| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Παρασκευή, 00:01 - 21/04/2023

 

Περίληψη:

Τα προβλήματα μιας οικονομίας τόσο μεγάλης όσο η κινεζική δεν είναι μόνο της Κίνας. Οι μακροοικονομικές αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη θα επηρεάσουν όχι μόνο τις προσπάθειες της Κίνας για απαλλαγή από τον άνθρακα αλλά και εκείνες πολλών άλλων χωρών. Το Πεκίνο πρέπει να αλλάξει πορεία, θεσμοθετώντας μεταρρυθμίσεις ώστε η επιβράδυνσή του να μην θέσει σε κίνδυνο την ευημερία του -ή τον πλανήτη.

 

 

-------------------

Μέχρι πρόσφατα, δύο κινητήριες δυνάμεις οδηγούσαν την οικονομική αλλαγή στην Κίνα: η ταχεία ανάπτυξη από ένα χαμηλό σημείο εκκίνησης και η υιοθέτηση, αρχής γενομένης από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, πολιτικών προσανατολισμένων στην αγορά. Το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από μόλις μερικές εκατοντάδες δολάρια ετησίως το 1978 σε 12.000 δολάρια σήμερα. Ο μετασχηματισμός αυτός στηρίχθηκε στη μεταρρύθμιση και την απελευθέρωση της οικονομίας, μια επιταγή που διατηρήθηκε ακόμη και κατά τα πρώτα χρόνια της θητείας του Κινέζου ηγέτη, Σι Τζινπίνγκ, στο τιμόνι της χώρας. Αλλά κατά την τελευταία δεκαετία, η ανοχή της κυβέρνησης για τις επώδυνες παρενέργειες της μεταρρύθμισης έχει μειωθεί: το Πεκίνο επέλεξε πιο εύκολες πολιτικές μεταρρυθμίσεις, αντιμετώπισε την λεγόμενη παγίδα του μεσαίου εισοδήματος (κατά την οποία οι αυξανόμενοι μισθοί και οι απαιτήσεις μιας πλουσιότερης κοινωνίας θέτουν σε κίνδυνο την βιώσιμη ανάπτυξη), και αντιμετώπισε την ανησυχητική προοπτική της αυξανόμενης πολιτικής αναταραχής.

Ένα εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα στην Σαγκάη, τον Οκτώβριο του 2021. Aly Song / Reuters
 

---------------------------------------------

Καθώς ο ρυθμός ανάπτυξης της Κίνας έχει επιβραδυνθεί [1] αισθητά, οι ηγέτες της έχουν υιοθετήσει μια πολύ πιο κρατικιστική στάση στην διαχείριση της οικονομίας. Όσο το Πεκίνο καθυστερεί περαιτέρω την απελευθέρωση των μεταρρυθμίσεων, θα παλεύει να αντιμετωπίσει μια αναπόφευκτη επιβράδυνση. Αυτή η παγιωμένη μακροοικονομική μετατόπιση έχει βαθιές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς, και δυνητικά σοβαρές συνέπειες για την προσπάθεια του Πεκίνου να απεξαρτήσει την οικονομία [του] από τον άνθρακα. Εάν το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν μπορεί να ενστερνιστεί τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και συνεχίσει να βασίζεται σε επενδύσεις παλαιού τύπου έντασης ενέργειας και εκπομπών για την προώθηση της ανάπτυξης, τότε η Κίνα δεν θα είναι σε θέση να αυξήσει τους στόχους της για το κλίμα σε συνεννόηση με τους παγκόσμιους ομολόγους της. Τα προβλήματα μιας οικονομίας τόσο μεγάλης όσο η κινεζική δεν είναι μόνο της Κίνας. Οι μακροοικονομικές αλλαγές που βρίσκονται σε εξέλιξη θα επηρεάσουν όχι μόνο τις προσπάθειες της Κίνας για απαλλαγή από τον άνθρακα αλλά και εκείνες πολλών άλλων χωρών. Το Πεκίνο πρέπει να αλλάξει πορεία, θεσμοθετώντας μεταρρυθμίσεις ώστε η επιβράδυνσή του να μην θέσει σε κίνδυνο την ευημερία του -ή τον πλανήτη.

Η ΕΠΙΒΡΑΔΥΝΣΗ

Η κινεζική κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η χώρα απέχει πολύ από τον στόχο της του 2022 για την ανάπτυξη. Η Κίνα ανέφερε μόνο 3% ετήσια ανάπτυξη, πολύ λιγότερο από τον στόχο του 5,5%. Και ο πραγματικός ρυθμός ίσως να ήταν χειρότερος: τα επίσημα στατιστικά στοιχεία είναι όλο και πιο αμφίβολα και η οικονομία θα μπορούσε στην πραγματικότητα να έχει συρρικνωθεί πέρυσι. Με εξαίρεση το 2020, όταν η έναρξη της πανδημίας COVID-19 ακρωτηρίασε τις οικονομίες παντού, το 2022 σηματοδότησε την πιο αργή αναφερόμενη ανάπτυξη στην Κίνα από την δεκαετία του 1970, καθώς και την πρώτη φορά που αναγνώρισε ότι έχασε σημαντικά έναν στόχο ανάπτυξης. Οι ηγέτες στο Πεκίνο αποδίδουν το αποτέλεσμα αυτό σε μεμονωμένους παράγοντες της πανδημίας, υποστηρίζοντας ότι η υστέρηση ήταν μόνο μια προσωρινή αναποδιά και ότι η αγοραστική δύναμη των Κινέζων καταναλωτών και η περαιτέρω κυβερνητική στήριξη για υποδομές και επενδύσεις θα επιτρέψουν στην χώρα να ανακάμψει. Στο Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο του Μαρτίου 2023, οι ηγέτες έθεσαν και πάλι ως στόχο την αύξηση του ΑΕΠ «περίπου κατά 5%» για φέτος.

Οι αισιόδοξοι διαβεβαιώνουν ότι η χώρα θα επανέλθει στους προηγούμενους γρήγορους ρυθμούς της τώρα που έχει εγκαταλείψει τις καραντίνες και τους περιορισμούς της προσέγγισης «μηδενική COVID» [2]. Αλλά η οικονομία της Κίνας επιβραδύνεται λόγω διαρθρωτικών συνθηκών που προηγούνται της πανδημίας. Τα όρια της ανάπτυξής της είναι εμφανή εδώ και μια δεκαετία, και οι παρατηρητές αναγνωρίζουν ότι η κινεζική οικονομία δεν μπορεί πλέον να παράγει τους εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης που συντηρούσαν τον παγκόσμιο ενθουσιασμό τις προηγούμενες δεκαετίες. Για παράδειγμα, η τελευταία πρόβλεψη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναμένει ότι η κινεζική οικονομία θα ανακάμψει το 2023, αλλά προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα υποχωρήσει σε λιγότερο από 4% μετά το 2024. Αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από τις προηγούμενες προβλέψεις του ΔΝΤ, καθώς και από τις προβλέψεις των Κινέζων οικονομολόγων που έχουν βαθμονομηθεί για να υποστηρίξουν τον στόχο του διπλασιασμού του κατά κεφαλήν ΑΕΠ έως το 2035.

Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις για την δυνητική οικονομική ανάπτυξη στηρίζονται σε τρεις παράγοντες: δημογραφικά στοιχεία [3], επενδύσεις κεφαλαίου, και παραγωγικότητα. Με την γήρανση του πληθυσμού της Κίνας και την πτώση των ποσοστών γεννήσεων, οι δημογραφικοί περιορισμοί είναι αναπόφευκτα˙ μεταξύ 2020 και 2040, ο αριθμός των Κινέζων άνω των 65 ετών θα διπλασιαστεί, καθώς ο πληθυσμός σε ηλικία εργασίας θα συνεχίσει να συρρικνώνεται, σύμφωνα με την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τις Παγκόσμιες Προοπτικές Πληθυσμού. Η αύξηση των κεφαλαιακών επενδύσεων στην οικονομία πρέπει να επιβραδυνθεί, όπως αποδεικνύεται από ένα κύμα χρεοκοπιών επιχειρήσεων και τραπεζών, δημοσιονομικά ελλείμματα για τις υπερχρεωμένες τοπικές κυβερνήσεις, και μειούμενες αποδόσεις των επενδύσεων [4]. Εν ολίγοις, τα χρόνια απεριόριστου δανεισμού δεν έχουν αποφέρει επαρκή αποτελέσματα: η ανάπτυξη που καθοδηγείται από τις επενδύσεις απλώς δεν μπορεί να διαδραματίσει τόσο μεγάλο ρόλο στο μέλλον όσο στο παρελθόν. Η αύξηση της παραγωγικότητας -η βελτίωση της παραγωγής πέρα και πάνω από τις εισροές εργασίας και κεφαλαίου- έχει ήδη πέσει σε χαμηλά επίπεδα, μόλις ένα κλάσμα των προηγούμενων ρυθμών. Η αύξηση της παραγωγικότητας είναι δυνατή, αλλά μόνο αν οι οικονομικές επιδόσεις τεθούν πάνω από τις πολιτικές προτεραιότητες και ενθαρρυνθούν από τις μεταρρυθμίσεις πολιτικής που ο Σι δεσμεύτηκε να αναλάβει το 2013, αλλά τις ανέβαλε αφού αποδείχθηκαν πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν πολιτικά. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση ξεκίνησε την εφαρμογή φορολογικών μεταρρυθμίσεων για να δώσει στις τοπικές Αρχές μια εναλλακτική στην προώθηση της κατασκευής ακινήτων με μεγάλη ένταση άνθρακα, αλλά τις καθυστέρησε λόγω της αντίστασης στους φόρους.

Η περίοδος της πανδημίας θα μπορούσε να είχε δώσει ώθηση στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά μέχρι το τέλος του 2022 έκανε το αντίθετο. Χωρίς περιθώρια για συζήτηση, οι Κινέζοι αξιωματούχοι ενέκριναν περισσότερο κρατικό έλεγχο και περισσότερη διοικητική παρέμβαση στην κατανομή του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, οι καταστολές σε πολυάριθμους άλλοτε ακμάζοντες τομείς του Διαδικτύου άφησαν πολλούς νέους και αναπτυσσόμενους κλάδους συρρικνωμένους. Το συμπτωματικό τέλος της μηδενικής COVID ήταν απόδειξη όχι μιας μεταμόρφωσης του συστήματος, αλλά απλώς της έλλειψης καλύτερων ιδεών.

Η οικονομία της Κίνας μπορεί να ακολουθήσει έναν από τους δύο δρόμους προς τα εμπρός, κανένας από τους οποίους δεν είναι πιθανό να διπλασιάσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ έως το 2035. Εάν οι ηγέτες παραμείνουν προσηλωμένοι στον κρατισμό, ο ρυθμός ανάπτυξης μπορεί να αυξηθεί κάπως για ένα ή δύο χρόνια, αλλά στην συνέχεια θα πέσει σε δυνητικά 2% ή και χαμηλότερα στο δεύτερο μισό αυτής της δεκαετίας. Αυτή η κρατικίστικη προσέγγιση θα συνεπάγεται πιθανότατα την προσπάθεια διατήρησης της φούσκας των ακινήτων και άλλων τομέων για τα επόμενα περίπου δύο χρόνια και την αναδιάρθρωση βουνών χρέους της τοπικής αυτοδιοίκησης εις βάρος των νοικοκυριών και άλλων αποταμιευτών, δεσμεύοντας έτσι μακροπρόθεσμα κεφάλαια σε τομείς χαμηλής απόδοσης και περιορίζοντας τις επενδύσεις σε μελλοντική ανάπτυξη, καινοτομία, και αξία. Αντίθετα, αν η Κίνα επαναλάβει τις μεταρρυθμίσεις, η ανάπτυξη θα πέσει ακόμη χαμηλότερα μεσοπρόθεσμα, αλλά στην συνέχεια θα μπορούσε να επιστρέψει ενδεχομένως στο 4% καθώς πλησιάζει το 2030 -ένας σταθερός ρυθμός ανάπτυξης για μια χώρα μεσαίου εισοδήματος του μεγέθους της Κίνας. Αλλά η μεταρρύθμιση απαιτεί σκληρές διαρθρωτικές προσαρμογές, με πόνο σε τομείς με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα, όπως η βαριά βιομηχανία˙ παραίτηση από τον σημαντικό κρατικό έλεγχο της ιδιοκτησίας και του εμπορίου˙ και αποδοχή της ασθενέστερης ανάπτυξης όσο διαρκεί η προσαρμογή. Είτε το Πεκίνο αγκαλιάσει τη μεταρρύθμιση είτε όχι, οι ημέρες της υπερ-υψηλής ανάπτυξης έχουν περάσει, αλλά αυτό είναι ένα μέτρο της επιτυχίας της ανάπτυξης της Κίνας και δεν αποτελεί λόγο απογοήτευσης.

ΠΡΑΣΙΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Μια κρατικιστική προσέγγιση, ωστόσο, θα θέσει σε κίνδυνο τα κινεζικά σχέδια για την απαλλαγή της οικονομίας από τον άνθρακα. Ο Li Keqiang, ο πρόσφατα αποχωρήσας πρωθυπουργός της Κίνας, τόνισε τις ενεργειακές και περιβαλλοντικές επιδόσεις της χώρας τα τελευταία χρόνια στην τελική του έκθεση προς το Εθνικό Λαϊκό Συνέδριο του Μαρτίου 2023. Ο Li σημείωσε ότι παρόλο που το ΑΕΠ αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 5,2% από το 2018 έως το 2022, η ενεργειακή ένταση του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,1%, και η ένταση του διοξειδίου του άνθρακα του ΑΕΠ μειώθηκε κατά 14,1%. Η ενεργειακή ένταση του ΑΕΠ είναι ένα μέτρο της ενεργειακής απόδοσης μιας οικονομίας, δηλαδή πόσες μονάδες ενέργειας χρειάζονται για να παραχθεί οικονομικό προϊόν. Η ένταση διοξειδίου του άνθρακα του ΑΕΠ είναι ομοίως ένα μέτρο του πόσο διοξείδιο του άνθρακα εκπέμπεται ανά μονάδα ΑΕΠ. Μαζί, τα δύο μέτρα βοηθούν στην παρακολούθηση της προόδου της κλιματικής μετάβασης της Κίνας [5].

Ο συνδυασμός, ωστόσο, της βραδύτερης ανάπτυξης και της συνεχιζόμενης εξάρτησης από την ενεργοβόρα οικονομική δραστηριότητα οδηγεί την Κίνα να ξεφύγει από την αναμενόμενη τροχιά της. Τα αναφερόμενα στοιχεία της Κίνας για το 2022 καταδεικνύουν ήδη αυτό το πρόβλημα. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, η Κίνα πέτυχε μόνο 0,1% μείωση της ενεργειακής έντασης και 0,8% μείωση της έντασης άνθρακα πέρυσι. Οι μειώσεις της ενεργειακής έντασης έχουν μείνει στάσιμες από το 2020. Ιστορικά, η Κίνα είχε κατά μέσο όρο 2,2% ετήσιες μειώσεις στην ενεργειακή ένταση τα τελευταία 20 χρόνια και 3,0% ετήσιο μέσο όρο τα τελευταία 40 χρόνια: οι σημερινές μικροσκοπικές μειώσεις υπενθυμίζουν ότι οι επιδόσεις του παρελθόντος δεν εγγυώνται μελλοντικά αποτελέσματα. Οι Κινέζοι αξιωματούχοι έχουν επίγνωση αυτής της μείωσης, και το Πεκίνο έχει υποβαθμίσει την σημασία των στόχων ενεργειακής έντασης. Από το 2021, έχει σταματήσει να θέτει συνολικά ετήσιους στόχους για τις μειώσεις αυτές.

Τα καλά νέα είναι ότι, ανεξάρτητα από το ποιο μακροοικονομικό σενάριο θα ακολουθήσει η Κίνα τα επόμενα χρόνια, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα κορυφωθούν πιθανότατα πριν από το 2030. Η συνεχής δέσμευση της Κίνας [6] για την κατασκευή νέων υποδομών μηδενικών εκπομπών άνθρακα, όπως οι ανεμογεννήτριες και οι ηλιακές μονάδες, σίγουρα βοηθάει. Το 2022, η χώρα κατανάλωσε σχεδόν 3% περισσότερη συνολική ενέργεια από όσο το 2021, αλλά περισσότερο από το 17% του συνόλου καλύφθηκε από πηγές μη ορυκτών καυσίμων, από 16% το 2020. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που παρακολουθούνται από το Carbon Monitor, μια ομάδα που εκτιμά τις ημερήσιες εκπομπές, φαίνεται ότι είτε παρέμειναν αμετάβλητες είτε μειώθηκαν ελαφρώς, παρά την αναφερόμενη αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα. Ορισμένα μοντέλα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούνται από τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, υποδηλώνουν ότι οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της Κίνας θα πρέπει να έχουν ήδη κορυφωθεί.

Τα κακά νέα είναι ότι η καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων και η στήριξη σε παλιά μοντέλα για άλλη μισή δεκαετία θα δυσκολέψει την Κίνα να επιτύχει τους ευρύτερους στόχους της για την ένταση των εκπομπών μέχρι το 2030. Παρόλο που η Κίνα βασίζεται περισσότερο σε μη ορυκτές πηγές καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας, η ενεργειακή της ένταση του ΑΕΠ δεν παρουσιάζει πλέον πτωτική τάση. Η Κίνα θα πρέπει να ξεπεράσει τις ιστορικές τάσεις της ενεργειακής έντασης και να αυξήσει το συνολικό μερίδιο της ενέργειας που δεν προέρχεται από ορυκτά καύσιμα για να επιτύχει τον στόχο της για μείωση της έντασης άνθρακα κατά περισσότερο από 65% έως το 2030, πράγματα που μπορεί να κάνει μόνο αν αγκαλιάσει τη μεταρρύθμιση και την στροφή στην αγορά (marketization). Η μεταρρύθμιση θα επιτρέψει στην Κίνα να χαράξει μια ταχύτερη και πιο καταναλωτική αναπτυξιακή τροχιά που μπορεί να επιτρέψει καλύτερα τη μετάβαση σε υψηλότερη ενεργειακή απόδοση και χαμηλότερη ένταση εκπομπών. Αλλά η τρέχουσα κρατικιστική προσέγγιση θα εγκλωβίσει την χώρα σε μια χαμηλότερη τροχιά ανάπτυξης που είναι λιγότερο ενεργειακά αποδοτική και συμβάλλει ελάχιστα στη μείωση των εκπομπών, με όλα αυτά να στηρίζονται από την βαριά βιομηχανία και την υπερβολική εξάρτηση από τις επενδύσεις σε υποδομές.

Αν οι ηγέτες της Κίνας συνεχίσουν να ενισχύουν τα κρατικιστικά οικονομικά μοντέλα, τότε μέχρι το 2030 θα προεδρεύουν μιας μικρότερης οικονομίας με υψηλότερες εκπομπές. Αυτός είναι ο κίνδυνος των πολιτικών επιλογών που αντιμετωπίζει η κινεζική κυβέρνηση: η σταθερότητα που εξαγοράζεται με τον κρατισμό σήμερα σημαίνει ασθενέστερες επιδόσεις αύριο, οι οποίες εμποδίζουν το Πεκίνο να κάνει τις απαραίτητες επενδύσεις σε μια πιο πράσινη ανάπτυξη. Η ικανότητα της Κίνας να επιτύχει μια πράσινη μετάβαση και να επιτύχει τους κλιματικούς της στόχους για το 2030 και το 2060 εξαρτάται από το αν μπορεί να ενθαρρύνει μια οικονομικά αποδοτικότερη ανάπτυξη με χαμηλότερες εκπομπές.

Τα θεμέλια αυτής της αναγκαίας μετάβασης πρέπει να τεθούν τώρα. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο τι κάνει καλά η Κίνα (ανάπτυξη περισσότερων πηγών ανανεώσιμης ενέργειας) αλλά και τι δεν κάνει καλά. Για να διασφαλίσει μια ομαλή, χαμηλού κόστους μετάβαση σε καθαρές μηδενικές [7] εκπομπές (net-zero) έως το 2060, η Κίνα πρέπει να σταματήσει να κατασκευάζει βιομηχανική ικανότητα που εξαρτάται από τον άνθρακα, η οποία θα κλειδώσει δραστηριότητες έντασης εκπομπών για τις επόμενες δεκαετίες. Το 2060 απέχει λιγότερο από 40 χρόνια, μια περίοδος μικρότερη από την τεχνική διάρκεια ζωής πολλών σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, εργοστασίων, και άλλων βιομηχανικών περιουσιακών στοιχείων. Τα χρήματα που ξοδεύονται σήμερα σε περιουσιακά στοιχεία έντασης άνθρακα για να βοηθήσουν στην ανάπτυξη θα δημιουργήσουν σπάταλες οικονομικές υποχρεώσεις αύριο, οι οποίες θα καταστήσουν δυσκολότερη την διαχείριση του κόστους της πράσινης μετάβασης.

ΜΙΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η διεθνής κοινότητα πρέπει να εξετάσει διάφορες προκλήσεις που σχετίζονται με το κλίμα, καθώς η Κίνα μεταβαίνει σε μια περίοδο βραδύτερης οικονομικής ανάπτυξης. Πρώτον, κατά την διάρκεια της θητείας του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, η δυναμική συνεργασίας που στήριζε την αμερικανοκινεζική δράση για το κλίμα κατέρρευσε. Το περίγραμμα της μελλοντικής συνεργασίας δεν είναι ακόμη σαφές. Καθώς η Ουάσινγκτον επικεντρώνεται σε μια μερική αποσύνδεση [από την Κίνα] και στον ανταγωνισμό στο εμπόριο και την καινοτομία, το κλίμα ξεφεύγει από την ατζέντα˙ αμφότερες οι χώρες θα πρέπει να θεσπίσουν κατευθυντήριες γραμμές για να διατηρήσουν τις αντίστοιχες παγκόσμιες φιλοδοξίες τους για το κλίμα σε καλό δρόμο. Για παράδειγμα, η Κίνα μπορεί να ευθυγραμμιστεί με τις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά τη μέτρηση και την διαχείριση του μεθανίου και άλλων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που δεν περιέχουν άνθρακα, συμμετέχοντας στο σχέδιο δράσης για τη μείωση των εκπομπών μεθανίου υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Επιπλέον, αν και οι δύο χώρες θα ανταγωνίζονται έντονα για τις αλυσίδες εφοδιασμού που παράγουν πράσινη τεχνολογία, οι επενδύσεις τους στην επέκταση της ικανότητας παραγωγής τέτοιας τεχνολογίας και στην κλιμάκωσή της είναι επωφελείς για όλους [8].

Δεύτερον, οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ίσως να επιλέξουν να θυσιάσουν τις δαπάνες για πράσινες πρωτοβουλίες καθώς αντιμετωπίζουν δύσκολες επιλογές σχετικά με την αναδιάρθρωση του χρέους των τοπικών κυβερνήσεων και μέτρα λιτότητας. Οι πιο ώριμοι τομείς πράσινης τεχνολογίας -συμπεριλαμβανομένης της αιολικής και ηλιακής ενέργειας και, όλο και περισσότερο, των ηλεκτρικών οχημάτων- έχουν ήδη απογαλακτιστεί από τις κρατικές επιδοτήσεις, αλλά οι αναδυόμενοι τομείς, συμπεριλαμβανομένου του πράσινου υδρογόνου και των βιώσιμων αεροπορικών καυσίμων, εξακολουθούν να εξαρτώνται από την κρατική υποστήριξη. Η Κίνα πρέπει να δαπανήσει για μεγάλου κόστους επενδύσεις σε υποδομές ώστε να προσαρμοστεί στην κλιματική αλλαγή [9], όπως η κατασκευή θαλάσσιων τειχών. Οι επενδύσεις αυτές είναι απαραίτητες για να καταστεί δυνατή η επόμενη φάση της απεξάρτησης της Κίνας από τον άνθρακα, αλλά θα είναι πιο δύσκολο να τις αντέξει οικονομικά ως αποτέλεσμα της βραδύτερης ανάπτυξης. Το Πεκίνο δεν μπορεί να σχεδιάσει αυτήν την δημοσιονομική πρόκληση αν δεν αναγνωρίσει ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξής του δεν αποτελεί μια αναποδιά αλλά μια μακροχρόνια τάση.

Τέλος, η νέα μακροοικονομική κανονικότητα της Κίνας θα έχει αρνητικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην παγκόσμια ατζέντα δράσης για το κλίμα. Θα πρέπει να επανεξεταστούν οι υποθέσεις ότι η ανάπτυξη της Κίνας μειώνει το κόστος της αλυσίδας εφοδιασμού κλιματικής τεχνολογίας [10]. Ορισμένοι Δυτικοί αναλυτές είναι τόσο απασχολημένοι με το αν τα οφέλη των κινεζικών προϊόντων χαμηλού κόστους δικαιολογούν τους κινδύνους ασφαλείας (πραγματικούς και φανταστικούς) που παραλείπουν να αναλογιστούν ότι η εποχή των σταθερά φθηνότερων κινεζικών προϊόντων ίσως να τελειώνει, ούτως ή άλλως. Η πραγματική πιθανότητα ότι ο κατασκευαστικός τομέας της Κίνας θα μπορούσε να μην είναι σε θέση να μειώσει το παγκόσμιο κόστος μετάβασης στο κλίμα είναι ένας λόγος για να σκεφτούμε καλά την μερική αποσύνδεση της Ουάσινγκτον από την κινεζική οικονομία. Η ενίσχυση των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και η διαφοροποίηση των αλυσίδων εφοδιασμού είναι αξιόλογοι στόχοι [11], αλλά κάθε χώρα που επιδιώκει την αποδέσμευση με αδιάκριτο τρόπο -όπως θέλουν να κάνουν ορισμένοι στην Ουάσινγκτον- θα υπονομεύσει τα συμφέροντά της.

Πέρα από τον αντίκτυπο στην γεωπολιτική του κλίματος, η επιβράδυνση της Κίνας θα επηρεάσει τον παγκόσμιο Νότο και με άλλους σημαντικούς τρόπους. Το Πεκίνο θα περιοριστεί περισσότερο στην προσφορά πακέτων αναπτυξιακής βοήθειας και στην χρηματοδότηση της πράσινης μετάβασης στις αναπτυσσόμενες χώρες. Πολλές χώρες -συμπεριλαμβανομένων πολλών από τις 140 και πλέον που έχουν συνάψει συμφωνίες με το Πεκίνο για την «Πρωτοβουλία Ζώνη και Οδός» (Belt and Road Initiative, BRI) [12]- βασίζονται στην κινεζική υποστήριξη για την χρηματοδότηση της δικής τους μετάβασης σε καθαρότερες μονάδες παραγωγής ενέργειας και καλύτερες υποδομές δικτύου. Μια Κίνα που αναπτύσσεται αργά θα εισάγει επίσης λιγότερα ορυκτά και άλλες πρώτες ύλες από χώρες που ελπίζουν να πουλήσουν στην τεράστια κινεζική αγορά. Η υστέρηση της ανάπτυξης της Κίνας δεν θα επηρεάσει μόνο τις εγχώριες προτεραιότητές της, αλλά θα πλήξει και τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο DANIEL H. ROSEN είναι ιδρυτικός εταίρος του Rhodium Group.
Η SOPHIE LU είναι διευθύντρια στο τμήμα για την Κίνα στο Rhodium Group, και ηγείται μιας ομάδας που ασχολείται με την κινεζική ενέργεια, τους πόρους, και το κλίμα.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74114/daniel-rosen-kai-sophie-lu/pos-i-oikonomiki-epibradynsi-tis-kinas-tha-mporoyse-na-blapsei-t?page=show

https://www.foreignaffairs.com/china/how-chinas-economic-slowdown-could-hurt-world

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum