Η απάντηση είναι η
μεταρρύθμιση του 2014
στο Κρατικό Επενδυτικό
Ταμείο Συντάξεων της
Ιαπωνίας (GPIF),
η μεγαλύτερη δεξαμενή
συνταξιοδοτικών
αποταμιεύσεων στον
κόσμο, η οποία
αναλαμβάνει κάποιο
συναλλαγματικό και
μετοχικό κίνδυνο.
Με πρωτοβουλία του πρώην
πρωθυπουργού Σίνζο Άμπε,
η μεταρρύθμιση του 2014
μετέτρεψε το
GPIF
από ένα χαρτοφυλάκιο σε
μεγάλο βαθμό εγχώριο, με
60% σε ιαπωνικά κρατικά
ομόλογα, σε ένα
χαρτοφυλάκιο που
αποτελείται κατά 50% από
μετοχές και κατά 50% από
διεθνείς τίτλους.
Σύμφωνα με τους Στέφεν
Γιεν και Τζοάνα Φρέιρε
της
Eurizon
SLJ
Capital,
το χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε
από 137 τρισ. γιεν το
2014 σε 226 τρισ. γιεν
σήμερα, σε σύγκριση με
τα 168 τρισ. γιεν στα
οποία θα βρισκόταν τώρα
αν το ταμείο το είχε
διατηρήσει αμετάβλητο. Η
επιπλέον απόδοση
ανέρχεται σε περίπου 10%
του ΑΕΠ της Ιαπωνίας, ή
370 δισ. δολάρια,
γεγονός που την καθιστά
πιθανότητα την πιο
επικερδή αναθεώρηση
κατανομής περιουσιακών
στοιχείων στην ιστορία.
Το χαρτοφυλάκιο έχει
επωφεληθεί φυσικά από το
αδύναμο γιεν το οποίο
έπεσε από περίπου 100
ανά δολάριο σε περίπου
150 κατά τη διάρκεια
αυτής της περιόδου, αλλά
αυτό αποτελεί και το
νόημα της ανάληψης
συναλλαγματικού κινδύνου
και όχι ένα προϊόν
τύχης. Μια περίοδος
κακών αποδόσεων των
περιουσιακών στοιχείων
θα μπορούσε να εξαλείψει
κάποια από τα κέρδη.
Πρόκειται, ωστόσο, για
ένα πείραμα πολιτικής
που ο κόσμος θα πρέπει
να μελετήσει.
Ακολουθούν έξι
διδάγματα.
Πρώτον, η Ιαπωνία έχει
λόγους να ευγνωμονεί
στον Άμπε, ο οποίος ήταν
πρωθυπουργός από το 2012
έως το 2020 πριν από τη
δολοφονία του το 2022.
Οι πολιτικοί του
αντίπαλοι επιτέθηκαν στη
μεταρρύθμιση του
GPIF,
χαρακτηρίζοντάς τη
“κερδοσκοπία με τις
συνταξιοδοτικές
αποταμιεύσεις του
κοινού”, αλλά ο Άμπε και
οι σύμβουλοί του έδειξαν
ηγετική ικανότητα,
ξεπερνώντας περιόδους
κακής δημοσιότητας όταν
η αξία του ταμείου
έπεφτε. Η μεταρρύθμιση
του
GPIF
μπορεί να μην είναι η
μεγαλύτερη κληρονομιά
του, αλλά είναι μια
κληρονομιά για την οποία
μπορεί να είναι
υπερήφανος.
Δεύτερον, υπογραμμίζει
τη σημασία της εξέτασης
του καθαρού και όχι του
ακαθάριστου δημόσιου
χρέους. Ως γνωστόν, η
Ιαπωνία έχει το
μεγαλύτερο ακαθάριστο
δημόσιο χρέος στον κόσμο
με 252% του ΑΕΠ. Το
καθαρό δημόσιο χρέος της
ανέρχεται στο 158% του
ΑΕΠ, με τα περιουσιακά
στοιχεία του
GPIF
να καλύπτουν ένα μεγάλο
μέρος της διαφοράς.
Φανταστείτε μια
εναλλακτική μεταρρύθμιση
το 2014 η οποία θα
χρησιμοποιούσε τα
χρήματα του
GPIF
για την ακύρωση κρατικών
ομολόγων. Σε αυτήν την
περίπτωση το ακαθάριστο
χρέος θα είχε μειωθεί,
αλλά η Ιαπωνία θα είχε
χάσει τις υπερβάλλουσες
αποδόσεις από το
επενδυτικό χαρτοφυλάκιο
και το καθαρό χρέος θα
ήταν τώρα υψηλότερο κατά
10 ποσοστιαίες μονάδες.
Τρίτον, η στροφή του
GPIF
δείχνει έναν διαφορετικό
τρόπο σκέψης για τα
δημόσια οικονομικά. Κατά
μία έννοια, μια
κυβέρνηση είναι σαν το
απόλυτο
fund
διαχείρισης
πανεπιστημιακών δωρεών ή
η απόλυτη ασφαλιστική
εταιρεία: έχει
σχεδιαστεί για να
υπάρχει για πάντα, έχει
μακροπρόθεσμες
υποχρεώσεις προς τους
μελλοντικούς
συνταξιούχους και μια
τεράστια ικανότητα
απορρόφησης κινδύνου.
Η κυβέρνηση μπορεί να
επενδύσει σε περιουσιακά
στοιχεία του δημόσιου
τομέα που θα αποφέρουν
μελλοντικές φορολογικές
αποδόσεις, όπως η
εκπαίδευση και οι
δρόμοι, αλλά μπορεί να
επενδύσει και σε
περιουσιακά στοιχεία του
ιδιωτικού τομέα. Σε
συνθήκες όπου ο
ιδιωτικός τομέας διψά
για ασφαλή περιουσιακά
στοιχεία, όπως τα
κρατικά ομόλογα, και
είναι πρόθυμος να τα
αγοράσει με πολύ χαμηλά
επιτόκια, μπορεί να έχει
νόημα να εκδώσει
περισσότερα, να αυξήσει
τη μόχλευση του δημόσιου
τομέα και να επενδύσει
για υψηλότερη απόδοση.
Οι Γιεν και Φρέιρε
προτείνουν ότι το
καταπιστευματικό ταμείο
κοινωνικής ασφάλισης των
ΗΠΑ, το οποίο επί του
παρόντος είναι μια
λογιστική οντότητα που
επενδύει μόνο σε ειδικά
ομόλογα του αμερικανικού
δημοσίου, θα πρέπει να
ακολουθήσει το δρόμο του
GPIF
και να επενδύσει και σε
άλλα περιουσιακά
στοιχεία.
Τέταρτον, η μεταρρύθμιση
του
GPIF
ήταν σχετικά
συντηρητική. Η
μετατόπιση του
χαρτοφυλακίου έγινε
συνειδητά, με προσοχή
στον κίνδυνο, διαχείριση
των περιουσιακών
στοιχείων από
επαγγελματίες και τους
πολιτικούς να έχουν
κρατηθεί σε απόσταση
ασφαλείας. Αυτό αποτελεί
μια καταθλιπτική
αντίθεση με ένα
οικονομικά παρόμοιο
σύστημα στο Ηνωμένο
Βασίλειο, με το οποίο οι
τοπικές κυβερνήσεις
προσπάθησαν να
διορθώσουν την έλλειψη
φορολογικών εσόδων
δανειζόμενες
δισεκατομμύρια λίρες από
την κεντρική κυβέρνηση
και επενδύοντας τα ποσά
σε εμπορικά ακίνητα και
άλλα περιουσιακά
στοιχεία. Ορισμένες όπως
το Θούροκ, το Γουόκινγκ
και το Γουόρινγκτον,
έχουν περιέλθει σε βαθιά
οικονομικά προβλήματα. Η
συνετή χρήση του
ισολογισμού του κράτους
για τη χρηματοδότηση των
μακροπρόθεσμων
υποχρεώσεων με τη χρήση
μακροπρόθεσμων
περιουσιακών στοιχείων
θα είναι πάντα εύκολο να
συγχέεται με την
κερδοσκοπία για τη
διατήρηση των
βραχυπρόθεσμων
φορολογικών συντελεστών
σε χαμηλά επίπεδα
Πέμπτον, η μετατόπιση
του
GPIF
θα μπορούσε να
εφαρμοστεί και σε άλλα
funds
περιουσιακών στοιχείων.
Για παράδειγμα, η
Ιαπωνία είναι μία από
τις πολλές ασιατικές
χώρες που διατηρεί
συναλλαγματικά αποθέματα
πολύ μεγαλύτερα από ό,τι
χρειάζεται. Εάν το Τόκιο
δεν θέλει να
εκμεταλλευτεί το αδύναμο
γιεν για να πουλήσει
μερικά δολάρια και να
αποπληρώσει ένα μέρος
του χρέους -κάτι που θα
ήταν αρκετά λογικό- τότε
θα μπορούσε να
μετατοπίσει μέρος αυτών
των αποθεμάτων και σε
μετοχές, ή να τα
παραδώσει εξ ολοκλήρου
στο
GPIF.
Ο τρόπος με τον οποίο το
Χονγκ Κονγκ χειρίζεται
το επενδυτικό τμήμα του
Ταμείου Συναλλάγματος
είναι ένα ενδιαφέρον
παράδειγμα.
Τέλος, υπάρχει λόγος να
γίνει αυτού του είδους η
μεταρρύθμιση νωρίς. Όχι
μόνο οι παροχές που
συσσωρεύονται και οι
κίνδυνοι είναι πιο
εύκολα διαχειρίσιμοι με
την πάροδο του χρόνου,
αλλά ο κόσμος συνεχίζει
να γερνάει και η ζήτηση
για περιουσιακά στοιχεία
που πληρώνουν συντάξεις
αυξάνεται παράλληλα με
αυτό. Η επάνοδος του
πληθωρισμού έχει κάνει
τους πάντες να
αισθάνονται καλύτερα για
τις αποδόσεις, αλλά δεν
υπάρχουν πολλές
ενδείξεις ότι τα
πραγματικά επιτόκια
-μετά τον πληθωρισμό-
έχουν κινηθεί σταθερά
υψηλότερα.
Στα χρηματοοικονομικά
δεν υφίσταται ποτέ
δωρεάν γεύμα. Η απόδοση
συνοδεύεται πάντα από
κίνδυνο. Αλλά καθώς οι
κοινωνίες που γερνούν
αντιμετωπίζουν ένα
αυξανόμενο δημοσιονομικό
βάρος, η επιτυχία της
μεταρρύθμισης του
GPIF
του Άμπε δείχνει το
πλεονέκτημα που έχει για
τις κυβερνήσεις να
σκέφτονται λιγότερο σαν
οφειλέτες που
αγωνίζονται να πληρώσουν
τους λογαριασμούς και
περισσότερο σαν
επενδυτές με μεγάλες
υποχρεώσεις, μεγάλους
ισολογισμούς και πολύ
μεγάλο χρονικό ορίζοντα.
Πηγή:
Financial Times |