Η Ουκρανία πιθανότατα θα ανακαταλάβει εδάφη στην επερχόμενη επίθεσή της και ίσως να διαρρήξει σημαντικά τις γραμμές της Ρωσίας. Αλλά ακόμα κι αν η Ουκρανία πετύχει μια στρατιωτική νίκη, ή μια σειρά από νίκες, αυτό δεν σημαίνει ότι ο πόλεμος θα τελειώσει σε αυτό το σημείο. Εναπόκειται στον ηττημένο να αποφασίσει πότε θα τελειώσει ένας πόλεμος, και αυτή η σύγκρουση είναι εξίσου πιθανό να συνεχιστεί με έναν πόλεμο στα σύνορα Ρωσίας-Ουκρανίας.

Σε αυτό το σημείο, υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία ότι ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, θα τερματίσει πρόθυμα την σύγκρουση, ακόμη και αν ο ρωσικός στρατός αντιμετωπίζει ήττα. Ίσως να επιδιώξει να τον συνεχίσει ως πόλεμο φθοράς, ανεξάρτητα από τις προοπτικές για τις ρωσικές δυνάμεις στο πεδίο της μάχης. Ο Πούτιν ίσως να υποθέτει ότι αυτή η επίθεση αντιπροσωπεύει το υψηλότερο σημείο της Δυτικής βοήθειας και ότι, με την πάροδο του χρόνου, η Ρωσία ίσως ακόμη να εξαντλήσει τον ουκρανικό στρατό, πιθανώς στον τρίτο ή τον τέταρτο χρόνο της σύγκρουσης. Αυτές οι υποθέσεις ίσως να είναι αντικειμενικά λανθασμένες, αλλά εφόσον η Μόσχα πιστεύει ότι η επόμενη επίθεση είναι μια μεμονωμένη υπόθεση, ίσως να θεωρήσει ως λογικό ότι ο χρόνος είναι ακόμα στο πλευρό της Ρωσίας. Ομοίως, εάν η Ουκρανία είναι επιτυχής, τότε ούτε η κοινωνία της ούτε η πολιτική της ηγεσία θα είναι πρόθυμοι να συμβιβαστούν με οτιδήποτε άλλο εκτός από την ολοκληρωτική νίκη. Εν ολίγοις, είναι απίθανο η επερχόμενη επίθεση να δημιουργήσει καλές προοπτικές για διαπραγματεύσεις.

Τούτου λεχθέντος, η Ρωσία δεν φαίνεται να βρίσκεται σε καλή θέση για έναν αέναο πόλεμο. Η ικανότητα της Ρωσίας να επισκευάζει και να αποκαθιστά τον εξοπλισμό [που βγάζει] από τις αποθήκες της φαίνεται τόσο περιορισμένη που η χώρα εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον σοβιετικό εξοπλισμό από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 ώστε να συμπληρώσει τα επιστρατευμένα συντάγματα. Καθώς η Ουκρανία αποκτά καλύτερο Δυτικό εξοπλισμό, ο ρωσικός στρατός μοιάζει όλο και περισσότερο με μουσείο της πρώιμης περιόδου του Ψυχρού Πολέμου. Υπάρχουν επίσης αυξανόμενες ενδείξεις πίεσης στην ρωσική οικονομία, όπου τα έσοδα από τις πωλήσεις ενέργειας περιορίζονται από τις κυρώσεις και την απομάκρυνση της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο. Ακόμα κι αν η Μόσχα μπορέσει να συνεχίσει να επιστρατεύει ανθρώπινο δυναμικό και να φέρνει παλαιό στρατιωτικό εξοπλισμό στο πεδίο της μάχης, η Ρωσία θα αντιμετωπίσει αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις και ελλείψεις ειδικευμένου εργατικού δυναμικού.

Οι ρωσικές δυνάμεις στην Ουκρανία εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ένα δομικό πρόβλημα ανθρώπινου δυναμικού και παρά την εθνική εκστρατεία στρατολόγησης, η Μόσχα πιθανότατα θα χρειαστεί να επιστρατεύσει ξανά για να στηρίξει τον πόλεμο. Είναι απελπισμένη να αποφύγει να το κάνει. Εάν η Δύση μπορέσει να στηρίξει την πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας, τότε παρά την ανθεκτικότητά της και τα αποθέματα επιστράτευσής της, η Ρωσία ίσως να δει το μειονέκτημά της να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου. Τους τελευταίους μήνες, οι ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να πραγματοποιούν τις απαραίτητες επενδύσεις στην παραγωγή πυροβολικού και την έκδοση συμβάσεων προμηθειών, αν και ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις έρχονται για πάνω από έναν χρόνο αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος.

Κάποιοι μπορεί να ελπίζουν ότι μια επιτυχημένη επίθεση ίσως σύντομα να οδηγήσει σε ανακωχή κατόπιν διαπραγματεύσεων, αλλά αυτό πρέπει να εξισορροπηθεί έναντι της προοπτικής ότι μια κατάπαυση του πυρός θα οδηγήσει απλώς σε μια περίοδο επανεξοπλισμού, μετά την οποία η Μόσχα πιθανότατα θα επιδιώξει να ανανεώσει τον πόλεμο. Το αν μια ανακωχή ευνοεί την Ρωσία ή την Ουκρανία είναι συζητήσιμο. Η Ρωσία σίγουρα θα επιδιώξει να επανεξοπλιστεί, αλλά η έκταση της συνέχισης της Δυτικής στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία είναι αβέβαιη. Κατά συνέπεια, ο τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν επόμενο πόλεμο. Σε τελική ανάλυση, η τρέχουσα σύγκρουση είναι η συνέχεια της αρχικής ρωσικής εισβολής του 2014 στην Ουκρανία.

Μεταξύ των Δυτικών χωρών, υπάρχουν ανταγωνιστικά οράματα για το πώς μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος. Μια ήττα για τη Μόσχα δεν είναι το ίδιο με τη νίκη για το Κίεβο και δεν χρειάζεται να ταξιδέψει κανείς πολύ στην Ευρώπη για να ανακαλύψει ότι δεν ορίζουν όλοι με τον ίδιο τρόπο τη νίκη της Ουκρανίας. Ορισμένοι βλέπουν την παρούσα κατάσταση ως ήδη μια στρατηγική ήττα για τη Μόσχα˙ για άλλους, αυτό το αποτέλεσμα παραμένει απροσδιόριστο. Όπως έχουν τα πράγματα, αυτό που θα ακολουθήσει την επερχόμενη επίθεση θα αποκαλύψει εάν οι Δυτικές χώρες εξοπλίζουν την Ουκρανία για να βοηθήσουν το Κίεβο να αποκαταστήσει πλήρως τον εδαφικό έλεγχο ή απλώς για να το θέσουν σε καλύτερη θέση για διαπραγματεύσεις.

Αν και η επερχόμενη ουκρανική επίθεση θα κάνει πολλά για να δημιουργήσει προσδοκίες για τη μελλοντική τροχιά αυτού του πολέμου, η πραγματική πρόκληση είναι να σκεφτούμε τι θα ακολουθήσει. Η επίθεση έχει καταναλώσει σχεδιασμό, αλλά μια νηφάλια προσέγγιση θα αναγνωρίσει ότι η υποστήριξη της Ουκρανίας θα είναι μια μακροπρόθεσμη προσπάθεια. Είναι καιρός, λοιπόν, η Δύση να αρχίσει να σχεδιάζει πιο ενεργά για το μέλλον, πέρα από την επερχόμενη επίθεση. Η ιστορία δείχνει ότι οι πόλεμοι είναι δύσκολο να τελειώσουν και συχνά συνεχίζονται πολύ πέρα από τις αποφασιστικές φάσεις των μαχών, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης των διαπραγματεύσεων. Για την Ουκρανία και τους Δυτικούς υποστηρικτές της, μια λειτουργική θεωρία της νίκης πρέπει να βασίζεται στην αντοχή, αντιμετωπίζοντας τη μακροπρόθεσμη ποιότητα, ικανότητα, και τις ανάγκες για την διατήρηση της ισχύος της Ουκρανίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρώπη πρέπει να κάνουν τις απαραίτητες επενδύσεις για να υποστηρίξουν την πολεμική προσπάθεια πολύ μετά το 2023, να αναπτύξουν σχέδια για διαδοχικές επιχειρήσεις —και να αποφύγουν να εναποθέσουν τις ελπίδες τους σε οποιαδήποτε μεμονωμένη επιθετική προσπάθεια.

Ο MICHAEL KOFMAN είναι διευθυντής Ερευνητικού Προγράμματος του Προγράμματος Σπουδών Ρωσίας στο Center for Naval Analyses και επίκουρος ανώτερος συνεργάτης στο Center for a New American Security.
Ο ROB LEE είναι ανώτερος συνεργάτης στο Πρόγραμμα Ευρασίας του
Foreign Policy Research Institute.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74146/michael-kofman-kai-rob-lee/pera-apo-tin-epithesi-tis-oykranias?page=show

https://www.foreignaffairs.com/ukraine/russia-war-beyond-ukraines-offensive

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum