Ο λόγος για τον Αστέρα
στη Βουλιαγμένη, τα
Αστέρια στη Γλυφάδα αλλά
και το Ξενία στο
Λαγονήσι. Ήταν η εποχή
που άρχισαν να
μεσουρανούν και ο πόρος,
η Ύδρα και οι Σπέτσες.
Τα χρόνια όμως πέρασαν
και σιγά-σιγά οι
λιγοστοί τότε ξένοι
τουρίστες και η ελληνική
αστική και όχι μόνον
τάξη ανακάλυψαν τις
εναλλακτικές διακοπές
στη Μύκονο, τη Σαντορίνη
και κυρίως τα μεγάλα
ξενοδοχεία της Κρήτης,
της Ρόδου, της Κέρκυρας
και μεμονωμένα
συγκροτήματα όπως το
Ξενία στην Σκιάθο. Κάπως
έτσι πέρασε όλη η
δεκαετία του 1980 και
του 1990 και φτάσαμε
στις αρχές του 2000.
Λίγο όμως πριν μπει η
δεκαετία του 2010, ο
ελληνικός τουρισμός
κατέρρευσε από τις
εικόνες των βίαιων
επεισοδίων στο Σύνταγμα
τον Δεκέμβριο του 2008
και το ξέσπασμα της
κρίσης χρέους από το
2010 και μετά, που έφερε
νέα επεισόδια στο κέντρο
της Αθήνας. Και μαζί με
τις αφίξεις κατέρρευσαν
και οι αξίες των
ξενοδοχείων. Ήταν τότε
που οι πιο διορατικοί
ξένοι αλλά και Έλληνες
επιχειρηματίες είδαν την
ευκαιρία να αποκτήσουν
εμβληματικά τοπόσημα
στην Αττική Ριβιέρα,
όπως ο Αστέρας της
Βουλιαγμένης.
Από το 2013 και μετά ο
ελληνικός τουρισμός
άρχισε και πάλι να
ανακάμπτει, φτάνοντας σε
ένα ιστορικό ρεκόρ το
2019 και οδεύοντας φέτος
ακόμα υψηλότερα.
Πρωταγωνιστής μέχρι τώρα
ήταν το προϊόν ήλιος και
θάλασσα, αλλά την
τελευταία πενταετία η
Αθήνα έδειξε πως μπαίνει
στον χάρτη των
προορισμών city break.
Το ελληνικό brand
ισχυροποιήθηκε και μαζί
του πύκνωσε και η ζήτηση
από ταξιδιώτες
υψηλότερου εισοδηματικού
επιπέδου. Κυρίως από
αγορές όπως η Βόρεια
Αμερική και ο Περσικός
Κόλπος αλλά όχι μόνο.
Ζήτηση που είναι ορατή
και στην αύξηση των
ναυλώσεων μεγάλων
υπερπολυτελών θαλαμηγών
στο Αιγαίο.
Αλλά αυτή τη στιγμή
εκτιμάται πως τα
υπάρχοντα συγκροτήματα
που προσφέρουν υπηρεσίες
για αυτού του είδους τον
πολυτελή τουρισμό, που
θέλει να συνδυάσει την
πόλη με τη θάλασσα, δεν
επαρκούν. Τα υπάρχοντα
resort είναι μετρημένα
στα δάχτυλα του ενός
χεριού κι αυτά που
αναπτύσσονται στα
δάχτυλα του άλλου. Σε
λειτουργία βρίσκεται ο
Αστέρας Βουλιαγμένης που
έχει περάσει σε αραβικά
συμφέροντα, το Grand
Resort στο Λαγονήσι, το
Divani Apollon Palace
στη Γλυφάδα και το Cape
Sounio στο
νοτιοανατολικότερο
σημείο της Αττικής. Υπό
ανάπτυξη βρίσκονται
resort όπως το One &
Only Aesthesis στα
Αστέρια της Γλυφάδας,
που αποτελεί επένδυση
300 εκατομμυρίων ευρώ
και αναμένεται να
ανοίξει αργότερα φέτος,
αλλά και τα δύο νέα
ξενοδοχεία που θα
αναπτύξουν κοινοπρακτικά
η TEMES με την Lamda
Development στο
Ελληνικό, με
προϋπολογισμό της τάξης
των 300 εκατομμυρίων,
που θα χρειαστούν όμως
τουλάχιστον τρία χρόνια
ακόμα για να μπουν στην
αγορά.
Τα παραπάνω, μαζί με
άλλα λιγότερο γνωστά
resort στις παραλίες της
Αττικής, επενδύσεις
δηλαδή που αθροιστικά
όλες μαζί ξεπερνούν τα
δύο δισεκατομμύρια ευρώ,
όχι μόνο δεν επαρκούν
για να καλύψουν την
υπάρχουσα ζήτηση για
τέτοιου είδους
πολυτελείς υποδομές
φιλοξενίας, αλλά
αποτελούν «σταγόνες
προσφοράς υποδομών σε
έναν ωκεανό δυνητικών
ταξιδιωτών, που θέλουν
να επισκεφθούν την
Ελλάδα και να περάσουν
το μεγαλύτερο μέρος των
διακοπών τους στην
Αττική», όπως το θέτει
Έλληνας ξενοδόχος που
σχεδιάζει να μπει σε
αυτή την αγορά.
Οι ίδιες πηγές εκτιμούν
πως η Αττική μπορεί να
σηκώσει τουλάχιστον 10
ακόμα μεγάλα πολυτελή
resort, ειδικά καθώς
προχωρούν έργα και νέες
μεγάλες υποδομές τόσο
στο μέτωπο των οδικών
αξόνων (προεκτάσεις
Αττικής οδού) και μέσων
μαζικής μεταφοράς
σταθερής τροχιάς (γραμμή
τέσσερα του μετρό), όσο
και στη διαχείριση
απορριμμάτων και άλλων
κρίσιμων για τον
τουρισμό υποδομών. Την
ίδια ώρα η Αττική
διαθέτει πλέον ένα
εξαιρετικό αεροδρόμιο,
με ολοένα βελτιούμενη
συνδεσιμότητα με την
άλλη πλευρά του
Ατλαντικού, και βέβαια
την Ευρώπη και τον
Περσικό Κόλπο, αλλά και
την Ασία, ανοίγοντας τον
τουρισμό στην Αττική σε
πολύ μεγάλες αγορές.
Όπως εξηγούν πηγές της
τουριστικής βιομηχανίας,
τα τελευταία 10 χρόνια η
έμφαση των επενδύσεων
στην Αττική δόθηκε στο
κέντρο της Αθήνας και
κυρίως στη φιλοξενία
επισκεπτών του
Σαββατοκύριακου ή μέσου
εισοδηματικού επιπέδου».
Με εξαίρεση μονάδες όπως
το Grand Hyatt στη
Συγγρού και το Athens
Capital στην
Πανεπιστημίου, τα
περισσότερα αλλά νέα
ξενοδοχεία είναι
περισσότερο
προσανατολισμένα για να
εξυπηρετήσουν το σύνολο
της αγοράς και όχι μόνο
το πολυτελές της τμήμα.
«Αυτός είναι ο λόγος που
όπως και σε άλλες
ευρωπαϊκές πόλεις
αφέθηκε πολύ μεγάλος
χώρος στις βραχυχρόνιες
μισθώσεις, ένα τμήμα των
οποίων συχνά μπορεί να
καλύψει και τη ζήτηση
για χώρους διαμονής
πολυτελείας»,
προσθέτουν.
Όμως η Αθήνα έχει το
μοναδικό στην Ευρώπη
προνόμιο να αποτελεί
πρωτεύουσα με άμεση
πρόσβαση στο παραλιακό
μέτωπο. Επιπλέον,
διαθέτει μοναδικό
πολιτιστικό και
αρχαιολογικό απόθεμα και
μοναδική Ιστορία.
Εξαιρετικούς
αρχαιολογικούς χώρους
που χρειάζονται όμως
περαιτέρω αναβάθμιση και
διάσημα παγκοσμίως
μουσεία, όπως της
Ακρόπολης αλλά και το
εθνικό αρχαιολογικό
μουσείο, το οποίο
μάλιστα όταν ολοκληρωθεί
η ανακαίνιση-επέκτασή
του, θα αποτελέσει
παγκόσμιο ορόσημο. Αυτά
τα ανταγωνιστικά
πλεονεκτήματα θέλουν να
εκμεταλλευτούν οι
επενδυτές, που
διαβλέπουν ισχυρές
προοπτικές για την
ανάπτυξη του τουρισμού
στην Αττική.
Όπως άλλωστε
χαρακτηριστικά
επεσήμανε, μιλώντας στην
«Καθημερινή της
Κυριακής», ο Γιώργος
Χρυσικός, Πρόεδρος και
CEO της Grivalia
Hospitality, η οποία
αναπτύσσει το One & Only
Aesthesis στα παλιά
Αστέρια της Γλυφάδας, «η
Αθήνα σε ετήσια βάση
υποδέχεται περί τα 7
εκατομμύρια επισκεπτών,
όταν η Ρώμη υποδέχεται
30 εκατομμύρια». Και δεν
υπολείπεται αξιοθέατων
και Ιστορίας βέβαια η
Αθήνα, επιπροσθέτως
βρίσκεται σε πολύ μικρή
απόσταση από τη θάλασσα.
Παράλληλα, η Αττική
διαθέτει πολύ μικρό
αριθμό ξενοδοχειακών
συγκροτημάτων που
συνεργάζονται με μεγάλες
διεθνείς αλυσίδες, οι
οποίες τα τελευταία λίγα
χρόνια αναζητούν
πρόσβαση σε τέτοιου
είδους συνεργασίες
διαβλέποντας την
ευκαιρία.
Καθώς η ελληνική
επιχειρηματικότητα έχει
κάνει ήδη το πρώτο βήμα,
κύκλοι της αγοράς,
αναφερόμενοι στα
ξενοδοχεία που
προγραμματίζεται να
χτιστούν στο Ελληνικό
και από την Grivalia
Hospitality στη Γλυφάδα,
αλλά και στους
Πεταλιούς, που
βρίσκονται σε πολύ μικρή
απόσταση από την Αττική,
σημειώνουν ότι το ξένο
επενδυτικό ενδιαφέρον
για τέτοια project
κλιμακώνεται.
Εξάλλου, κι άλλα
ιδιωτικά ελληνικά
συμφέροντα έχουν
τοποθετηθεί έναντι αυτών
των προοπτικών, όπως για
παράδειγμα η οικογένεια
Λασκαρίδη σε μεγάλο
παρωχημένο από καιρό
αλλά ιστορικό συγκρότημα
σε εμβληματική τοποθεσία
στο Σούνιο. Την ίδια ώρα
ισραηλινά συμφέροντα
τοποθετούνται στην αγορά
ξενοδοχειακών
συγκροτημάτων σε
παραθαλάσσιες περιοχές
της Αττικής, όπως η
Πούντα Ζέζα στο Λαύριο.
Πολύ μεγάλο είναι επίσης
και το ενδιαφέρον που
είχε εκδηλωθεί τα
τελευταία έτη στο ΤΑΙΠΕΔ
για τη μεγάλη έκταση
στις αλυκές Αναβύσσου,
τόσο από μεγάλο γαλλικό
ξενοδοχειακό όμιλο όσο
και από ελληνικά
συμφέροντα. Πρόκειται
για έκταση 700 και πλέον
στρεμμάτων με πρόσβαση
στην παραλία.
Το ίδιο σκεπτικό
προωθείται άλλωστε και
στο project που
κυοφορείται στη Σαρωνίδα
για την παραθεριστική
και τουριστική ανάπτυξη
6.000 στρεμμάτων, σε μια
επένδυση της τάξης των
750 εκατομμυρίων ευρώ,
που έχει ενταχθεί σε
καθεστώς στρατηγικών
επενδύσεων.
Η αναβίωση παλαιών
συγκροτημάτων ανά την
Αττική, που συχνά
παραμένουν επί δεκαετίες
ερημωμένα, είναι η μία
οδός που αναμένεται να
ακολουθήσουν οι
επενδυτές, εκτιμούν
τραπεζικές πηγές που
παρακολουθούν την όλη
διαδικασία. Η άλλη οδός,
αυτή της εκ του μηδενός
ανέγερσης νέων
ξενοδοχείων,
περιορίζεται αυτονόητα
από τη διαθεσιμότητα
κατάλληλων εκτάσεων αλλά
και τους χωροταξικούς,
πολεοδομικούς και
περιβαλλοντικούς
κανονισμούς.
Και κάπου εδώ κρύβεται
το μυστικό της
επιτυχίας, αλλά και το
ρίσκο της όλης
διαδικασίας, που έχει
ήδη ξεκινήσει: η
ανάπτυξη resorts
πολυτελούς τουρισμού
στην Αττική θα πρέπει να
γίνει «με απόλυτο
σεβασμό στο περιβάλλον
και με αίσθηση μέτρου,
προκειμένου να μην
εξελιχθεί σε ένα νέο
κύμα τσιμεντοποίησής
της», υπογραμμίζουν
αρχιτεκτονικοί και
περιβαλλοντικοί κύκλοι.
Πηγή: Καθημερινή |