--------------------------
Στον σημερινό κόσμο,
είναι δύσκολο να
αγνοήσουμε το γεγονός
ότι η τεχνολογία
διαδραματίζει έναν
ολοένα και κρισιμότερο
ρόλο σε όλες τις πτυχές
της καθημερινότητας.
Αυτό το αξίωμα ισχύει
και στο σύγχρονο
γεωπολιτικό περιβάλλον
και ειδικότερα στις
τρέχουσες καταστάσεις
περιφερειακών
συγκρούσεων. Την
τελευταία δεκαετία
υπήρξε δραματική αύξηση
της στρατιωτικής χρήσης
των
UAV
[1] σε πεδία συγκρούσεων
χαμηλής και υψηλής
έντασης. Ειδικότερα,
η ευρεία χρήση των μη
επανδρωμένων συστημάτων
στις ένοπλες συγκρούσεις
αποτελεί το πιο πρόσφατο
στάδιο εξέλιξης στο
στρατιωτικό δόγμα
εκτέλεσης επιχειρήσεων.
Τόσο οι στρατιωτικές όσο
και οι πολιτικές
υπηρεσίες χρησιμοποιούν
τα μη επανδρωμένα
εναέρια συστήματα (UAS)
κυρίως για σκοπούς
συλλογής πληροφοριών
και, πιο πρόσφατα, ως
ένοπλες πλατφόρμες σε
όλες τις γραμμές του
μετώπου.

Ένα μη επανδρωμένο
drone
κατά την διάρκεια μιας
πτήσης κοντά στο
Palmdale,
στην Καλιφόρνια, τον
Μάιο του 2013.
Northrop
Grumman
/
Bob
Brown
/
Handout via
Reuters
------------------------------------------------------------
Η συνεχιζόμενη
ρωσο-ουκρανική σύγκρουση
προσφέρει μια πραγματική
μελέτη περίπτωσης (case
study)
για το πώς οι σύγχρονοι
στρατοί λειτουργούν και
ανταποκρίνονται
με τα
UAV
σε ενεργές ζώνες μάχης
και πώς η εκτεταμένη
χρήση
UAV
μπορεί να αλλάξει την
δυναμική κλιμάκωσης μιας
σύγκρουσης. Ειδικά,
τα τροποποιημένα και
ελαφρά οπλισμένα
εμπορικά
UAV
γίνονται πρωτοσέλιδα
λόγω της τεράστιας
επιτυχίας τους εναντίον
βαριά θωρακισμένων
στρατιωτικών στόχων,
αλλάζοντας την πορεία
των γεγονότων και
θέτοντας νέες προκλήσεις
στους στρατιωτικούς
επιτελείς σχεδιασμού και
στους διοικητές δυνάμεων
στο πεδίο.
Εκτός από τον
συγκεκριμένο στρατιωτικό
αντίκτυπο και τις
συνέπειές τους στην εξέλιξη
των συγκρούσεων, τα
UAV
θέτουν επίσης
υπολογίσιμες προκλήσεις
στην δημόσια πολιτική
σφαίρα και στις πτυχές
ασφάλειας όλων των
κρίσιμων κρατικών δομών.
Με αυτόν τον τρόπο
δημιουργείται ένα
πλαίσιο γενικευμένης
γεωπολιτικής
ευθραυστότητας και
εμβαθύνεται το πεδίο
διακρατικής
αντιπαλότητας σε πολλά
περιφερειακά
υποσυστήματα της
υφηλίου.
Οι εξελίξεις αυτές είναι
πιθανό να επιταχυνθούν
τόσο λόγω του
αυξανόμενου αριθμού των
διαθέσιμων μη
επανδρωμένων εναέριων
συστημάτων όσο και του
ρυθμού σχεδίασης,
ανάπτυξης και κατασκευής
νέων και πιο εξελιγμένων
μοντέλων αεροσκαφών.
Παράλληλα, η τάση
διεύρυνσης του αριθμού
των φορέων αξιοποίησης
των
UAV
(κυβερνητικές υπηρεσίες,
παρακρατικοί/παραστρατιωτικοί
οργανισμοί και ομάδες)
παρουσιάζει σοβαρές και
άμεσες προκλήσεις
στο Διεθνές Δίκαιο και
το Δίκαιο των Ενόπλων
Συγκρούσεων.
Τα λασπώδη πεδία μαχών
γύρω από τον ποταμό
Δνείπερο δεν είναι τα
μόνα μέρη
όπου τα
UAV
διαμορφώνουν το
επιχειρησιακό πλαίσιο
του σύγχρονου υβριδικού
οικοσυστήματος μάχης. Η
φύση των επιχειρήσεων
UAV
έχει εξελιχθεί,
συμπεριλαμβανομένης της
εισαγωγής τους σε
συμβατικά πεδία μάχης
και σε πολυ-επίπεδες
συγκρούσεις. Το πιο
αξιοσημείωτο
και πρόσφατο παράδειγμα
είναι ο διασυνοριακός
πόλεμος μεταξύ Αρμενίας
και Αζερμπαϊτζάν το 2020
για την διαφιλονικούμενη
περιοχή του
Ναγκόρνο-Καραμπάχ [2].
Αν και η σύγκρουση ήταν
σύντομη, τα
UAV
αποδείχθηκαν ζωτικής
σημασίας, δείχνοντας πώς
τα μη επανδρωμένα
συστήματα μπορούν να
ενσωματωθούν σε
προηγμένες συνδυαστικές
πολεμικές επιχειρήσεις.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ
ΡΩΣΟ-ΟΥΚΡΑΝΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Όσον αφορά την
συνεχιζόμενη
ρωσο-ουκρανική
σύγκρουση, οι Ουκρανικές
Ένοπλες Δυνάμεις
χρησιμοποιούν τα
τουρκικής σχεδίασης και
κατασκευής
UAV
Bayraktar
TB2
αλλά πολλές μικρές
παραστρατιωτικές ομάδες
χρησιμοποιούν μικρά
εμπορικά
UAV
στην συλλογική προσπάθεια
απόκρουσης της ρωσικής
επίθεσης. Οι ομάδες
αυτές, σε συνεργασία με
τον τακτικό στρατό,
εξοπλίζουν και
τροποποιούν διάφορα
εμπορικά
UAV
μικρού και μεσαίου
μεγέθους με κάμερες
θερμικής απεικόνισης και
μικρούς όλμους
πυροβολικού, χτυπώντας
ρωσικές στρατιωτικές
αυτοκινητοπομπές και
θέτοντας έτσι σοβαρά
εμπόδια στην ρωσική
στρατιωτική επιχείρηση
στην Ουκρανία. Δεν
υπάρχει αξιόπιστος
τρόπος για να
προσδιοριστεί ο αριθμός
των επιθέσεων
UAV
που διεξάγονται από τις
ουκρανικές δυνάμεις,
αλλά πολλοί αναλυτές υποδηλώνουν
ότι η κλίμακά τους είναι
σχετικά περιορισμένη σε
σύγκριση με το εύρος της
εισβολής της Μόσχας και
του όγκου δυνάμεων που
έχουν αναπτύξει οι Ρώσοι
στην περιοχή. Παρά
ταύτα, ο ψυχολογικός
αντίκτυπος αυτών των
επιθέσεων με
UAV
κρίνεται ως σοβαρός,
και η χρήση των
UAV
σε αυτού του είδους τον
υβριδικό πόλεμο ίσως
μετασχηματίσει την
εξέλιξη των συμβατικών
στρατιωτικών επιχειρήσεων
σε όλο το ουκρανικό
μέτωπο. Παράλληλα, η
Ουκρανία καινοτομεί στην
διεξαγωγή ολοκληρωμένων
επιχειρήσεων με
UAV,
χρησιμοποιώντας
ένα δίκτυο μη
επανδρωμένων συστημάτων,
τόσο εμπορικής όσο και
στρατιωτικής προέλευσης,
για την απόκτηση και τον
διαμοιρασμό κρίσιμων
πληροφοριών σε
πραγματικό χρόνο (real-time
και
near-real-time),
διευκολύνοντας έτσι τις
κινήσεις των ουκρανικών
στρατευμάτων,
μεγιστοποιώντας την
αποτελεσματικότητα των
χτυπημάτων ακριβείας και
ενισχύοντας τον
γενικότερο στρατιωτικό
σχεδιασμό, έλεγχο και
διοίκηση.
Αναλύοντας την
προαναφερθείσα
ρωσο-ουκρανική
περίπτωση, έρχονται στο
προσκήνιο δύο σημαντικές
διαπιστώσεις.
Πρώτον,
σε πολλές περιοχές
γίνεται αισθητή η
μεγεθυντική επίδραση των
UAV
στην δυναμική των
σύγχρονων πολεμικών
επιχειρήσεων δι' αντιπροσώπων
(proxy
warfare)
χάρη στην εξαιρετική
σχέση
κόστους-αποτελεσματικότητας
και στην φυσική κάλυψη
που προσφέρουν στον χρήστη,
όπως προτείνει η μελέτη
περίπτωσης της
ουκρανικής
Aerorozvidka.
Οι συνθήκες
proxy
warfare
προσφέρουν το ιδανικό
περιβάλλον για
επιχειρήσεις
UAV,
δεδομένης της ανάγκης
για όλα τα εμπλεκόμενα
μέρη να διατηρήσουν
χαμηλό προφίλ και να
αποφύγουν όσο το δυνατόν
περισσότερο την έκθεση,
τόσο πολιτική όσο και
στρατιωτική.
Δεύτερον, η έλλειψη
διαφάνειας, καθώς και
θεσμικής και νομικής εποπτείας
σχετικά με την χρήση
UAV
μάχης, είναι ένα
σημαντικό και
αμφιλεγόμενο ζήτημα στο
πλαίσιο της
επιχειρησιακής
χρησιμοποίησης
των
UAV.
Πιο συγκεκριμένα, οι μη
κρατικοί δρώντες
λειτουργούν εκτός των
νομικά καθορισμένων
πλαισίων, με ανεπαρκή ή
και καθόλου
λογοδοσία, και συχνά
αγνοούν και παραβιάζουν
τις διατάξεις του
Δικαίου των εμπόλεμων
συγκρούσεων καθώς και
του διεθνούς
ανθρωπιστικού Δικαίου.
Μια τέτοια κατάσταση, με
την σειρά της, αυξάνει
τον κίνδυνο απωλειών
αμάχων και σοβαρών
παράπλευρων ζημιών,
επιδεινώνοντας την
δυναμική ειρήνευσης και
την γενικότερη
σταθερότητα.
Υπάρχει μια αξιοσημείωτη
και αυξανόμενη χρήση των
UAV
σε θερμές
περιοχές όπως αυτών της
Ανατολικής Ευρώπης
(Ρωσία-Ουκρανία &
Αρμενία-Αζερμπαϊτζάν),
ΝΑ Μεσογείου
(Ελλάδα-Τουρκία), της
Μέσης Ανατολής και της
Βόρειας Αφρικής
(Ισραήλ-Συρία,
Τουρκία-Β.
Ιράκ/Κουρδιστάν & Λιβύη)
και της ΝΑ Ασίας
(Κίνα-Ταϊβάν, Στενά της
Μαλάκκα &
Αυστραλία/Ωκεανία). Η
ταχέως αναπτυσσόμενη
βιομηχανία κατασκευής
UAV,
το ευαίσθητο
επιχειρησιακό υπόβαθρο,
και η εγγενής
μυστικότητα των
κυβερνητικών/στρατιωτικών
οργανισμών θέτουν
πολλαπλά εμπόδια στην
παροχή εμπεριστατωμένης
πληροφόρησης και
εμποδίζουν την
συστηματική συλλογή
τεχνικών στοιχείων
σχετικά με τον ακριβή
αριθμό οπλισμένων
UAV
σε πολλές περιοχές ανά
τον κόσμο.
Πολλαπλοί παράγοντες
όπως η διαθεσιμότητα της
παγκόσμιας αγοράς, τα
εξελισσόμενα στρατιωτικά
δόγματα, οι αυξανόμενες
ανθρώπινες
απώλειες, και οι
αντίστοιχες πολιτικές
επιπτώσεις επηρεάζουν
την ανάπτυξη των
UAV
και τον τρόπο με τον
οποίο διαμορφώνουν το
τοπίο
της περιφερειακής
ασφάλειας.
Τα
UAV
γίνονται όλο και πιο
σημαντικό συστατικό του
σύγχρονου πεδίου μάχης
και χρησιμοποιούνται
εκτενώς στις
συγκρούσεις, ανεξαρτήτως
έντασης και έκτασης.
Μέχρι πρόσφατα, η
δυνατότητα και οι πόροι
για την ανάπτυξη
αεροσκαφών για την
διεξαγωγή αποστολών
εναέριας επιτήρησης,
αναγνώρισης και
στοχοποίησης (ISR/ISTAR
–
Intelligence,
Surveillance,
Reconnaissance
/
Intelligence,
Surveillance,
Target
Acquisition,
Reconnaissance)
ήταν προνόμιο των
αναπτυγμένων κρατών και
των τεχνολογικά
προηγμένων στρατών.
Πλέον, πολλά κράτη (και
μη κρατικοί δρώντες)
εξειδικεύονται στην
ανάπτυξη και χρήση
φθηνών, εύχρηστων,
μικρών εμπορικών
UAV
για λήψη
φωτο-πληροφοριακού
υλικού από τις περιοχές
ενδιαφέροντος. Πολλές
χώρες σχεδιάζουν να
επενδύσουν μεγάλα
ποσά στην αγορά
σύγχρονων συστημάτων
UAV
πολλαπλών αποστολών,
καθώς και στην
ενσωμάτωση/πιστοποίηση
ειδικών όπλων, στην εκπαίδευση
πληρωμάτων, και στην
δημιουργία εγκαταστάσεων
και τεχνικών υποδομών.
Συνολικά, τα διαθέσιμα
στοιχεία [3] δείχνουν
ότι από την εισαγωγή
στρατιωτικών
UAV
σε πολλές περιφερειακές
αγορές, το εκτιμώμενο
μέγεθος της αγοράς
κυμαίνεται πάνω από 20
δισ. δολάρια
το 2021 και προβλέπεται
να φτάσει τα 58,4 δισ.
δολάρια έως το 2026.
ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
Τα τελευταία χρόνια, η
δυναμική της
ασφάλειας και της άμυνας
σε διάφορα μέρη του
κόσμου χαρακτηρίζεται
από έναν βαθύτερο
κατακερματισμό και μια
εγγενή πολυ-συστημική
αστάθεια. Από μια
ευρύτερη σκοπιά, μια
τέτοια κατάσταση
αντιμετωπίζουν επίσης
και τα περιφερειακά
γεωπολιτικά
υποσυστήματα, όπου η
ανυπαρξία οργανωμένης
διακυβέρνησης και
διοίκησης, ο
γεωπολιτικός-ενεργειακός-εμπορικός
ανταγωνισμός, και οι
κοινωνικές αναταραχές
εδραιώνουν ένα
ανησυχητικά ασταθές
πλαίσιο, και σε
ορισμένες περιπτώσεις,
με ανατρεπτικές
συνεφαπτόμενες
συνέπειες. Ως έναν
βαθμό, αυτές οι
συνέπειες οφείλονται
στον αυξανόμενο
ανταγωνισμό και την
διεκδικητικότητα των
περιφερειακών δυνάμεων,
που εκδηλώνονται σε όλες
σχεδόν τις περιφερειακές
θερμές ζώνες.
Από στρατιωτικής άποψης,
ο αναδυόμενος
περιφερειακός
ανταγωνισμός σε
όλο τον κόσμο ενισχύει
την πολυεπίπεδη ανάπτυξη
και χρήση
UAV
που μπορούν να φέρουν
εις πέρας ένα ευρύ φάσμα
αποστολών οι οποίες
προηγουμένως ήταν αρκετά
δαπανηρές και
ριψοκίνδυνες για να
διεξαχθούν. Αυτό
αντιπροσωπεύει μια
σημαντική στροφή στους
παραδοσιακούς κανόνες
εμπλοκής που διέπουν τις
ένοπλες συγκρούσεις. Στο
εγγύς μέλλον, είναι
πιθανό ότι θα γίνουμε
μάρτυρες όλο και
περισσότερων περιπτώσεων
ασύμμετρου πολέμου όπου
η μια πλευρά θα διαθέτει
προηγμένα συμβατικά
όπλα, αλλά η άλλη πλευρά
θα παρατάσσει, λιγότερα
μεν αριθμητικά, οπλικά
συστήματα υψηλής
τεχνολογίας, όπως μη
επανδρωμένα συστήματα
μάχης (σε ξηρά, θάλασσα,
και αέρα). Αυτό μπορεί
να οδηγήσει σε
καταστάσεις όπου και οι
δύο πλευρές κατέχουν
ισότιμη μαχητική
ικανότητα, γεγονός που
μπορεί να έχει
καταστροφικές συνέπειες
για τον άμαχο πληθυσμό ο
οποίος θα παγιδευτεί σε
διασταυρούμενα πυρά
υψηλής ισχύος, έντασης,
και φονικότητας.
Μια άλλη ανησυχητική
διάσταση της εκτεταμένης
χρήσης μη επανδρωμένων
συστημάτων είναι η
ανάπτυξη και
επιχειρησιακή εκμετάλλευση
εξελιγμένων
UAV
από τρομοκρατικές
οργανώσεις [4]. Υπάρχουν
πολλά πλεονεκτήματα στην
χρήση αυτού του τύπου
επιθετικής τεχνολογίας
από τις τρομοκρατικές
ομάδες. Πρώτον, δεν
εκθέτουν τους μαχητές
τους σε άμεσο κίνδυνο με
σκοπό την
διεξαγωγή των επιθέσεων,
μειώνοντας έτσι τις
πιθανές ανθρώπινες
απώλειες από μεριάς
τους. Δεύτερον,
επιτρέπει σε
τρομοκρατικές ομάδες να
επιτίθενται σε εχθρικούς
στόχους σε
απομακρυσμένες
τοποθεσίες που
διαφορετικά θα ήταν πολύ
δύσκολο να προσεγγίσουν
χρησιμοποιώντας
συμβατικά μέσα. Τέλος,
δίνει στους τρομοκράτες
ένα ψυχολογικό
πλεονέκτημα κάνοντας τις
επιθέσεις τους να
φαίνονται πιο
θανατηφόρες, πιο
εκφοβιστικές και πιο
ξαφνικές.
Τα
UAV
δεν αποτελούν πλέον
αποκλειστικό εργαλείο
των κυβερνήσεων και των
οργανισμών που
σχετίζονται
με την ασφάλεια. Τα
τελευταία χρόνια, ένας
ολοένα αυξανόμενος
αριθμός μη κρατικών ή
παρακρατικών δρώντων
(ειδικά στην Μέση
Ανατολή και πιο πρόσφατα
στην Ουκρανία [5]) έχουν
εντάξει στο οπλοστάσιό
τους μια ευρεία γκάμα
απλών και εξελιγμένων
συστημάτων
UAV.
Φυσικά, δεν πρόκειται
για εξελιγμένα
UAV
υψηλής στρατιωτικής
τεχνολογίας όπως το
αμερικανικό
MQ-9Α
Predator
ή το
RQ-4
Global
Hawk.
Ωστόσο, παραστρατιωτικές
ομάδες και μη κρατικές
πολιτοφυλακές όπως η
λιβανέζικη
Hezbollah,
η
Ansar
Allah
των Χούθι στην Υεμένη,
και η παραστρατιωτική
ομάδα
Aerorozvidka
της Ουκρανίας, έχουν
αποκτήσει πρόσβαση σε
στρατιωτικού επιπέδου
συστήματα αναγνώρισης
και επιτήρησης (ISR)
που παρέχονται από άλλα
κράτη (π.χ. Ιράν στην
περίπτωση του Λιβάνου) ή
κατασκευάζονται τοπικά
μέσω εμπορικά
διαθέσιμων εξαρτημάτων
[6].
Γενικά, τα
UAV
επηρεάζουν επίσης τον
τρόπο με τον οποίο
ασκείται η σκληρή ισχύς
από κρατικούς
(και μη) παράγοντες και
γίνονται άμεσα
αντιληπτές οι όποιες
επιπτώσεις στο διεθνές
δίκαιο. Ωστόσο, παρά τον
συνεχώς επεκτεινόμενο
ρόλο τους, τα
UAV
δεν έχουν (ακόμη)
αντικαταστήσει τα
επανδρωμένα αεροσκάφη ως
το κύριο μέσο διεξαγωγής
αεροπορικών επιχειρήσεων
σε κανένα στρατό
παγκοσμίως. Ενώ τα
UAV
παρέχουν μια ιδανική
πλατφόρμα για
επιχειρήσεις
ISR/ISTAR
και διάφορες
επιχειρήσεις κρούσης
σε ασύμμετρα σενάρια,
έχουν ακόμα πολύ δρόμο
μέχρι να επιδείξουν το
ίδιο επίπεδο
αποτελεσματικότητας
έναντι συμβατικών και
καλά εξοπλισμένων
δυνάμεων και σε
επιχειρησιακά
περιβάλλοντα με υψηλό
ηλεκτρονικό κορεσμό (jamming,
spoofing,
deception),
με ενεργή
και πολυ-επίπεδη
αεράμυνα, στα οποία
παραμένουν εξαιρετικά
ευάλωτα και με
περιορισμένη
επιχειρησιακή
αποτελεσματικότητα. Οι
νέες τεχνολογικές
εξελίξεις και τα
προηγμένα συστήματα
επικοινωνίας πιθανότατα
θα αντισταθμίσουν ή θα
μειώσουν αυτούς τους
περιορισμούς, με όλο και
περισσότερα κράτη να
επενδύουν μεγάλα ποσά
στο σχεδιασμό και στην
ανάπτυξη μη επανδρωμένων
συστημάτων πολλαπλών
ρόλων.
ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΔΟΣΗ
Ο τρόπος με τον οποίο τα
UAV
σχηματίζουν τον
στρατιωτικό τους ρόλο
παραμένει σταδιακός και
σταθερός.
Ωστόσο, ο ρυθμός αυτής
της διαδικασίας
πρόκειται να επιταχυνθεί
εκθετικά τα επόμενα
χρόνια, καθώς τα επόμενα
συστήματα
UAV
θα διαθέτουν περισσότερα
χαρακτηριστικά χαμηλής
παρατηρησιμότητας (stealth/low
observability),
μεγαλύτερη ακρίβεια και
ισχύ πυρός,
αυξημένη επιβιωσιμότητα,
θα είναι ταχύτερα, θα
επιχειρούν σε
μεγαλύτερες αποστάσεις
και για περισσότερη
διάρκεια ενώ παράλληλα
θα έχουν την ικανότητα
μεταφοράς μεγαλύτερου
ωφέλιμου φορτίου
(αισθητήρες και όπλα).
Εντούτοις, σε πολλές
αποσταθεροποιημένες
περιοχές, η ευρεία
διάδοση των
UAV
ακολουθεί μια ταχύτερα
αναπτυσσόμενη τροχιά για
δύο βασικούς λόγους:
-πρώτον, την αυξανόμενη
ανάγκη για ικανά και
φθηνά συστήματα μάχης
από πολλά αυταρχικά
πολιτικά καθεστώτα για
να απαλλαγούν από
εσωτερικές απειλές, όπως
ένοπλες
αυτονομιστικές/επαναστατικές
ομάδες, και για να
εκδηλώσουν εμπράκτως την
επιθετικότητα προς
όμορες χώρες. Συνήθως, η
πηγή πρόσκτησης αυτών
των μέσων είναι έτερες
χώρες που αναζητούν
άμεση ρευστότητα και
είναι υπό το καθεστώς
κυρώσεων (π.χ. η
πρόσφατη προμήθεια
Ιρανικών
UAV
στη Ρωσία [7])
-δεύτερον, η δύσκολη
οικονομική και
ενεργειακή κατάσταση που
βιώνουν
επί του παρόντος πολλές
χώρες, αναγκάζει τις
κυβερνήσεις να στραφούν
σε προσιτές, μη
επανδρωμένες λύσεις εν
μέσω μιας ανησυχητικά
παγκόσμιας διαδικασίας
επανεξοπλισμού, καθώς τα
UAV
είναι επί συνόλω πιο
οικονομικά στην
απόκτηση, λειτουργία,
και συντήρηση
σε σχέση με τα
επανδρωμένα αεροσκάφη,
και απαιτούν συντομότερη
και λιγότερο
εξειδικευμένη εκπαίδευση
πληρώματος (τεχνικού και
επιχειρησιακού
προσωπικού).
Η χρήση
UAV
μπορεί, ωστόσο, να
περιπλέξει διάφορες
ειρηνευτικές
διαπραγματεύσεις και
προσπάθειες
διαχείρισης
αποκλιμάκωσης σε πολλές
ευαίσθητες περιοχές και
να αναθερμάνει τον
περιφερειακό
ανταγωνισμό, όπως
γίνεται αντιληπτό στην
συνεχιζόμενη διένεξη
Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν
στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ,
και στην εν εξελίξει
εμφύλια διαμάχη της
Υεμένης.

Ένα
Bayraktar
κατά την στρατιωτική
παρέλαση για την Ημέρα
της Ανεξαρτησίας στο
κέντρο του Κιέβου, στην
Ουκρανία, στις 18
Αυγούστου 2021.
Gleb
Garanich/
Reuters
--------------------------------------------------------------
Τα σύγχρονα
UAV
έχουν προχωρήσει πέρα
από το σημείο να αναλαμβάνουν
αποκλειστικά αποστολές
απόκτησης πληροφοριών,
επιτήρησης και
αναγνώρισης (ISR),
ή κατάδειξης με
συστήματα λέιζερ για
κρούση με όπλα ακριβείας
μαχητικών
αεροσκαφών και
επιθετικών ελικοπτέρων.
Τα προσφάτως αναπτυγμένα
μη επανδρωμένα συστήματα
MALE
(Μέσου Ύψους – Υψηλής
Αυτονομίας/Medium
Altitude Long
Endurance)
είναι σχεδιασμένα για να
παρέχουν συνεχή και
αδιάλειπτη απεικόνιση σε
όλο το ηλεκτρομαγνητικό
(Ε/Μ) και ηλεκτροπτικό
(Ε/Ο) φάσμα πάνω από μια
συγκεκριμένη τοποθεσία
επί σχεδόν 24 ώρες. Η
ικανότητα διεξαγωγής
αποστολών μεγάλης
διάρκειας έχει μεγάλη
σημασία για τον πλήρη
και αποτελεσματικό
αμυντικό σχεδιασμό. Οι
αποστολές
ISR/ISTAR
εξελίσσονται σταδιακά
με σκοπό να
συμπεριλάβουν
επιχειρήσεις
αέρος-επιφανείας
(αντιπλοϊκές
ASW
–
Antiship
Warfare,
ανθυποβρυχιακές
ASuW
–
Antisubmarine
Warfare),
καθώς νεότερες,
αναβαθμισμένες και πιο
ικανές εκδόσεις των
υπαρχόντων
UAV
(όπως το
MQ-9B
Sea
Guardian,
που θα αποκτηθεί
και από τις Ελληνικές
Ένοπλες Δυνάμεις)
κρίνονται επιχειρησιακά
και τίθενται σε υπηρεσία
από πολλές Πολεμικές
Αεροπορίες ανά τον
κόσμο. Ο συνδυασμός των
επιχειρήσεων
ISR/ΙSTAR
με τις αποστολές κρούσης
ακριβείας είναι το
επόμενο λογικό βήμα στην
προοπτική
του σχεδιασμού, της
ανάπτυξης, της
διαχείρισης, της
εκπαίδευσης, και της
προμήθειας σύγχρονων μη
επανδρωμένων συστημάτων.
Επιπλέον, πολλοί στρατοί
παγκοσμίως διερευνούν
επί του παρόντος την
πιθανότητα επέκτασης των
ρόλων των
UAV
ώστε να περιλαμβάνουν
την συνεργασία με
επανδρωμένες πλατφόρμες
και τακτικής διασύνδεσης
στο πεδίο της μάχης
(όπως το πρόγραμμα
Loyal
Wingman
[8] της Βασιλικής
Αεροπορίας της
Αυστραλίας με την
Boeing
και το
UAV
MQ-28
Ghost
Bat)
έτσι ώστε να επεκτείνουν
και να εμβαθύνουν τις δυνατότητες
μάχης και να
διασφαλίσουν πολυεπίπεδη
αεροπορική υπεροχή και
επαυξημένες δυνατότητες
επιτήρησης του πεδίου
της μάχης. Παράλληλα,
ακριβώς όπως τα
UAV
παρέχουν νέες
επιχειρησιακές
δυνατότητες για τους
στρατιωτικούς διοικητές,
τα
UAV
παρέχουν στους
πολιτικούς ιθύνοντες
πρόσθετες στρατιωτικές
επιλογές χαμηλού
κινδύνου για παροχή μιας
δομημένης και πιο
σφαιρικής εκτίμησης
κινδύνου για πολλές
καταστάσεις. Η μαζική
χρήση προηγμένων
UAV
μπορεί να προσφέρει
στους υπεύθυνους χάραξης
πολιτικής ένα χρήσιμο νέο
εργαλείο για την
παρακολούθηση της
εφαρμογής συμφωνιών
περιοχικής
αποκλιμάκωσης,
ειρήνευσης, και
σταθεροποίησης, όπως
συμφωνίες κατάπαυσης
πυρός, ενεργοποίηση
διαδρόμων ανθρωπιστικής
βοήθειας, επιβολή ζώνης
απαγόρευσης πτήσεων,
ναυτικοί αποκλεισμοί, ή
εμπάργκο εμπορικής
ναυσιπλοΐας.
ΝΕΑ ΕΠΙΠΕΔΑ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
Το πλήρες εύρος των
αλλαγών στην δυναμική
των συγκρούσεων δεν
μπορεί να γίνει απόλυτα
αντιληπτό καθότι δεν
είναι διαθέσιμα κρίσιμα
δεδομένα για την
απαιτούμενη ακαδημαϊκή
και τεχνική τεκμηρίωση.
Στρατιωτικοί
εμπειρογνώμονες και
αναλυτές στρατηγικής σε
όλο τον κόσμο προσπαθούν
να αναδείξουν τον τρόπο
λειτουργίας αυτής της
νέας γενιάς «εξ’
αποστάσεως» πολέμου (remote
warfare).
Τα
UAV
είναι στρατιωτικά μέσα
και, ως εκ τούτου,
εμπίπτουν στη ίδια
κατηγορία
μαζί με άλλες οπλικές
πλατφόρμες, όπως αυτές
περιγράφονται εκτενώς
στο Διεθνές Δίκαιο των
ενόπλων συγκρούσεων και
σε άλλες μεταγενέστερες
συμβάσεις και συμφωνίες
[9]. Η βασική διαφορά σε
σχέση με τις
επανδρωμένες πλατφόρμες
είναι ότι τα
UAV
επιτρέπουν
στους στρατιωτικούς
διοικητές και στους
κυβερνητικούς υπεύθυνους
χάραξης πολιτικής να
είναι πιο δημιουργικοί
και πρόθυμοι να
χρησιμοποιήσουν τα
UAV
με επιθετικό τρόπο,
διότι οι ενδεχόμενες
συνέπειες θεωρούνται πιο
διαχειρίσιμες και με
μικρότερο πολιτικό ρίσκο.
Συνεπώς, τα επανδρωμένα
και μη επανδρωμένα
αεροσκάφη υπόκεινται
στους ίδιους θεσμικούς
περιορισμούς και
πολιτικές [10]. Αυτό που
δεν είναι σαφές, ωστόσο,
είναι εάν οι διοικητές,
οι υπεύθυνοι χάραξης
πολιτικής ή οι ηγέτες
των κρατών ακολουθούν
την ίδια διαδικασία
λήψης αποφάσεων ή κάνουν
την ίδια εκτίμηση
κινδύνου όταν εξετάζουν
πού και πώς να
χρησιμοποιήσουν
UAV
και πώς να ανταποκριθούν
σε επιθέσεις εναντίον ή
από
UAV.
Η βασική νομική γνώση
επιτάσσει ότι η επίθεση
σε ένα επανδρωμένο
αεροσκάφος πάνω από
διεθνή ύδατα είναι μια
προκλητική πράξη και
πιθανότατα μια πράξη
πολέμου, εκτός εάν
αποτελεί άμεση, σαφή,
και τεκμηριωμένη απειλή
για την εδαφική
ακεραιότητα της χώρας.
Το ερώτημα που προκύπτει
είναι εάν δύναται να
θεωρηθεί ότι μια άμεση
επίθεση σε ένα
UAV,
με τους ίδιους όρους, θα
πρέπει να προκαλέσει την
ίδια αντίδραση. Για
παράδειγμα, η κατάρριψη
ενός
UAV
πάνω από διεθνή ύδατα
μπορεί να θεωρηθεί από
την άλλη πλευρά
προκλητική και
επιθετική. Πολιτικοί και
στρατιωτικοί ηγέτες ίσως
να το ερμηνεύουν αυτό ως
σκόπιμη και
προσχεδιασμένη κλιμάκωση
που θα οδηγήσει μια
ολόκληρη περιοχή σε μια
αποσταθεροποιητική
πορεία. Ωστόσο, είναι
ολοένα και πιο προφανές
ότι η πολιτική και
στρατιωτική ηγεσία
βασίζονται στα
UAV
για αποστολές που θα
μπορούσαν να είναι
υψηλού κινδύνου
εάν διεξάγονταν από
επανδρωμένα αεροσκάφη,
για τον απλούστατο λόγο
ότι οι συνέπειες της
απώλειας ενός
UAV
μπορούν να περιοριστούν
στο καθαρά τακτικό
στρατιωτικό κομμάτι. Ένα
εξαιρετικό ενδεικτικό
παράδειγμα είναι η
συνεχιζόμενη και
αυξανομένη τουρκική
επιθετικότητα κατά του
εθνικού εναέριου χώρου
της Ελλάδας μέσω της
εκτεταμένης χρήσης
διαφορετικών πλατφορμών
UAV
[11] ως μέρος του
γεωπολιτικού
αναθεωρητισμού της
Τουρκίας στην περιοχή
της Ν.Α. Μεσογείου. Αυτό
προκαλεί γενικευμένη
αβεβαιότητα στον τρόπο με
τον οποίο οι επιθέσεις
από
UAV
μπορούν να εκληφθούν ως
άμεση και ευθεία απειλή
και υπογραμμίζει
την ανάγκη για θέσπιση
και εφαρμογή ενός
περιεκτικού,
αποτελεσματικού,
συγκεκριμένου, και ρητού
πρωτοκόλλου
αντιμετώπισης των
UAV.
Είναι γνωστό μεταξύ των
αναλυτών
στρατηγικής ασφάλειας
ότι οι τακτικοί και οι
στρατηγικοί παράγοντες
άμυνας σταθμίζονται
διαφορετικά. Η
επιχειρησιακή ανάπτυξη
εξελιγμένων
UAV
μεταβάλλει τον τρόπο
εκτίμησης κινδύνου για
αποφάσεις αμυντικού
περιεχομένου. Γενικά, τα
UAV
παρέχουν στους
στρατιωτικούς διοικητές
που εμπλέκονται σε
επιθετικές επιχειρήσεις
μια επιλογή χαμηλότερου
ρίσκου για την χρήση
θανατηφόρας δύναμης σε
μια σύγκρουση,
περιορίζοντας παράλληλα
την άμεση έκθεση σε
κίνδυνο των στελεχών
τους. Αυτές οι
συγκεκριμένες συνθήκες
θα μπορούσαν να κάνουν
έναν διοικητή πιο
πρόθυμο και θετικό στο
να χρησιμοποιήσει ένα
UAV
σε αποστολές
συλλογής πληροφοριών ή
κρούσης ακριβείας καθώς
και σε γενικότερα
καθήκοντα προστασίας
δυνάμεων (force
protection).
Για παράδειγμα, οι
ναυτικοί διοικητές που
επιχειρούν σε διεθνή
ύδατα θα ήταν πιο πιθανό
να εμπλακούν με ή να
καταρρίψουν ένα
UAV
που χαρακτηρίζεται
ως εχθρική απειλή απ’
όσο ένα επανδρωμένο
αεροσκάφος ή ελικόπτερο.
Η τακτική του Ισραήλ
κατά των ιρανικών
UAV
στηρίζεται στην ιδέα ότι
η κατάρριψη ενός
UAV
δεν οδηγεί σε περαιτέρω
κλιμάκωση σε σχέση με
την κατάρριψη
επανδρωμένων αεροσκαφών
ή πυραυλικών
χτυπημάτων κατά υποδομών
και εγκαταστάσεων [12].
Από την άλλη μεριά, η
προθυμία του Ιράν να
χρησιμοποιεί (έμμεσα ή
άμεσα) μη επανδρωμένα
συστήματα για να
παραβιάσει τον εναέριο
χώρο του Ισραήλ
υποδηλώνει την πεποίθηση
της Τεχεράνης ότι η
χρήση
UAV
αποτελεί
μια λιγότερο επικίνδυνη
επιλογή σε όλα τα
επίπεδα (πολιτικά,
διπλωματικά, και
στρατιωτικά). Το
συγκεκριμένο παράδειγμα
αυτής της περιφερειακής
αλληλεπίδρασης
Ιράν-Ισραήλ έρχεται σε
αντίθεση με την γενική
θεωρία ότι τα μη
επανδρωμένα αεροσκάφη
αντιμετωπίζονται με τα
ίδια αυστηρά κριτήρια
που διέπουν την εμπλοκή
και εξουδετέρωση
επανδρωμένων
στρατιωτικών αεροσκαφών.
Τα
UAV
μπορούν συνεχώς και
άμεσα να παρέχουν
πολύτιμες επιχειρησιακές
πληροφορίες σχετικά με
το πεδίο της μάχης μέσω
των αισθητήρων πολλαπλών
λειτουργιών (multi-purpose
sensors)
και των τακτικών ζεύξεων
δεδομένων (TDL).
Είναι τα λεγόμενα «μάτια
στον ουρανό» πάνω από το
πεδίο της μάχης,
εξοπλισμένα
με τα πιο πρόσφατα
ηλεκτροπτικά συστήματα
υψηλής ανάλυσης, ραντάρ
συνθετικής απεικόνισης,
συστήματα δορυφορικής
επικοινωνίας/ναυτιλίας,
συστήματα αυτοπροστασίας
και ηλεκτρονικών
παρεμβολών, και όπλα
ακριβείας καθοδηγούμενα
με λέιζερ ή
GPS.
Το κύριο πλεονέκτημα
των σύγχρονων
UAV
είναι η δυνατότητα να
περιπολούν για ώρες και
σε μεγάλο υψόμετρο πάνω
από
έναν στόχο,
παρακολουθώντας τον
ασταμάτητα και
μεταδίδοντας ζωτικές
πληροφορίες σε
παρακείμενα αεροναυτικά
μέσα, χερσαίες ομάδες,
και απομακρυσμένα κέντρα
διοίκησης επιχειρήσεων.
Σε περιοχές υψηλών
απειλών, τα
UAV
είναι αρκετά
αποτελεσματικά εργαλεία
καθότι
διεξάγουν αποστολές
συλλογής πληροφοριών με
τον ελάχιστο δυνατό
κίνδυνο έγκαιρης
ανίχνευσης από εχθρικά
συστήματα αεράμυνας.
Αντίθετα, το κύριο
μειονέκτημα σχεδόν όλων
των
UAV
είναι το υψηλό επίπεδο
τεχνικής υποστήριξης,
ιδιαίτερα στον τομέα του
λογισμικού
και των ηλεκτρονικών
συστημάτων, και οι
περιορισμένες
δυνατότητες πτήσης σε
αντίξοες καιρικές
συνθήκες λόγω ανεπαρκούς
προωστικής ισχύος,
ελαφριάς κατασκευής, και
μεγάλων πτερυγικών
διαστάσεων (για
μεγαλύτερη εμβέλεια και
διατήρηση χαμηλών
ταχυτήτων επιτήρησης).
Τα σύγχρονα
UAV
αποτελούν αναπόσπαστο
κομμάτι των
δικτυοκεντρικών
επιχειρήσεων (netcentric
warfare)
επειδή επιτρέπουν την
διεξαγωγή εξειδικευμένων
επιχειρήσεων με σκοπό
την ενίσχυση και
βελτίωση της επίγνωσης
της τακτικής κατάστασης,
της ταχείας ανάλυσης
στόχων και της
ικανότητας μαζικής
μεταφοράς δεδομένων
στοχοποίησης για κρούση
ακριβείας από άλλες
πλατφόρμες. Τα μη
επανδρωμένα αεροχήματα
μάχης (UCAVs)
δύνανται να εκτελέσουν,
με μικρότερο ρίσκο,
αποστολές καταστολής της
εχθρικής αεράμυνας (Suppression
of Enemy
Air
Defense
-
SEAD)
και χωρίς την απαίτηση
για υποστήριξη ή
συνοδεία άλλων εναέριων
μέσων. Σε έναν τέτοιο
ρόλο, τα
UAV
αποτελούν ισχυρούς πολλαπλασιαστές
ισχύος, απελευθερώνοντας
πολύτιμα επανδρωμένα
αεροσκάφη για εκτέλεση
άλλων κρίσιμων
αποστολών. Ως εκ τούτου,
τα
UAV
παρέχουν κρίσιμες
πληροφορίες σε
πραγματικό χρόνο και στο
υψηλότερο επίπεδο της
αλυσίδας διοίκησης. Οι
στρατιωτικοί διοικητές
είναι σε θέση να
παρακολουθήσουν
πολεμικές επιχειρήσεις
με έναν επαναστατικό
τρόπο που δεν υπήρχε τις
προηγούμενες δεκαετίες,
παρακολουθώντας στην
ουσία ολόκληρο το θέατρο
επιχειρήσεων χωρίς να
διακινδυνεύουν πολύτιμα
αεροσκάφη και
υπερπολύτιμα ιπτάμενα
πληρώματα.
Ταυτόχρονα, τα
UAV
καθιστούν δυνατή την
συνεχή περιπολία και
παρακολούθηση τεράστιων
εδαφικών
και θαλάσσιων περιοχών,
δίνοντας μια πιο
ολοκληρωμένη εικόνα του
περιβάλλοντος
επιχειρήσεων. Αυτή η
δυνατότητα είναι
εξαιρετικά χρήσιμη και
για τις περιβαλλοντικές
υπηρεσίες καθώς τα
UAV
μπορούν να αναγνωρίσουν
μέσω φασματογραφικών
συστημάτων περιοχές
μολυσμένες με χημικά
κατάλοιπα, να
αναγνωρίσουν
πετρελαιοκηλίδες, και να
ιχνηλατήσουν διάφορους
μολυσματικούς παράγοντες
παρέχοντας κρίσιμα
δεδομένα εκτίμησης
κινδύνου και μεγέθους
της περιβαλλοντικής
καταστροφής.
Επιπλέον, οι
στρατιωτικοί επιτελείς
που
έχουν επιφορτιστεί με
την αναπροσαρμογή και
επικαιροποίηση των
επιχειρησιακών δογμάτων
έρχονται αντιμέτωποι με
την ανάγκη ανάπτυξης
αποτελεσματικών
συστημάτων αντιμετώπισης
UAV
(Counter-UAV/C-UAV).
Τα συστήματα αεράμυνας
καμίας χώρας δεν είναι
εξ ολοκλήρου
προσανατολισμένα στην
αντιμετώπιση
UAV
για τον απλούστατο λόγο
ότι είναι οικονομικά
ασύμφορο και τακτικά
αδύνατο να αναλωθεί το
σύνολο της πυραυλικής
αεράμυνας
για την κατάρριψη
πολλαπλών και κυρίως
φθηνών μη επανδρωμένων
συστημάτων. Οι τεχνικές
και τα συστήματα
anti-drone/anti-UAV
που αναπτύσσονται είναι
πιο εξελιγμένα και πιο
αποτελεσματικά αλλά τα
σύγχρονα
UAV
είναι συνεχώς
εξελισσόμενα και με νέες
δυνατότητες.
Αναφορές από την Συρία
και τη Λιβύη [13]
δείχνουν ότι τα
απαρχαιωμένα και παλαιού
τύπου συστήματα
αεράμυνας και
ηλεκτρονικού πολέμου
μπορούν μόνο να
καταρρίψουν χαμηλά
ιπτάμενα και αργά
UAV
αλλά αδυνατούν να
παρεμβάλλουν ή να
διακόψουν τον έλεγχο και
τις
επικοινωνίες των
UAV.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ
UAV
Οι αμυντικές βιομηχανίες
εφαρμόζουν ήδη
προγράμματα έρευνας
και ανάπτυξης (R&D)
με πρωταρχικό στόχο την
κατακόρυφη αύξηση των
δυνατοτήτων των
UAV,
όπως η ευελιξία, η
ταχύτητα, τα
χαρακτηριστικά
stealth,
και η ενεργητική/παθητική
άμυνα ενάντια σε
επίγειες (Surface-to-Air
Missiles
-
SAMs,
Ground Based Air
Defense
-
GBADs)
και εναέριες απειλές
(μαχητικά αεροσκάφη και
ελικόπτερα). Μια άλλη
πρόσφατη εξέλιξη είναι
το δόγμα επιχειρήσεων
σμήνους
UAV
(drone
swarm),
το οποίο
περιλαμβάνει διάφορες
τακτικές για την
ανίχνευση και την
εξάλειψη των εχθρικών
συστημάτων αεράμυνας
μέσω της συμφόρησης του
εναέριου χώρου με μικρά,
ελαφρά οπλισμένα
UAV.
Αυτά τα συστήματα
χαρακτηρίζονται από το
εξαιρετικά χαμηλό κόστος
προμήθειας και την
επιχειρησιακή
προσιτότητα και
αποτελούν σοβαρή απειλή
για οποιαδήποτε
στρατιωτική μονάδα, είτε
προωθημένη είτε στα
μετόπισθεν. Επίσης,
αξίζει να σημειωθεί ότι
έχουν ήδη ξεκινήσει
προγράμματα για την
ανάπτυξη εξειδικευμένων
UAV
για τον ρόλο της
αεροπορικής
υπεροχής και με
εξειδικευμένο ρόλο
εξουδετέρωσης άλλων
UAV
στον αέρα, όπως το
προσφάτως αποκαλυφθέν
Baykar
Kizilelma.
Αυτού του είδους τα
UCAV
θα διαθέτουν
jet
κινητήρες για
υπερηχητικές ταχύτητες,
υπερ-ευελιξία, και
αυξημένες δυνατότητες
στόχευσης και εμπλοκής
και ως εκ τούτου θα
παρέχουν ένα άλλο
επίπεδο προστασίας στις
επίγειες δυνάμεις και θα
ενισχύουν τον απόλυτο
αεροπορικό έλεγχο άνωθεν
της περιοχής
ενδιαφέροντος (Aerial
superiority/Aerial
denial).
Η επιχειρησιακή ανάπτυξη
των
UAV
επιτρέπει τον σχηματισμό
μιας σφαιρικής εικόνας
για την εξέλιξη ενός
θερμού επεισοδίου ή μιας
κρίσης-έντασης στους
πολιτικούς και
στρατιωτικούς διοικητές
ώστε να προβούν σε
αποφάσεις σε πραγματικό
χρόνο για χτυπήματα
εναντίον συγκεκριμένων
στόχων. Επίσης, τα
UAV
μπορούν να διεξάγουν
πολύωρες αποστολές
ISR/ISTAR
και να πλήττουν στόχους
κατόπιν συλλογικής
έγκρισης από όλους
σχετικούς υπεύθυνους
λήψης αποφάσεων.
Αντίθετα, ένα
επανδρωμένο μαχητικό
αεροσκάφος απαιτεί μέσα
υποστήριξης,
συμπεριλαμβανομένων
εξειδικευμένων
αεροσκαφών ηλεκτρονικού
πολέμου, επιθετικών
αεροσκαφών για την
καταστολή της εχθρικής
αεράμυνας (SEAD),
αεροσκαφών
έγκαιρης προειδοποίησης,
ελέγχου, και διοίκησης (Airborne
Early Warning and
Control-AEW&C)
καθώς και ελικόπτερα σε
ρόλο έρευνας και
διάσωσης μάχης (Combat
Search
and
Rescue-CSAR)
και σε κατάσταση ύψιστης
ετοιμότητας με σκοπό την
διάσωση ενός καταρριφθέντος
πιλότου, πιθανώς σε
εχθρικό έδαφος. Όλα τα
προαναφερθέντα
εμπλεκόμενα αεροσκάφη
έχουν υψηλό κόστος ανά
ώρα πτήσης και απαιτούν
μεγάλες ποσότητες
καυσίμων, με την
παράλληλη χρήση
αεροσκαφών εναερίου
ανεφοδιασμού (Air-to-Air
Refueling
-
AAR)
πολλές φορές
πλησίον στις εχθρικές
γραμμές για
μεγιστοποίηση του χρόνου
παραμονής. Τα μη
επανδρωμένα συστήματα,
αντίθετα, έχουν
μικρότερο κόστος ανά ώρα
πτήσης, δεν απαιτούν
μέσα διάσωσης ή
συνοδείας και μπορούν να
παραμείνουν στην ζώνη
ενδιαφέροντος για πολλές
ώρες παρακολουθώντας
τους στόχους και η
πιθανότητα απώλειας ενός
UAV
συνήθως συνεπάγεται
λιγότερες ή και καθόλου
πολιτικο-στρατιωτικές
συνέπειες.
Το χαμηλό κόστος
παραγωγής, η οικονομική
προσιτότητα, η σχετική
ευκολία χρήσης, και το
χαμηλότερο επιχειρησιακό
ρίσκο για τους φορείς
εκμετάλλευσης αποτελούν
τους κύριους λόγους του
ποσοτικού και ποιοτικού
πολλαπλασιασμού των
σύγχρονων
UAV.
Όπως και με τα
παραδοσιακά, επανδρωμένα
αεροσκάφη, τα
UAV
αναπτύχθηκαν αρχικά για
τον ρόλο της συλλογής
πληροφοριών, ακολουθούμενο
αργότερα από τον ρόλο
κρούσης, ηλεκτρονικού
πολέμου, και πολέμου
επιφανείας. Καθώς η
ενσωμάτωση διαφορετικών
διαμορφώσεων αποστολής,
αισθητήρων, πυρομαχικών
ακριβείας (Precision
Guided
Munitions
-
PGM),
και συστημάτων τακτικής
διασύνδεσης (Tactical
Data
Links
–
TDL),
ο ρόλος των
UAV
θα συνεχίσει να
εξελίσσεται ραγδαία σε
πολλές περιφέρειες της
υφηλίου, όπου κυριαρχεί
ένα περιβάλλον
σύγκρουσης, ανοιχτής ή
λανθάνουσας.
Τα
UAV
μεταμορφώνουν και
μετεξελίσσουν την
διαχείριση κρίσεων και
συγκρούσεων και θέτουν
πρωτοφανείς
επιχειρησιακές, τεχνικές
και πολιτικές προκλήσεις
σε όλα τα γεωπολιτικά
επίπεδα και σε πολλά
περιφερειακά συστήματα
με συγκρουσιακό δυναμικό
[14].
Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
είναι Σμηναγός (Ι),
Χειριστής/Αρχηγός
Αποστολής (ΜC)
ΣμηΕΑ ΙΑΙ
Heron-I
της 390 Μοίρας μη
Επανδρωμένων Αεροσκαφών
της Πολεμικής
Αεροπορίας, Υποψήφιος
Διδάκτωρ,
με Μεταπτυχιακό δίπλωμα
ειδίκευσης στις Διεθνείς
και Ευρωπαϊκές Σχέσεις (EKΠΑ)
& στην Διακυβέρνηση,
Ανάπτυξη, και Ασφάλεια
στην Μεσόγειο (Παν.
Αιγαίου).
Foreign Affairs
https://foreignaffairs.gr/articles/74144/dimitrios-kalogiannis/allazontas-tis-isorropies-stis-perifereiakes-sygkroyseis?page=show |