| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τρίτη, 00:01 - 16/05/2023

 

Περίληψη: 

Tόσο το ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν όσο και το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ ταυτίζονται με την γεωπολιτική παρακαταθήκη του αντίπαλου του Κεμαλισμού, διανοητή Κισάκιουρεκ και των Τούρκων ισλαμιστών που δεν είναι άλλη από την ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάννης και την δημιουργία μιας ισλαμιστικής σφαίρας ηγεμονικής επιρροής της Τουρκίας σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.

 

 

------------------

Η δυνατότητα κατανόησης της πολιτικής ιδεολογίας της οποιασδήποτε κυβέρνησης παρέχει την δυνατότητα σημαντικών ενοράσεων για τον τρόπο που αυτές οι ιδεολογικές αντιλήψεις επηρεάζουν τόσο την στοχοθεσία όσο και την πρακτική της εξωτερικής της πολιτικής. Ο τρόπος με τον οποίο ένας κυβερνήτης αντιλαμβάνεται το διεθνές περιβάλλον και τον ρόλο της χώρας του σε αυτό, μπορεί να μας προϊδεάσει για τις γεωστρατηγικές επιλογές του. Σε ορισμένες περιπτώσεις προσωποπαγών ή/και επαναστατικών καθεστώτων που δεν κυβερνούν για μερικές τετραετίες αλλά για μερικές δεκαετίες μεταβάλλοντας δομικά στοιχεία της κοινωνίας της οποίας προΐστανται, η κατανόηση της ιδεολογικής κοσμοθεωρίας του επικεφαλής καθίσταται απαραίτητη για την κατανόηση των επιλογών του.

Ο Τούρκος πρόεδρος, Recep Tayyip Erdogan, στην 24η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στη Νέα Υόρκη, στις 24 Σεπτεμβρίου 2019. REUTERS/Lucas Jackson
 

-----------------------------------------------------------------

Είναι αδύνατον κάποιος να κατανοήσει την σοβιετική εξωτερική πολιτική εάν δεν κατανοήσει τον Λενινισμό, ή να αναλύσει την ιρανική εξωτερική πολιτική χωρίς να καταλάβει τον Χομεϊνισμό. Όσο πιο συγκεντρωτικό και απολυταρχικό καθίσταται το σύστημα εξουσίας σε ένα κράτος τόσο πιο σημαντικό είναι να γίνει κατανοητή η φιλοσοφική κοσμοθεώρηση ή Weltanschauung του απολυταρχικού ηγέτη. Το «κόκκινο βιβλίο» του Μάο ή το «πράσινο βιβλίο» του Καντάφι είναι δύο απτά παραδείγματα κωδικοποίησης αυτών των κοσμοθεωρήσεων. Αν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει ακόμη παράξει κάποιο παρόμοιο ιδεολογικό πόνημα, η κατανόηση των ιδεολογικών του καταβολών καθίσταται απαραίτητη για την εξήγηση της εξωτερικής του πολιτικής για τρεις βασικούς λόγους:

(α) Ο Ερντογάν κατευθύνει τις τύχες της χώρας του εδώ και 21 έτη από την πρώτη σαρωτική νίκη του ΑΚΡ το 2002. Δεν αποτελεί πλέον Πρόεδρο κόμματος ή απλά επικεφαλής κυβέρνησης. Αποτελεί τον επικεφαλής ενός ισλαμιστικού καθεστώτος που ενσαρκώνει πλέον το τουρκικό κράτος. Ο Ερντογάν είναι ο αρχιτέκτονας της ιδεολογικής αποδόμησης του Κεμαλισμού και της αντικατάστασής του από ένα νέο ιδεολόγημα που σε μεγάλο βαθμό ομοιάζει με το πολιτικό πρόγραμμα της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, επίγονο της οποίας, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει ο Γάλλος Αραβολόγος Gilles Kepel, αποτελεί το ίδιο το ΑΚΡ [1].

(β) Ο Ερντογάν ως ιδρυτής και ηγέτης του ΑΚΡ αποτελεί ουσιαστικά τον επικεφαλής της τουρκικής ισλαμιστικής επανάστασης καθώς πέτυχε σχεδόν αναίμακτα και μέσα σε διάρκεια περίπου 15 ετών να ανατρέψει την κεμαλική δομή του συστήματος εξουσίας που είχε οικοδομηθεί ακριβώς για να αποτρέψει την άνοδο ενός ισλαμιστικού κόμματος στην εξουσία. Ιδιαίτερα μετά το 2016 ο Ερντογάν διέλυσε πλήρως τους κεμαλικούς «αρμούς της εξουσίας» απονευρώνοντας την πολιτική αυτονομία του στρατεύματος και της δικαιοσύνης και υποκαθιστώντας σταδιακά τον Κεμαλισμό με ένα νέο μοναδικό ισλαμιστικό-εθνικιστικό ιδεολόγημα που ασπάζεται η μεγάλη πλειοψηφία των τουρκικών πολιτικών δυνάμεων και θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε για τους σκοπούς αυτού του άρθρου ως Ερντογανικό Τουρκο-ισλαμισμό. Το ιδεολόγημα αυτό είναι δομικά αντιδυτικό, και ως προς τις καταβολές του και ως προς τις γεωπολιτικές του στοχεύσεις, επιδιώκοντας την πλήρη γεωστρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας από την «Δύση» και την ανάδυση της Τουρκίας ως «μέσης δύναμης» και ηγέτιδας του σουνιτικού κόσμου.

(γ) Η πολιτική ηγεμονία και οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Ερντογάν έχουν πλέον επιφέρει μια δομική μεταβολή στο τουρκικό σύστημα εξουσίας προς μια σαφώς μονοπολική κατεύθυνση, που προσομοιάζει άλλα απολυταρχικά καθεστώτα όπως το ρωσικό και το ιρανικό. Στα καθεστώτα αυτά αν και δεν υπάρχει ουσιαστική διάκριση των εξουσιών εξακολουθούν όλα να διατηρούν μια λεπτή επίφαση δημοκρατίας. Εάν ο Ερντογάν επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου 2023 η λεπτή αυτή επίφαση θα λεπτύνει σε σημείο εξαφάνισης για την Τουρκία. Ως αποτέλεσμα αυτής της απολυταρχικής υπερ-συγκέντρωσης εξουσιών ο Ερντογάν έχει καταστεί πολύ πιο ελεύθερος μετά το 2016 ώστε να εκφράσει χωρίς αυτολογοκρισίες τα πραγματικά ιδεολογικά του «πιστεύω» δίνοντάς τους ένα σαφές γεωπολιτικό στίγμα επιδίωξης της περιφερειακής ηγεμονίας μέσα από την προώθηση μιας απροκάλυπτα αναθεωρητικής πολιτικής προς έναν τουρκικό ζωτικό χώρο σε ξηρά και θάλασσα τερματίζοντας τους εδαφικούς περιορισμούς της Συνθήκης της Λωζάννης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν έθεσε ξεκάθαρα το θέμα αναθεώρησης της Συνθήκης του 1923 μερικούς μήνες μετά την συντριβή του πραξικοπήματος-παρωδία, τον Ιούλιο του 2016.

Ο Ερντογάν δεν φημίζεται για την ψυχραιμία του. Το ακριβώς αντίθετο. Ο Ερντογάν ως γνήσιος Kasimpasali [2] επιδιώκει να προσβάλει όσους ξένους ηγέτες θεωρεί αντιπάλους ή εχθρούς του, επιχειρώντας να τους ταπεινώσει στα μάτια της τουρκικής κοινής γνώμης με υβριστικούς χαρακτηρισμούς. Στο «πνεύμα» αυτό ο Ερντογάν, πέραν του «Μητσοτάκης γιόκ», έχει αποκαλέσει τον Αιγύπτιο Πρόεδρο «τύραννο, δικτάτορα, και δολοφόνο των δημοκρατιών» [3] ˙ έχει κατηγορήσει τον Γάλλο Πρόεδρο για Ισλαμοφοβία καλώντας «να πάει να κοιταχθεί σε κανένα ψυχίατρο… προειδοποιώντας τον να μην μπλέξει μαζί του» [4]˙ έχει συχνά πυκνά χαρακτηρίσει τον Ισραηλινό Πρωθυπουργό ως «κλέφτη, έναν τύραννο που δολοφονεί Παλαιστίνια παιδιά» [5], ενώ έχει χαρακτηρίσει το κράτος του Ισραήλ «σιωνιστικό, φασιστικό, και ρατσιστικό» σημειώνοντας ότι «το πνεύμα του Χίτλερ έχει αναδειχθεί ξανά μεταξύ κάποιων Ισραηλινών ηγετών» [6] ˙ πιο πρόσφατα δε, απείλησε την Αθήνα με πυραυλικές επιθέσεις με τον ακόμη υπό ανάπτυξη πύραυλο Tayfun [7].

Αυτές οι λεκτικές επιθέσεις δεν γίνονται μόνο για «εσωτερική πολιτική κατανάλωση» ούτε αποτελούν τις δηλώσεις ενός «παράφρονα». Πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν γιατί αποτελούν εκφάνσεις του τουρκο-ισλαμιστικού ιδεολογήματος που κυριαρχεί στην πλειοψηφία των τουρκικών κομμάτων αρχής γενομένης του ΑΚΡ και των παραφυάδων του, του συγκυβερνώντος παντουρκικού ΜΗΡ και του εσχάτως αντιπολιτευόμενου υπερεθνικιστικού Iyi Partisi. Όπως υπογραμμίζει ο ιστορικός και βιογράφος του Ερντογάν, δρ. Σονέρ Τσαγκαπτάυ, «ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει μια επανάσταση στην τουρκική πολιτική μετά το 2003 κατακλύζοντας το πολιτικό και εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας του με το συντηρητικό Ισλάμ. Για τους συντηρητικούς και ευσεβείς Τούρκους εκπροσωπεί το τέλος της υποδούλωσης της λαϊκής βούλησης στην Τουρκία. Η βάση [του ΑΚΡ] τον αγαπά γιατί έχει αποκαταστήσει την τιμή τους μέσα από τον εναγκαλισμό του Ισλάμ» [8]. Έχοντας πλέον καταστρέψει κάθε είδους ουσιαστικούς φραγμούς στην άσκηση της εξουσίας του, ο Ερντογάν είναι πλέον ελεύθερος για να επιταχύνει το κοινωνικό πρόγραμμα μιας άνωθεν επιβαλλόμενης επανισλαμικοποίησης των κρατικών μηχανισμών εξουσίας και των εναπομεινάντων κοσμικών τμημάτων της κοινωνίας χρησιμοποιώντας τις υπερξουσίες μιας «αυτοκρατορικής» προεδρίας.

Η βραδυφλεγής τουρκική ισλαμική επανάσταση του Ερντογάν ανέστρεψε δεκαετίες Κεμαλισμού που αντιμετωπίζεται ανοικτά από τα στελέχη του ΑΚΡ, συμπεριλαμβανομένου του νυν αντιπολιτευόμενου πρώην πρωθυπουργού της Τουρκίας κ. Αχμέτ Νταβούτογλου, ως ένα αποτυχημένο πείραμα «Δυτικοποίησης που κατέστρεψε το Οθωμανικό κράτος, υπέσκαψε την θρησκευτική του νομιμοποίηση και δημιούργησε μια κοινωνία με μια αποδυναμωμένη ιστορική συνείδηση και μια ξεριζωμένη ταυτότητα» [9]. Το μακρινό ταξίδι του Ερντογάν προς την απολυταρχική διακυβέρνηση τον έφερε μετά από δεκαπέντε χρόνια στην εξουσία το 2018 σε μια θέση που είναι ταυτόχρονα ο επικεφαλής του κράτους, της κυβέρνησης, των ενόπλων δυνάμεων, και του κυβερνώντος κόμματος, χωρίς η κυβέρνηση πλέον να εξαρτάται άμεσα από την εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία καθώς διορίζεται από τον Πρόεδρο και αναφέρεται σε εκείνον.

Ο Πρόεδρος της Τουρκίας μπορεί να καταργήσει τα νομοθετήματα του κοινοβουλίου κυβερνώντας με προεδρικά διατάγματα εφόσον επικαλεσθεί την ύπαρξη «κατάστασης έκτακτου ανάγκης» που ο ίδιος προφανώς καθορίζει. Αυτό ο Ερντογάν το έχει κάνει ήδη μεταξύ του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016 και της εκλογής του στην Προεδρία τον Ιούνιο του 2018. Αυτά τα προεδρικά διατάγματα απομάκρυναν δεκάδες χιλιάδες δημοσίους λειτουργούς, εκπαιδευτικούς, στρατιωτικούς, και δικαστικούς από τις θέσεις τους σε ένα πρωτοφανές πογκρόμ που η «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη επικρότησε [10], αφενός διότι είχε ήδη απωλέσει μεγάλο μέρος της επιρροής της από τις «σταλινικού τύπου» δίκες παρωδίας της Ergenekon (2008-2016) και της «Βαριοπούλας» (2012-2015) δια των οποίων απονεύρωσε την πολιτική αυτονομία των Ενόπλων Δυνάμεων [11] , αφετέρου διότι ο Πρόεδρος της Τουρκίας έχει την δύναμη να διορίσει τα 11 από τα συνολικά 13 μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Δικαστών και Εισαγγελέων που διορίζει και παύει το σύνολο του Δικαστικού Σώματος εκλέγοντας παράλληλα και τα μέλη του Ανώτατου Δικαστηρίου [12].

Κανείς άλλος Πρόεδρος της Τουρκίας, πλην του ιδίου του Ατατούρκ, δεν είχε ποτέ συγκεντρώσει τέτοιες εξουσίες. Το να κατανοήσουμε την κοσμοθεωρία του ισλαμιστή ηγέτη της Τουρκίας θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε καλύτερα την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν και να κατανοήσουμε τον ανοικτό του θαυμασμό του για τους δύο βασικούς πυλώνες και πολιτικο-ιδεολογικούς προπάτορες της αντικεμαλικής του επανάστασης προσφεύγοντας επί το πλείστον σε τουρκικές πηγές: τον Νετσμετίν Ερμπακάν και τον Νετσίπ Φαζίλ Κισάκιουρεκ.

Ο ΝΕΤΣΜΕΤΙΝ ΕΡΜΠΑΚΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ MILLI GORUS

Το 2011, η κηδεία του πρώτου ισλαμιστή πρωθυπουργού της Τουρκίας, Νετσμετίν Ερμπακάν, μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα όπου συμμετείχαν εκατοντάδες χιλιάδες άτομα μεταξύ των οποίων ο τότε Πρόεδρος της Τουρκίας και σύμβουλος επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής του Ερμπακάν το 1997-1998, Αμπντουλάχ Γκιούλ, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ερντογάν, ο οποίος εξελέγη με την σημαία του Refah Partisi δήμαρχος Κων/πόλης το 1994, όπως και όλη η ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από την Αίγυπτο, την Συρία, τον Λίβανο, την Τυνησία, την Γάζα, το Κατάρ, και το Πακιστάν [13]. Μολονότι ο Ερμπακάν αποτέλεσε από το 1969 τον ιδρυτή του τουρκικού ισλαμιστικού κινήματος Millî Görüş από το οποίο κατάγεται και το ΑΚΡ [14] δεν δημοσίευσε ποτέ μια ιδεολογική κωδικοποίηση των αρχών του κινήματος. Το βασικό του κείμενο, Davam (H Περίπτωσή Μου), που δημοσιεύθηκε εν είδει πολιτικών απομνημονευμάτων δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, εκτός του ότι περιγράφει την αντίθεση των Τούρκων ισλαμιστών στον Κεμαλισμό, κάτι που εντοπίζεται ήδη από την δεκαετία του 1940 στα κείμενα του Κισάκιουρεκ, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο το κίνημα του Ερμπακάν επηρεάστηκε από τις διδασκαλίες του ιδεολογικού καθοδηγητή της Αιγυπτιακής Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Σαΐντ Κούτμπ [15], ο οποίος και εκτελέστηκε στην αγχόνη από τον Αιγύπτιο πρόεδρο, Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, το 1966, για την συμβολή του στην προσπάθεια ανατροπής του αιγυπτιακού κοσμικού καθεστώτος από τα μέλη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας (Jamāʿat al-Ikhwān al-Muslimīn/JIM) μετά το 1954.

Οι σχέσεις του Ερμπακάν με τα στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας δεν περιορίστηκαν στο ιδεολογικό επίπεδο κατά τις σπουδές του Ερμπακάν, καθώς η ανιψιά του πρώτου ισλαμιστή πρωθυπουργού της Τουρκίας παντρεύτηκε τον επικεφαλής της JIM στην Δυτική Γερμανία, Ιμπραχίμ ελ Ζαγιάτ. Όπως υπογραμμίζει ο δρ. Συμεών Ανάνιτς, «Τα μέλη του Millî Görüş διατηρούσαν στενές ιδεολογικές και προσωπικές σχέσεις με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όπως και με την JIM οι Τούρκοι ισλαμιστές λάτρευαν την ιδέα του Πανισλαμισμού και την αρχή της συνέχειας της ένωσης όλων των Μουσουλμάνων, ασχέτως της υποδοχής τους σε διαφορετικά κύματα του Ισλάμ … μια συμπεριφορά που επέτρεψε στο κίνημα να δει με θετικό τρόπο την ισλαμική επανάσταση των Σιιτών στο Ιράν» [16].

Μια από βασικές αντιλήψεις των Τούρκων ισλαμιστών έγκειται στο ότι με την επανάστασή του ο Κεμάλ πρόδωσε και εγκατάλειψε τις παραδόσεις της Οθωμανικής Τουρκίας και του Χαλιφάτου υποχρεώνοντας την Τουρκία να ακολουθεί τα κελεύσματα της Δύσης κατά τον τρόπο που παραβίαζε την βασική αρχή του «Όρκου του Έθνους» (Misak Millî ) δηλαδή το ψήφισμα της πρώτης τουρκικής εθνοσυνέλευσης που συνεδρίασε υπό την προεδρία του Ατατούρκ περιγράφοντας μια σειρά από εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας έναντι των γειτόνων της οι οποίοι στην ουσία επεδίωκαν να ανατρέψουν τα τετελεσμένα των Βαλκανικών Πολέμων και της Συνθήκης των Σεβρών. Για τους Τούρκους ισλαμιστές, και προφανώς για τον ίδιο τον Ερντογάν, το ότι επετεύχθη μόνο το δεύτερο αλλά όχι το πρώτο αποτελεί εθνική μειοδοσία και μεγάλη αποτυχία για το τουρκικό έθνος που ο ίδιος θα επιδιώξει να επανορθώσει.

Συνεπώς, για τους Τούρκους ισλαμιστές, η Συνθήκη της Λωζάννης αποτέλεσε όχι νίκη που διέσωσε το τουρκικό έθνος-κράτος αλλά ήττα, γιατί πρόδωσε τις επιδιώξεις του «Όρκου του Έθνους». Όπως είπε άλλωστε ο ίδιος ο Ερντογάν σε μια ομιλία του στο προεδρικό παλάτι τον Οκτώβριο του 2016, «Το βλέπετε το Αιγαίο έτσι δεν είναι; Στην Λωζάννη δώσαμε νησιά τα οποία είναι τόσο κοντά σε εμάς που έτσι και φωνάξουμε από απέναντι θα μας ακούσουν. Είναι αυτό νίκη; Είναι δικά μας. Είναι τα δικά μας τζαμιά, τα δικά μας ιερά εκεί. Αυτοί που κάθισαν [να διαπραγματευθούν] στο τραπέζι δεν πήραν την καλύτερη συμφωνία και σήμερα υποφέρουμε από τις συνέπειες» [17]. Σε αυτή του την αποστροφή ο Ερντογάν συνοψίζει το σύνολο των προσδοκιών του έναντι της Ελλάδας και εξηγεί ξεκάθαρα γιατί η ελληνικής κυριαρχία στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο ακυρώνει τον δικό του «Όρκο του Έθνους».

Μετά την επεισοδιακή επίσκεψη του Ερντογάν στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2017 όπου ο Τούρκος πρόεδρος απαίτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάννης, μια ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο κρατικά ελεγχόμενο δορυφορικό κανάλι της τουρκικής τηλεόρασης TRT World υπογράμμιζε ότι «Σήμερα στην Τουρκία, οι Κεμαλιστές, οι σκληροπυρηνικοί υπερασπιστές του κοσμικού κράτους (σεκιουλαρισμού) υποστηρίζουν την Συνθήκη, ενώ τα θρησκευτικώς εμπνεόμενα πολιτικά κινήματα την αντιλαμβάνονται διαφορετικά. Ο Ερντογάν αποτελεί ένα προϊόν του Millî Görüş, ενός πολιτικού κινήματος που εμπνεύσθηκε από προοδευτικές μουσουλμανικές αξίες και που έχει επηρεάσει σημαντικά την τουρκική πολιτική από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του καριέρας, η θέση του Ερντογάν σε ό,τι αφορά την συνθήκη της Λωζάννης έχει παραμείνει συνεπής. Μετά την άνοδό του στην εξουσία, οι απόψεις του για την αναθεώρηση και επικαιροποίηση της Συνθήκης σταδιακά επηρέασαν την ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας» [18].

Είναι πολύ σημαντικό, λοιπόν, να υπογραμμισθεί ότι η αναθεώρηση της Λωζάννης και το ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου ούτε αποτελεί προεκλογικό «σποτάκι» του Ερντογάν ούτε του επιβλήθηκε από το υπερεθνικιστικό ΜΗΡ. Αποτελεί πάγια γεωπολιτική του επιδίωξη που προέρχεται από την ιδεολογική παρακαταθήκη του ερμπακανικού Millî Görüş, επί της οποίας μάλιστα συγκλίνουν και οι Κεμαλιστές αντιπολιτευόμενοι αντίπαλοί του με πρώτο τον πρόεδρο του Κεμαλικού CHP, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος υποσχέθηκε τον Ιούνιο του 2022 να στηρίξει τον Τούρκο πρόεδρο «εάν αποφάσιζε να κινηθεί κατά των κατεχόμενων [από την Ελλάδα] και στρατιωτικοποιημένων [ελληνικών] νησιών στο Αιγαίο» [19].

Από ιδεολογικής άποψης, ο λόγος της κεμαλικής «υποχωρητικότητας», ωστόσο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό την άποψη ότι αναλύεται μέσα από το πρίσμα της σεκιουλαριστικής «παραβατικότητας» και αντι-ισλαμικότητας της Ατατουρκικής επανάστασης η οποία θυσίασε τις γεωπολιτικές φιλοδοξίες του «Όρκου του Έθνους» στον βωμό της πολιτικής επιβολής του κοσμικού κεμαλικού κράτους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Για τους Τούρκους ισλαμιστές, ο Κεμάλ και οι πολιτικοί του επίγονοι υπέταξαν τις γεωπολιτικές προτεραιότητες της Τουρκίας στα κελεύσματα των ξένων Μεγάλων Δυνάμεων και ιδίως των ΗΠΑ προκειμένου να διασφαλίσουν την διαιώνιση του αντι-ισλαμικού συστήματος εξουσίας, το οποίο έθετε στο περιθώριο τον μέσο συντηρητικό Τούρκο Μουσουλμάνο, την εκδίκηση του οποίου προσωποποίησε πολιτικά ο Ερντογάν και το ΑΚΡ.

Κατά την ερντογανική οπτική, οι ταγοί του Κεμαλισμού στην Τουρκία, επειδή ακριβώς στερούντο εσωτερικής νομιμοποίησης, επεδίωξαν την συμμαχία με την «Δύση» και τις ΗΠΑ προκειμένου να παραμείνουν στην εξουσία σε βάρος της συντριπτικής ισλαμικής πλειοψηφίας του τουρκικού λαού. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο οι ΗΠΑ υποστήριξαν πολιτικά όλες τις επεμβάσεις του τουρκικού στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του προνουντσιαμέντου του 1998 με το οποίο οι στρατηγοί απομάκρυναν τον Ερμπακάν από την πρωθυπουργία, θέτοντας εκτός νόμου το Refah Partisi και φυλακίζοντας τον ίδιο τον Ερμπακάν και το σύνολο των ηγετικών προσωπικοτήτων του τουρκικού ισλαμιστικού κόμματος, του Ερντογάν συμπεριλαμβανομένου [20].

Η μη άμεση καταδίκη του πραξικοπήματος του 2016 από τις ΗΠΑ ανατροφοδότησε αυτήν την πεποίθηση μεταξύ των Τούρκων ισλαμιστών που ερμήνευσαν την άρνηση των ΗΠΑ να παραδώσουν για «δίκη» τον Φετουλά Γκιολέν στο καθεστώς Ερντογάν ως τεκμήριο συνενοχής της Ουάσινγκτον για το αποτυχημένο κίνημα ανατροπής του Τούρκου προέδρου [21]. Ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Σουλεϊμάν Σοϊλού, κατηγόρησε το 2016 ευθέως τις ΗΠΑ για την οργάνωση του πραξικοπήματος [22], ενώ το 2018 ο ίδιος ο Ερντογάν «αποκάλυψε» ότι το πραξικόπημα του 2016 είχε διοργανωθεί από το FBI και την CIA [23]. Το αξιοσημείωτο εν προκειμένω δεν είναι μόνο το γεγονός ότι οι βιτριολικές κατηγορίες του Ερντογάν βασίζονται σε θεωρίες συνομωσίας που αντανακλούν την τουρκο-ισλαμιστική ιδεολογία του «Ερντογανισμού» ως προς την διαχρονική συνεργασία Αμερικανών και Κεμαλιστών κατά των Τούρκων ισλαμιστών.

Είναι επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι η συνωμοσιολογική αντίληψη του Τούρκου προέδρου εργαλειοποιήθηκε προς ίδιον όφελος από τον Ερντογάν μέσα από τα θρησκευτικά κηρύγματα που εγκρίθηκαν προς διάδοση από τα τζαμιά της Τουρκίας μετά το 2016 από την «περίφημη» διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων της τουρκικής προεδρίας, Diyanet. Τα κηρύγματα που εκδίδει η Diyanet είναι υποχρεωτικό να διαβασθούν αυτολεξεί από τους 100.000 ιμάμηδες των περίπου 90.000 τουρκικών τζαμιών κάθε Παρασκευή, παρουσία του περίπου μισού ενεργού ανδρικού πληθυσμού της χώρας, και χρησιμοποιήθηκαν από τον Ερντογάν για να καλλιεργήσουν μια αυθυποβολή θυματοποίησης και οργής στον τουρκικό πληθυσμό για τις υποτιθέμενες αδικίες των Δυτικών επιθέσεων και την διαχρονική προδοσία των ιθαγενών συνωμοτών τους.

Ο Νετσμετίν Ερμπακάν (1926-2011), ηγέτης του ισλαμιστικού κινήματος της σύγχρονης Τουρκίας. Πηγή: Zest at the Turkish language Wikipedia.
 

-----------------------------------------------------------------

Η έρευνα των Ισάν Γιλμάζ και Ισμαήλ Αλμπαϊράκ [24] αναδεικνύει ότι, ειδικότερα μετά το 2016, η αιτιολόγηση των ερντογανικών διώξεων που έστρωσαν τον δρόμο του ηγέτη του ΑΚΡ προς την συνταγματική μεταρρύθμιση του 2017 και την «αυτοκρατορική» προεδρία του 2018 βασίστηκε σε μια κατεξοχήν αντισημιτική προσέγγιση συνωμοσιολογικών θεωριών που βρίσκονται στον πυρήνα του Millî Görüş όπως καταγράφεται και στο Davam του Ερμπακάν. Όπως σημειώνουν οι δύο Τούρκοι μελετητές, «Στην καρδιά αυτής της [αντίληψης] θυματοποίησης, η κατάρρευση του Χαλιφάτου και η δημιουργία της κοσμικής Δημοκρατίας έχουν περίοπτη θέση. Οι Κεμαλιστές αποτελούν τον κύριο στόχο του αφηγήματος της θυματοποίησης. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 το ΑΚΡ μπόρεσε να παρουσιάσει αξιόπιστα τον εαυτό του ως το θύμα των Κεμαλιστών χαρακτηρίζοντας του κοσμικούς Τούρκους ως τους "Λευκούς Τούρκους”. Σε αντίθεση με τους Λευκούς Τούρκους οι Τούρκοι Ισλαμιστές εμφανίστηκα ως [οι καταπιεζόμενοι] “Μαύροι Τούρκοι”» [25]. Σύμφωνα, λοιπόν. με αυτό το κυρίαρχο ερντογανικό αφήγημα, τα «εγχώρια κέντρα» των Λευκών Τούρκων στα οποία προφανώς εντάχθηκαν και οι μη-κοσμικοί Γκιουλενικοί ισλαμιστές μετά το 2016, εργαλειοποιήθηκαν από την Δύση για την ανατροπή του ΑΚΡ από την εξουσία και την αναστροφή της τουρκικής ισλαμικής επανάστασης. Ως εκ τούτου, υπογραμμίζουν οι Yilmaz και Albayrak, το πραξικόπημα «σύμφωνα με το επίσημο αφήγημα [του Diyanet] αποτέλεσε μια απόπειρα κατoχής [της Τουρκίας] και μια επίθεση εναντίον της επιβίωσης του έθνους. Αν και μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι οι ξένες δυνάμεις που υπονοεί το Diyanet είναι οι ΗΠΑ, και άλλες χώρες όπως η Γερμανία και η Βρετανία ενίοτε συμπεριλαμβάνονται [στους εχθρούς] όπως και κάποιες Αραβικές χώρες όπου το ΑΚΡ έχει προβλήματα εξωτερικής πολιτικής» [26].

Το ότι η κατάρρευση του οθωμανικού Χαλιφάτου και η άνοδος της κοσμικής Τουρκίας αποτελεί το θεμελιώδες τραύμα που τροφοδοτούσε την δυναμική της εκδικητικής ανόδου του τουρκικού ισλαμισμού πλέον έχει καταστεί σαφές. Αυτό που, ωστόσο, εκπλήσσει, είναι η βαθύτατα αντισημιτική προσέγγιση των Τούρκων ισλαμιστών ως προς την «ευθύνη των Εβραίων» για την κατάρρευση του Οθωμανικού Χαλιφάτου και την άνοδο του Κεμαλισμού. O Διεθνής Σιωνισμός αναγνωρίζεται από τον Ερμπακάν ως ο βασικός υπεύθυνος για την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία ξεκινά με την ανατροπή του Αμπντούλ Χαμίτ Β’ λόγω της άρνησής του να επιτρέψει την εγκατάσταση των Εβραίων στην Οθωμανική Παλαιστίνη το 1901 με αντάλλαγμα την πληρωμή του οθωμανικού χρέους από τον ηγέτη του Σιωνιστικού Κινήματος, Θεόδωρο Χέρτζλ [27].

Σύμφωνα με αυτήν την παραμορφωτική της πραγματικότητας οπτική, η άνοδος του Κομιτάτου Ένωση & Πρόοδος το 1908, η συμμετοχή της Τουρκίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διακήρυξη Μπαλφούρ το 1917, και οι Συνθήκες που οδήγησαν (Σέβρες-1920) και μερικώς επιβεβαίωσαν (Λωζάννη-1923) τον διαμελισμό της αυτοκρατορίας ήταν διαδοχικά τμήματα του ίδιου σιωνιστικού σχεδίου να διασφαλίσει μέσα από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την δημιουργία της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη μια μόνιμη εστία για την επανεγκατάσταση των Εβραίων στην περιοχή και την μετέπειτα δημιουργία εβραϊκού κράτους, όπως και τελικά έγινε το 1948.

Όπως έχει γράψει ο ίδιος ο Ερμπακάν, «ενώ ο Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ανέστρεψε τα σιωνιστικά τους σχέδια, η συνθήκη της Λωζάννης ήρθε για να δημιουργήσει ένα κράτος όπου οι Τούρκοι θα αποξενώνονταν από την θρησκεία τους και όλοι οι θεσμοί του θα καταλαμβάνονταν από τον παγκόσμιο Σιωνισμό. Συνεπώς, από αυτό το σημείο και μετά οι “συνεργάτες” [sic: collaborationists] των Σιωνιστών στην Τουρκία έχουν προσπαθήσει να ενταχθούν στην ΕΕ για να αποκόψουν την Τουρκία από την ταυτότητά της. Κάθε δύναμη που αντιμετωπίζει η Τουρκία, όχι κάθε δύναμη στον κόσμο, ελέγχεται από τον παγκόσμιο Σιωνισμό και είναι αποφασισμένη να καταστρέψει την Τουρκία, ως κράτος, ως έθνος, και ως κοινότητα» [28].

Για τον Ερμπακάν, όσο και για τον Κισάκιουρεκ που μετέφρασε και προλόγισε στα τουρκικά την «βίβλο» των απανταχού συνομωσιολογιών αντισημιτιστών, «Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», είναι μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η πτώση του Αμπντούλ Χαμίτ από το Κομιτάτο Ένωση & Πρόοδος αποτέλεσε μια σιωνιστική συνομωσία που στο τέλος «υποχρέωσε την Αυτοκρατορία να μπει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο φέροντας την διάλυσή της με την Συνθήκη των Σεβρών, που ήταν ουσιαστικά ένα σχέδιο για την δημιουργία του Μεγάλου Ισραήλ» [29].

Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ως πρωθυπουργός της Τουρκίας, το 1996, ο Ερμπακάν είχε αναλύσει σε συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας ως εξής τον γεωπολιτικό -ακόμη και τον εδαφικό- κίνδυνο που δημιουργεί για την Τουρκία το Ισραήλ: «Υπάρχουν δυο μπλε γραμμές πάνω και κάτω από το αστέρι στην σημαία του Ισραήλ. Αυτές οι γραμμές αποτελούν σύμβολα. Η πάνω γραμμή συμβολίζει τον Ευφράτη και η κάτω γραμμή τον Νείλο. Σύμφωνα με την αντίληψη των Εβραίων, αυτά τα σύνορα πρέπει να αποτελέσουν τα φυσικά σύνορα του κράτους του Ισραήλ» [30].

Για όλη την ηγεσία του ΑΚΡ, συμπεριλαμβανομένων των Ερντογάν και Νταβούτογλου, ο Αμπντούλ Χαμίτ Β’ ήταν ο τελευταίος πραγματικός σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που υπερασπίστηκε το Ισλάμ, και τιμωρήθηκε για αυτό από τον διεθνή Σιωνισμό λόγω, μεταξύ άλλων, και της προώθησης μιας Παν-Ισλαμικής Εξωτερικής Πολιτικής [31]. Δεν είναι τυχαίο ότι το τέταρτο και πλέον σύγχρονο τουρκικό γεωτρύπανο με το οποίο ο Ερντογάν επιχειρεί να επιβάλλει τη Mavi Vatan επί του πεδίου ονοματίστηκε Αμπντούλ Χαμίτ Β’ [32]. Όπως έχει γίνει κατανοητό ο αντισημιτισμός αποτελεί δομικό συστατικό των φιλοσοφικών καταβολών του τουρκικού ισλαμισμού και έχει εργαλειοποιηθεί συστηματικά από τον Ερντογάν τόσο για να στιγματίσει στο εσωτερικό ως «συνεργάτες» των Δυτικών τους σεκιουλαριστές Κεμαλικούς όσο και για να οικοδομήσει το δόγμα υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων -ιδίως μετά το 2011- σε μια προσπάθεια ριζικής αναδιάταξης.

Ωστόσο, η κοσμοθεωρία του Ερντογάν δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα από την οπτική γωνία του πολιτικού ισλαμισμού, μολονότι το ΑΚΡ είναι το μοναδικό παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στη Μέση Ανατολή που τελικά πέτυχε στην αποστολή του, δηλαδή να ανατρέψει τον Δυτικοποιημένο κοσμικό χαρακτήρα του κράτους που προέκυψε από τα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά το 1922. Για να κατανοήσουμε τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο τουρκο-ισλαμικός εθνικισμός διαμόρφωσε την σκέψη του Ερντογάν θα πρέπει να καταφύγουμε στον θεωρητικό συστηματικοποιητή της ιδεολογίας του υπερεθνικιστικού κόμματος των «Γκρίζων Λύκων»,

ΝΕΤΣΙΠ ΦΑΖΙΛ ΚΙΣΑΚΙΟΥΡΕΚ: ΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΕΙΔΩΛΟ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ

Η βασική συνωμοσιολογική αντίληψη ότι οι Εβραίοι ευθύνονται για την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέχει περίοπτη θέση και στην φιλοσοφία του συστηματικοποιητή της ιδεολογίας των τούρκων υπερεθνικιστών όπως εκφράζονται ιστορικά από το κόμμα ΜΗΡ που ίδρυσε ο Αρπασλάν Τουρκές, και ο οποίος κατ’ απαίτηση του Κισακιουρέκ το 1977 δημόσια δεσμεύθηκε ότι το κίνημα των Γκρίζων Λύκων του οποίου και προΐστατο θα αποτελεί την έκφραση «ενός τουρκικού εθνικισμού παντρεμένου με το Ισλάμ» [33]. Η πολιτική συμμαχία ΑΚΡ και ΜΗΡ που συγκυβερνά την Τουρκία μετά το 2015 δεν επιβλήθηκε στον Ερντγοάν εναντίον της θέλησής του ως αποτέλεσμα πολιτικής αναγκαιότητας. Οικοδομήθηκε στην βάση της μεγάλης ιδεολογικής συγγένειας των δύο κομμάτων που αντλούν την κοινή ιδεολογική τους έμπνευση από τον Κισακιουρέκ.

Όπως έχει υπογραμμίσει ο Σονέρ Τσαγκαπτάι, «ο Κισάκιουρεκ είναι αναμφίβολα το είδωλο του Ερντογάν. Σε μια συνέντευξη του που δημοσιεύθηκε στον Economist το 2002, όταν ο Ερντογάν ερωτήθηκε ποια παγκόσμια προσωπικότητα τον επηρέασε και τον ενέπνευσε η απάντηση του ήταν ξεκάθαρη “ο Νετσίπ Φαζίλ Κισάκιουρεκ”. Σε μια ομιλία που αργότερα έκανε όντας πρωθυπουργός μετά από πολλά χρόνια, ο Ερντογάν είπε στο ακροατήριό του ότι είχε διαβάσει τα έργα του Κισάκιουρεκ, τον είχε γνωρίσει προσωπικά, και ότι βρήκε την ευκαιρία να βαδίσει στα βήματά του» [34].

Όπως τονίζει ο Σβάντε Κορνέλ, οι δημόσιες παραδοχές «λατρείας» προς τον Κισάκιουρεκ δεν περιορίζονται μόνο στον Ερντογάν. Ο ίδιος ο τότε εν ενεργεία πρόεδρος της Τουρκίας, Αμπντουλάχ Γκιούλ, είχε δηλώσει το 2013 ότι «ο Κισάκιουρεκ ήταν ο σημαντικότερος διανοητής που άσκησε μεγάλη επιρροή στην διαμόρφωση της άποψής μου για τον κόσμο», ενώ το ίδιο έτος ο Μπεσίρ Αταλάι, τότε αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ερντογάν δήλωσε σε συνέδριο του ΑΚΡ που έλαβε χώρα στο Ικόνιο, ένα από τα προπύργια του κόμματος, ότι «ολόκληρη η άρχουσα τάξη αυτής της χώρας, συμπεριλαμβανομένου ενός μεγάλου μέρους του υπουργικού συμβουλίου, επηρεάστηκαν από τον δάσκαλο Νετσίπ Φαζίλ» [35].

Από μια άποψη, τα κείμενα του Κισάκιουρεκ συστηματοποιούν ήδη από την δεκαετία του 1940 τις αρχές του ισλαμικού επαναστατισμού, πριν από τα έργα του ιδεολογικού καθοδηγητή της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, Αιγύπτιου Σαΐντ Κούτμπ, που επηρέασε με την σειρά του καταλυτικά το ερμπακανικό κίνημα του Millî Görüş. Ως εκ τούτου ο ισλαμισμός και ο αντικεμαλισμός του Κισάκιουρεκ προηγείται εκείνου του Ερμπακάν. Για τον Κισάκιουρεκ ο Κεμαλισμός αποτέλεσε ένα ξένο σώμα που επιβλήθηκε στον τουρκικό λαό από τις δυνάμεις που διαμέλισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το πολίτευμα που ταιριάζει στην Τουρκία είναι η απόλυτη εξουσία του «τέλειου ανθρώπου» ή Başyüce, με τον οποίο επιχειρεί να ταυτισθεί ο Ερντογάν. Ένα τέτοιο πολίτευμα, το Başyücelik, θα αποτελείτο από μια πηγή εξουσίας που θα εξέφραζε «την λαϊκή βούληση» χωρίς διαχωρισμό εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η κεφαλή του κράτους θα αντέστρεφε τον κεμαλισμό ανατρέποντας την αρχή ότι η νομιμοποίηση της πολιτικής εξουσίας πηγάζει από τον λαό, έναντι της αρχής ότι κάθε νομιμοποίηση πηγάζει από τον Ιερό Νόμο.

Η απόλυτη συγκέντρωση πολιτικών εξουσιών, που διέπει την φιλοσοφία του ερντογανικού Συντάγματος του 2017, θα πρέπει κατά τον Κισάκιουρεκ να αντανακλά την εθνική και θρησκευτική ομοιογένεια του πληθυσμού. Για να μπορεί η Τουρκία να ανακτήσει το οθωμανικό της μεγαλείο θα πρέπει να εκδιώξει τις μη-σουνιτικές μουσουλμανικές εθνικο-θρησκευτικές ομάδες από την χώρα, εκτός κι αν εκείνες αποδεχθούν να εξισλαμισθούν. Είναι προφανές ότι ο Κισάκιουρεκ θεωρεί το Ισλάμ ως ανώτερο ενοποιητικό στοιχείο του τουρκικού έθνους από την τουρκική εθνική συνείδηση, και διότι με τον τρόπο αυτό επιχειρεί να ενσωματώσει στους Τούρκους το διακριτό κουρδικό έθνος, και γιατί ακολουθεί την οθωμανική παράδοση που ταυτίζει, έως την άνοδο των Νεοτούρκων το 1908, την έννοια του έθνους με αυτήν του θρησκεύματος (millet).

Ο διανοητής και ιδεολογικός αντίπαλος του Κεμαλισμού, Necip Fazıl Kısakürek (1904-1983). Πηγή: web
 

-------------------------------------------------------------

Κατά τον Κισάκιουρεκ οι μη-Μουσοαλμάνοι που θα αρνηθούν να εξισλαμισθούν θα πρέπει να τους κατασχεθεί η περιουσία και οι ίδιοι να απελαθούν χάνοντας την υπηκοότητά τους [36], όπως ακριβώς έγινε κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάννης με τις ελληνικές εθνικές μειονότητες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου, και της Τενέδου. Μόνο σε δύο εθνικο-θρησκευτικές ομάδες το τουρκικό κράτος δεν θα πρέπει να δώσει την δυνατότητα του εξισλαμισμού, τους Εβραίους και τους ήδη εξισλαμισθέντες Εβραίους, τους λεγόμενου Ντομνέδες, Ο λόγος αυτού του αποκλεισμού σχετίζεται με την πεποίθηση του Κισάκιουρεκ ότι οι Ντομνέδες ουδέποτε εξισλαμίσθηκαν πραγματικά και ως εκ τούτου φέρουν την ίδια ευθύνη με τους υπόλοιπους Εβραίους για την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [37].

Για τον Κισάκιουρεκ όλες οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που περιόρισαν την απόλυτη εξουσία του Σουλτάνου κατά τον 19ο αιώνα και οδήγησαν στην δημιουργία συντάγματος και κοινοβουλίου το 1876 και το 1908, αποδυνάμωσαν την ισχύ του κράτους με τελικό στόχο την διάλυσή του. Ο Κισάκιουρεκ συμφωνεί πλήρως με τον Ερμπακάν ως προς το «τις πταίει» για την κατάρρευση της αυτοκρατορίας: «Η Επιτροπή Ένωση και Πρόοδος και ο Κεμαλισμός ενορχήστρωσαν την ψευδο-απελευθέρωση της Τουρκίας από τις Δυτικές δυνάμεις υπό την προϋπόθεση ότι το έθνος και το κράτος θα αποκοπούν από το Ισλάμ. Ως εκ τούτου, η επανάσταση του Ατατούρκ και η διάσπαση του αραβικού κόσμου σε δεκάδες κράτη συνεπάγετο ότι οι Εβραίοι θα μπορούσαν πλέον να τα ελέγχουν εύκολα στρέφοντας το ένα κατά του άλλου» [38]. Η ανατροπή του Κεμαλισμού θα επιτρέψει μέσα από την γεωστρατηγική αυτονόμηση της Τουρκίας την ανάκτηση του γεωπολιτικού χώρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την προέκταση της επιρροής της, και την επέκταση των συνόρων της πέραν των περιορισμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάννης. Προϋπόθεση για αυτό δεν αποτελεί απλά η πτώση του Κεμαλισμού στο εσωτερικό αλλά και η αναβάπτιση του τουρκικού έθνους στην ισλαμική κολυμπήθρα μέσα από μια εκ των άνωθεν ισλαμική επανάσταση που θα υπηρετηθεί από τους αρμούς της εξουσίας και συγκεκριμένα τα δικαστήρια, την διοίκηση, και το εκπαιδευτικό σύστημα».

Όπως συνοψίζει πολύ εύστοχα ο δρ. Τσαγκαπτάι, «Αφού ανέτρεψε την ισχύ των κεμαλικών Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, των κοσμικών δικαστηρίων, των ΜΜΕ, και των επιχειρήσεων χρησιμοποιώντας κατ’ αντιστοιχία τις δίκες Εργκένεκον και Βαριοπούλα, τα δημοψηφίσματα, και τα πολιτικής εμπνεύσεως φορολογικά πρόστιμα και ελέγχους για να δυσφημίσει αυτούς του δρώντες, ο Ερντογάν κατέλαβε το τουρκικό κράτος και μετά επεξέτεινε την επιρροή του επί της τουρκικής κοινωνίας. Ακολουθώντας την συνταγή του Κισάκιουρεκ έγινε ένας αντι-Ατατούρκ. Ο Ερντογάν διέλυσε το σύστημα του Ατατούρκ χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα μέσα και τις ίδιες του τις μεθόδους, για να μεγαλώσει μια «ευσεβή γενιά» η οποία συμμερίζεται τις δικές του αξίες, όλα με βάσει τις συμβουλές του Κισάκιουρεκ» [39].

Η πολιτική και διπλωματική ιδιοφυΐα του Ερντογάν διαφαίνεται από το γεγονός ότι μέσα σε μια διάρκεια δεκαπέντε ετών, μεταξύ του 2002-2017, ο πρόεδρος του ΑΚΡ χρησιμοποίησε την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, το υπέρτατο δηλαδή «φετίχ» των Κεμαλιστών, για να αποδυναμώσει την ισχύ της αντι-ισλαμικής στρατο-γραφειοκρατίας, ακολουθώντας παράλληλα μια φιλοδυτική εξωτερική πολιτική έως τις αραβικές επαναστάσεις του 2011, έτσι ώστε να μην ενεργοποιήσει τα αμερικανικά αντανακλαστικά υπέρ των Τούρκων στρατιωτικών. Σύμφωνα και με τον καθηγητή Γκιουρπινάρ, «Το AKP είχε αρχικά ακολουθήσει μια φιλοδυτική εξωτερική πολιτική (2002-2010) σύμφωνη με την προτίμησή του υπέρ του εκδημοκρατισμού της πολιτικής και κατά του ελέγχου του τουρκικού στρατού επί των κυβερνητικών επιλογών ... Σε αυτό το στάδιο, η χρησιμοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και της φιλοευρωπαϊκής στάσης του ΑΚΡ ως πλεονέκτημα στη [μάχη της] εσωτερικής πολιτικής και την απο-ασφαλειοποίησή της (desecurization), αποτέλεσαν ελιγμούς που σχεδιάστηκαν για να σμικρύνουν το πεδίο πολιτικής δράσης του καθεστώτος εθνικής ασφαλείας σε έναν πόλεμο φθοράς» [40].

Αυτός ο πόλεμος φθοράς κατέληξε μετά το πραξικόπημα του 2016 στην «αυτοκρατορική» προεδρία του Ερντογάν, το 2018. Το ότι η αποθεμελίωση του Κεμαλισμού κράτησε 15 έτη και δεν επετεύχθη μέσω μιας λαϊκής επανάστασης όπως έγινε στο Ιράν ή μιας ένοπλης εξέγερσης όπως επιχειρήθηκε να γίνει από τα παρακλάδια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο ή την Αλγερία μεταξύ 1992-1997, δεν σημαίνει ότι η ερντογανική αντικεμαλική επανάσταση ήταν λιγότερο ισλαμική ή λιγότερο επανάσταση. Το αντίθετο˙ υπογραμμίζει την υπομονή, την επιμονή, την στοχοπροσήλωση, και την τακτική επιδεξιότητα του Ερντογάν στην τακτική απόκρυψης (takkiye) των πραγματικών του προθέσεων έως ότου οι συνθήκες επιτρέψουν την επιθετική επίτευξη των στόχων του.

Το σημαντικότερο δε από την άποψη της εξωτερικής πολιτικής εντοπίζεται στο γεγονός ότι, λόγω ακριβώς της ιδεολογικής συγγένειας πρώτου βαθμού του ΑΚΡ με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, όταν οι γεωπολιτικές συνθήκες τον ευνόησαν μετά το 2011, ο Ερντογάν προσπάθησε να «εξάγει» το δικό του επαναστατικό μοντέλο αντι-κοσμικότητας στις αραβικές δημοκρατίες που είχαν ακολουθήσει το σεκιουλαριστικό και ρεπουμπλικανικό παράδειγμα του Ατατούρκ, με σημαντικότερη την Αίγυπτο, ως γενέτειρα της JIM, και δευτερευόντως την Συρία και την Λιβύη. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις το ιδεολογικό leitmotif της ερντογανικής τακτικής συνδέθηκε αρμονικά με περισσότερο αμιγώς γεωπολιτικές επιδιώξεις όπως α) η αποτροπή συγκρότησης κουρδικού κράτους στην Συρία και ο εδαφικός ακρωτηριασμός της Συρίας επ’ αφορμή της αντιμετώπισης του κουρδικού κινδύνου μετά την διασφάλιση της επιβίωσης του Άσαντ το 2015, αλλά, και β) ο γεωπολιτικός αποκλεισμός της Ελλάδος από την Ανατολική Μεσόγειο μέσω του τουρκο-λιβυκού μνημονίου ως απώτατη αναθεωρητική διεκδίκηση του θεωρήματος της Mavi Vatan. Άλλωστε μια ελεγχόμενη από την Τουρκία κυβέρνηση των Αδελφών Μουσουλμάνων σε Τρίπολη και Δαμασκό θα διευκόλυνε την επίτευξη αμφότερων των ανωτέρω ζωτικών γεωστρατηγικών επιδιώξεων του ερντογανικού ιμπεριαλισμού

ΟΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΚΑΙ Η ΔΕΟΥΣΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Η επιρροή της τουρκο-ισλαμιστικής ιδεολογίας είναι, ειδικά μετά το 2016, καταλυτική επί της ερντογανικής εξωτερικής πολιτικής που πλέον ακολουθεί πολύ συγκεκριμένα βήματα ανατροπής του εδαφικού και εν γένει συνοριακού status quo που επέβαλε η συνθήκη της Λωζάννης όπως ορίζει το δόγμα του Misak Millî [41]. Μεταξύ 2016-2022 ο Ερντογάν έχει πραγματοποιήσει τρεις εισβολές στο έδαφος της βόρειας Συρίας, ενώ κατέχει και το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας της Ιντλίμπ. Έχει επεκτείνει κατά δεκάδες τις τουρκικές στρατιωτικές βάσεις εντός του βορείου Ιράκ. Έχει εγκαθιδρύσει μόνιμες μεγάλες στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ, την Σομαλία, και την Δυτική Λιβύη επιδιώκοντας μετά το 2019 να μετατρέψει την κυβέρνηση της Τρίπολης σε «ανδρείκελο», ενώ αποπειράθηκε να αποκτήσει και μια μεγάλη ναυτική βάση στο Σουδάν το 2018.

Παράλληλα, έχει επεκτείνει τα όρια της διεκδικούμενης Mavi Vatan έως τα 6 ναυτικά μίλια από την νοτιοανατολική άκρη της Κρήτης επιδιώκοντας να εγκλωβίσει πλήρως την Ελλάδα στα χωρικά της ύδατα οριοθετώντας «ΑΟΖ» με το καθεστώς της Τρίπολης, ενώ έχει μερικώς εδραιώσει τις διεκδικήσεις αυτές επί του πεδίου επιχειρώντας να πραγματοποιήσει το 2020 σεισμογραφικές έρευνες εντός της ακαθόριστης ελλαδικής υφαλοκρηπίδας σε μέρος της Ανατολικής Μεσογείου έως και 10 ν.μ. ανατολικά της Ρόδου. Παράλληλα η Τουρκία έχει εκτελέσει μεταξύ 2019-2020 οκτώ παράνομες γεωτρήσεις [42] σε διάφορα σημεία της κυπριακής ΑΟΖ αλλά και των κατεχόμενων κυπριακών χωρικών υδάτων, χωρίς να της επιβληθεί από την πλευρά του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του ΝΑΤΟ η παραμικρή κύρωση. Μόνο το Κογκρέσο των ΗΠΑ και η τότε απερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε ουσιαστικά μέτρα περιστολής της τουρκικής επιθετικότητας λόγω του εμπάργκο όπλων που υπέγραψε ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Μάικ Πομπέο, τον Δεκέμβριο του 2020 κατόπιν «απαίτησης» του Κογκρέσου.

Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, η στρατηγική επιδίωξη του Ερντογάν να αντικαταστήσει μετά το 2011 τις κοσμικές κυβερνήσεις της Συρίας, της Λιβύης, και της Αιγύπτου με ισλαμιστικές κυβερνήσεις που θα προέρχονται-μεταξύ άλλων- από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και που θα χρωστούν την άνοδο και συντήρησή τους στην εξουσία προσωπικά στον Ερντογάν, αντανακλά πλήρως την γεωπολιτική επιδίωξη του Millî Görüş για την δημιουργία μιας ηγεμονικής σφαίρας επιρροής μιας ισλαμιστικής Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της πρώην Οθωμανικής Μέσης Ανατολής και Ανατολικής Μεσογείου. Όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Γάλλος ισλαμολόγος, Κεπέλ, το 2021, «Ο Ερντογάν προωθεί τα σχέδιά του προσπαθώντας να ανακτήσει μια περιφερειακή ηγεμονία, μια σύγχρονη αναβίωση του Οθωμανικού Χαλιφάτου» [43].

Η εδραίωση αυτής της σφαίρας επιρροής που επιχειρήθηκε μέσα από την ανατροπή του Άσαντ, την στήριξη του Μόρσι, και την στήριξη των Σαράτζ και Ντιμπέιμπα στην Τρίπολη, όπως και η προάσπιση ακόμη και manu militari των εξωπραγματικών επιδιώξεων της Mavi Vatan, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάδειξη της Τουρκίας ως μιας «μέσης παγκόσμιας δύναμης» ή μιας περιφερειακής «υπερδύναμης» που θα συνεπάγεται και την γεωστρατηγική της αυτονόμηση από την ευρωατλαντική Δύση [44]. Το ότι ο Ερντογάν δεν επιδιώκει την απεξάρτηση αλλά την αυτονομία της Τουρκίας από τους ευρωατλαντικούς θεσμούς δεν συνεπάγεται τίποτε άλλο πλην της συνειδητοποίησης ότι η τουρκική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης της διαπραγμάτευσης του Ερντογάν με την Ρωσία αλλά και προστασίας του από αυτήν εάν η διαπραγμάτευση αποτύχει. Παράλληλα, αν και ο Ερντογάν ούτε μπορεί ούτε και θέλει να μπει στην ΕΕ, συνειδητοποιεί ότι μια πλήρης ρήξη με αυτήν θα επηρεάσει αρνητικά περίπου το 50% του διεθνούς εμπορίου της χώρας του.

Η επιδίωξη γεωπολιτικής αυτονομίας δεν συνεπάγεται, ωστόσο, την εγκατάλειψη του στόχου ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη. Αποτελεί απότοκο της τακτικής ανάλυσης της ισορροπίας δυνάμεων που δεν της επιτρέπει ακόμη να επιδιώξει αυτήν την απεξάρτηση επιτιθέμενη ανοικτά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Οι πολιτικές ηγεσίες του ελληνισμού δεν πρέπει να λησμονήσουν ποτέ ότι ο Ερντογάν είναι αριστοτέχνης της τακτικής του taqiyya που ακολουθούν όλα τα ισλαμιστικά κινήματα, δηλαδή της εξαπάτησης του αντιπάλου και της απόκρυψης των πραγματικών προθέσεων έως ότου η ισορροπία δυνάμεων επιτρέψει την καταστροφή του αντιπάλου. Ο Ερντογάν εφήρμοσε την τακτική της taqiyya takiye στα τουρκικά) κατά των Κεμαλιστών αντιπάλων του σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε ετών. Συνεπώς, μπορεί να επιδείξει ανάλογη υπομονή έναντι της Ελλάδας, της Κύπρου, και της Αιγύπτου που ανθίστανται θεμελιακά εναντίον των ιμπεριαλιστικών του επιδιώξεων, με το Ισραήλ να κρατά μια πιο διακριτική αλλά έως τώρα σαφώς ανασχετική στάση έναντι των περιφερειακών φιλοδοξιών του Τούρκου Ισλαμιστή Προέδρου. Παρά την τακτική αποτυχία του Ερντογάν να διαμορφώσει καθ’ ισλαμική εικόνα και ομοίωση τη Μέση Ανατολή, λόγω της ανατροπής του Μόρσι και της επιβίωσης του Άσαντ, η επιδίωξη εγκαθίδρυσης μιας σφαίρας τουρκικής ισλαμιστικής ηγεμονίας στη Μέση Ανατολή δεν έχει εγκαταλειφθεί.

Η υπόσχεση του Ιμπραήμ Καλίν από το 2013 ότι η Τουρκία θα προτιμήσει να συμμαχήσει με τους πολίτες των αραβικών κρατών εναντίον των κυβερνήσεών τους ακόμη και εάν βρεθεί σε «πολύτιμη μοναξιά» (değerli yalnızlık) [45] από την αντίδραση αυτών των κυβερνήσεων, εξακολουθεί να ισχύει στο ακέραιο. Όπως ήδη διαπιστώσαμε μετά το 2016, η Τουρκία έχει προχωρήσει σε μια σειρά από επιθετικές κινήσεις στην ευρύτερη περιοχή προστατεύοντας το Κατάρ από το μποϋκοτάζ της Αιγύπτου, των ΗΑΕ, και του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, επεμβαίνοντας στρατιωτικά στην δυτική Λιβύη, και επεκτείνοντας τις παραβιάσεις της εναντίον ζωτικών συμφερόντων του κυπριακού και ελλαδικού ελληνισμού, η ανεξαρτησία των οποίων αποτελεί το μοναδικό ανάχωμα πρώτης γραμμής στον ερντογανικό ιμπεριαλισμό.

Μετά το 2020, το αμερικανικό εμπάργκο όπλων, η επιτάχυνση του ελλαδικού επανεξοπλισμού, και η αντίδραση Αιγύπτου-ΗΑΕ στην Λιβύη, έχουν ανακόψει την ταχύτητα της ερντογανικής επέκτασης, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι έχουν εξουδετερώσει είτε την βούληση είτε την δυνατότητα του Ερντογάν να επεκταθεί περαιτέρω. Άλλωστε, αν και τα τουρκικά γεωτρύπανα αποτραβήχτηκαν από τη Μεσόγειο, η Άγκυρα υπέγραψε νέα παράνομα συμφωνητικά συνεργασίας με την κυβέρνηση Ντιμπέϊμπα μόλις τον Οκτώβριο του 2022 για την εξερεύνηση και παραγωγή υδρογονανθράκων [46]. Η Ελλάδα πρέπει να αναδείξει το γεγονός ότι η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων Τουρκίας με το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, τα ΗΑΕ, το Ισραήλ, και την Αίγυπτο αποτελεί μια ακόμη διπλωματική taqiyya εν όψει της προσπάθειας του Ερντογάν να πάρει το πρόγραμμα αναβάθμισης των τουρκικών F16, παρά την αντίθεση του Κογκρέσου των ΗΠΑ.

Το ότι η προσπάθεια επανομαλοποίησης ήταν εντελώς προσχηματική, διαφαίνεται από το γεγονός ότι τα κράτη στα οποία απευθύνθηκε αυτή η πρόσκληση δεν θυσίασαν καμία πτυχή των σχέσεών τους με την Ελλάδα για να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τον Ερντογάν. Τα κράτη αυτά ή απέσπασαν απλά οικονομικά κέρδη (Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ), ή μπήκαν σε μια διαδικασία τυπικής επανομαλοποίησης χωρίς ωστόσο ουσιαστική αναθέρμανση των διμερών τους σχέσεων (Ισραήλ), ή απλά απέρριψαν τα τουρκικά ανοίγματα (Αίγυπτος). Πέραν από τις περιοχές άμεσης γεωγραφικής διεκδίκησης του δόγματος Misak Millî (Συρία, Ιράκ, Δυτική Θράκη, Ανατολική Ρωμυλία, Κύπρος, Αιγαίο), ο Ερντογάν θα συνεχίζει να παρεμβάλλεται στην ευρύτερη περιφέρεια της πρώην Οθωμανικής Μέσης Ανατολής με επίκεντρο την Λιβύη και δευτερευόντως τις περιοχές της Ερυθράς Θάλασσας με έμφαση στο Σουδάν [47], και του Περσικού Κόλπου με έμφαση στο Κατάρ.

Ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους ο Ερντογάν θα συνεχίζει να επιμένει προς αυτές τις κατευθύνσεις είναι ότι θεωρεί πως ένα ελεγχόμενο από την Άγκυρα καθεστώς στην Λιβύη αφενός εδραιώνει τις διεκδικήσεις της Mavi Vatan δημιουργώντας συνθήκες υπερφαλάγγισης της Ελλάδας από τα νοτιοδυτικά, αφετέρου εμποδίζει την Αίγυπτο να εμβαθύνει στην στρατηγική της συμμαχία με την Ελλάδα μολονότι ως προς το δεύτερο σημείο έχει έως σήμερα συμβεί το ακριβές αντίθετο [48]. Στην πραγματικότητα, οι δύο χώρες έχουν έρθει πολύ κοντύτερα επειδή θεωρούν την εδραίωση της τουρκικής επιρροής στην δυτική Λιβύη ως σοβαρό κίνδυνο για την εθνική τους ασφάλεια, κάτι που φάνηκε πιο πρόσφατα και από την αιγυπτιακή στήριξη στο έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδος-Αιγύπτου αλλά και από τη μονομερή οριοθέτηση στις 14 Δεκεμβρίου 2022 των αιγυπτιακών διεκδικήσεων ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ Αιγύπτου-Λιβύης που αγνοεί την αποτύπωση του μνημονίου οριοθέτησης ΑΟΖ Τουρκίας-Τρίπολης του Νοεμβρίου 2019.

Σε αντίθεση με την εντύπωση που επικρατούσε για δεκαετίες στην Ελλάδα ότι ο Ερντογάν ήταν λιγότερο επικίνδυνος από τους κεμαλιστές εθνικιστές και σε αντιδιαστολή με την ψευδαίσθηση ότι οι υπερεθνικιστικές κορώνες του Ερντογάν αιτιολογούνται λόγω της «αναγκαστικής» κυβερνητικής του σύμπλευσης με το ΜΗΡ, οι κοινές ιδεολογικές καταβολές μεταξύ του ΑΚΡ και του ΜΗΡ λόγω της επιρροής του Κισάκιουρεκ αποδεικνύουν το ακριβώς αντίθετο: ότι τόσο το ΑΚΡ όσο και το ΜΗΡ ταυτίζονται με την γεωπολιτική παρακαταθήκη του Κισάκιουρεκ και των Τούρκων ισλαμιστών που δεν είναι άλλη από την ανατροπή της Συνθήκης της Λωζάννης και την δημιουργία μιας ισλαμιστικής σφαίρας ηγεμονικής επιρροής της Τουρκίας σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.

Η επί του πεδίου εφαρμογή του δόγματος του Misak Millî από τον Ερντογάν μετά το 2016, δηλαδή της ανατροπής του εδαφικού status quo σε ξηρά, θάλασσα, και αέρα, δεν αφήνουν κανένα περιθώριο παρερμηνείας των προθέσεων του Τούρκου προέδρου και των θεμελιακών κατευθύνσεων της τουρκικής στρατηγικής στο κεντρικό στόχαστρο της οποίας βρίσκεται η Ελλάδα και η Κύπρος. Η δόλια έγερση του ζητήματος του καθεστώτος (απο)στρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και η διασύνδεση του καθεστώτος αυτού με την ευθεία αμφισβήτηση της ελλαδικής κυριαρχίας σε συνδυασμό με τα παλαιότερα θεωρήματα των «γκρίζων ζωνών» που περιλαμβάνουν και κατοικημένα νησιωτικά εδάφη, επιδιώκουν ουσιαστικά να ανατρέψουν τα τετελεσμένα των Βαλκανικών Πολέμων.

Παράλληλα, η απαίτηση αλλαγής του πλαισίου λύσης του Κυπριακού μέσω της επιδίωξης λύσης δύο κρατών όπως επίσημα κατατέθηκε από την Τουρκία και το ψευδοκράτος στην Γενεύη τον Απρίλιο του 2021, καταδεικνύουν πλέον ως ελάσσονα στόχο στο Κυπριακό την προσάρτηση των Κατεχομένων από την Τουρκία και την χρησιμοποίηση των κατεχόμενων περιοχών της Κύπρου ως βάσεις προβολής αεροναυτικής ισχύος στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πλέον, η επιστροφή στο πλαίσιο συζήτησης της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ) δεν συζητείται από την Τουρκία και αυτό πρέπει να επισπεύσει και την αλλαγή παραδείγματος της ακολουθούμενης πολιτικής στο Κυπριακό από την πλευρά Λευκωσίας και Αθηνών.

Ναι μεν δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από συμφωνημένο πλαίσιο λύσης, αλλά δεν έχει κανένα απολύτως νόημα η συνέχιση μιας πολιτικής κατευνασμού που οδήγησε σε πλήρες αδιέξοδο το 2017 επισημοποιώντας το οριστικό τέλμα το 2021. Δεν μπορούμε να βγούμε μόνοι μας από αυτό το τέλμα εάν η ίδια η Τουρκία δεν επιστρέψει στο πλαίσιο της συμφωνημένης λύσης. Είναι, ωστόσο, σίγουρο ότι η Τουρκία δεν θα επιστρέψει στο πλαίσιο αυτό εάν το κίνητρο της επιστροφής της είναι οι περαιτέρω παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς. Η Τουρκία μπορεί να επιστρέψει στο πλαίσιο της ΔΔΟ μόνο εάν της επιβληθεί κόστος από την συνεχιζόμενη κατοχή, και εδώ η εργαλειοποίηση της ΕΕ σε επίπεδο επηρεασμού των τουρκο-ευρωπαϊκών εμπορικών σχέσεων είναι κεφαλαιώδους σημασίας, ιδίως τώρα που η αποχή της Τουρκίας από τις οικονομικές κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας είναι τόσο κραυγαλέα. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να ενισχυθεί η άμυνα και η ασφάλεια της Κύπρου στο πλαίσιο ενός επικαιροποιημένου Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος που θα τεθεί εντός της ενισχυόμενης κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, όχι σε λόγια, αλλά σε έργα κοινών υποδομών και κοινών εξοπλισμών. Εάν δε η λύση του Κυπριακού δια της ευρωπαϊκής οδού, δηλαδή της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, δεν υφίσταται πλέον στο τραπέζι, η ελληνική στρατηγική του Ελσίνκι έχει και αυτή καταρρεύσει μέσα στις ψευδαισθήσεις που καλλιέργησε.

Μετά το 2019 και το σοκ του μνημονίου «ΑΟΖ» Τουρκίας-Τρίπολης, η ελλαδική στρατηγική κινείται με βάση το τρίπτυχο της διπλωματικής ανάσχεσης, της επεκτεινόμενης αποτροπής, και της συνεχούς ποιοτικής ενίσχυσης του γεωστρατηγικού αποτυπώματος της Ελλάδας επί του πεδίου της Ανατολικής Μεσόγειου, που, ωστόσο, προϋποθέτει: α) την δομική συνεργατική αναβάθμιση των ελλαδο-κυπριακών σχέσεων μέσω και της συγκρότησης ενός Ανωτάτου Συμβουλίου Στρατηγικής Συνεργασίας που η Ελλάδα έχει θεσπίσει εδώ και χρόνια με χώρες όπως την Βουλγαρία αλλά και την ίδια την Τουρκία, β) την κατασκευή στρατηγικών έργων υποδομής που θα διασυνδέσουν τα ενεργειακά και ψηφιακά δίκτυα της Ελλάδας με όλες τις χώρες της περιοχής, αρχής γενομένης με την Κύπρο, την Αίγυπτο, και το Ισραήλ, και εν συνεχεία με την Ανατολική Λιβύη, και την Σαουδική Αραβία, γ) την ταχύρρυθμη ολοκλήρωση του εξοπλιστικού προγράμματος που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να προβάλει αεροναυτική ισχύ, ποιοτικώς υπέρτερη της τουρκικής, από τις ακτές της Αγίας Νάπας έως τις ακτές της Βεγγάζης και δ) την οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδος-Αιγύπτου και Ελλάδος-Κύπρου._

Ο Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής και Ενεργειακής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74156/dr-theodoros-tsakiris/oi-piges-tis-toyrkikis-symperiforas?page=show

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum