Κάπως έτσι, ξεκινά και η
ιστορία του ελληνικής
καταγωγής Τεντ Σαράντος,
ο οποίος έχει αναλάβει
τη θέση του Co-CEO στην
κορυφαία συνδρομητική
πλατφόρμα του κόσμου,
το Netflix.
Τα πρώτα χρόνια
Ο ίδιος γεννήθηκε το
1964 στην Αριζόνα και
ήταν το τέταρτο από τα
πέντε παιδιά της
οικογένειας. Ο πατέρας
του ήταν ηλεκτρολόγος
και η μητέρα του
ασχολείτο με τα οικιακά.
Ο παππούς του από την
πλευρά του πατέρα του,
είχε μεταναστεύσει από
τη Σάμο στις ΗΠΑ σε πολύ
μικρή ηλικία, και ήταν
αυτός που άλλαξε το
επώνυμό από «Καρυωτάκης»
σε «Σαράντος».
Ο Σαράντος από μικρός
ήταν ανήσυχος. Όταν
έγραφε στην εφημερίδα
του σχολείου του πήρε
συνέντευξη από τον
διάσημο Εντ Άσνερ, ο
οποόιος και τον έβαλε
στην βιομηχανία του
κινηματογράφου. Ο
Σαράντος σπούδασε στο
Πανεπιστήμιο της Αριζόνα
δημοσιογραφία και
ξαφνικά τα εγκατέλειψε
όλα για να διευθύνει το
βιντεοκλάμπ στο οποίο
εργαζόταν όταν πήγαινε
γυμνάσιο. Κάποια στιγμή
έφτασε να διευθύνει 8
τέτοιου είδους
καταστήματα μέχρι που
έγινε στέλεχος της
μεγαλύτερης εταιρείας
διανομής βιντεοκασετών
στις ΗΠΑ. Όπως γράφουν
τα ΜΜΕ, ο ίδιος τα
κατάφερνε τόσο καλά που
συμμετείχε στις
διαπραγματεύσεις για τη
μετάβαση της εταιρείας
από την κασέτα VHS στο
DVD.
Η πορεία προς την κορυφή
Κομβική χρόνια για την
μετέπειτα πορεία του
ήταν το 1999, όταν και
γνωρίστηκε με τον
διευθύνοντα σύμβουλο της
Netflix, Ριντ Χάστινγκς
και πήρε μεταγραφή για
την εταιρεία αυτή το
2000. Μεταξύ άλλων,
ανέλαβε να «στήσει» τον
πρώτο κύκλο πρωτογενούς
προγράμματος του
Netflix, ξεκινώντας με
το Lilyhammer και στη
συνέχεια με την σειρά
House of Cards του David
Fincher, αγοράζοντας τα
δικαιώματα για 100
εκατομμύρια δολάρια τον
Μάρτιο του 2011.
Στη συνέχεια, ο Σαράντος
ανέπτυξε το σύγχρονο
επιχειρησιακό μοντέλο
του Netflix με αγορά
πολλαπλών σεζόν από
δημοφιλή σόου, κρατώντας
τις διαφημίσεις εκτός
πλατφόρμας και
επιμένοντας στον
συνδρομητικό χαρακτήρα
του μέσου. Η ομάδα του
χρησιμοποιεί ακόμα και
αλγορίθμους για να
προβλέψει κατά πόσο μία
σειρά θα έχει απήχηση
στην βάση των
συνδρομητών.
Ο Ριντ Χάστινγκς είχε
ιδρύσει το Netflix το
1997 και αρχικά πουλούσε
και δάνειζε DVD μέσω
ταχυδρομείου. Έναν χρόνο
αργότερα, εστίασε στον
δανεισμό ταινιών. Η
πρώτη μεγάλη επέκταση
της εταιρείας ήρθε το
2007 με την τεχνολογία
streaming, αλλά ο
Χάστινγκς διατήρησε και
τις υπηρεσίες δανεισμού
DVD και Blu-Ray.
To 2010 η εταιρεία έκανε
το δεύτερο μεγάλο βήμα,
με την επέκταση του
streaming εκτός ΗΠΑ,
στον γειτονικό Καναδά.
Ακολούθησε η Λατινική
Αμερική και η Καραϊβική
και το 2013, παρουσίασε
την πρώτη της σειρά, το
House of Cards. Και τα
υπόλοιπα «είναι
ιστορία».
Πλέον, o 59χρονος
Θίοντορ «Τεντ» Σαράντος
Τζούνιορ, επιβλέπει έναν
ετήσιο προϋπολογισμό 6
δισεκατομμυρίων δολαρίων
και υπό την καθοδήγησή
του η εταιρεία βρέθηκε
να μετρά 54
υποψηφιότητες για Emmy
μόνο μέσα στο 2016.
Η πλατφόρμα έχει περίπου
235 εκατομμύρια
συνδρομητές σε όλο τον
κόσμο, καταγράφοντας 7,6
εκατ. νέες συνδρομές το
τελευταίο 3μηνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι
ο Τεντ Σαράντος
συμπεριλήφθηκε στη λίστα
του περιοδικού TIME,
γνωστή ως «TIME 100», με
τους 100 πιο
επιδραστικούς ανθρώπους
του κόσμου, που τολμούν
να πρωτοπορήσουν,
γεγονός που αντανακλά
την σπουδαιότητά του
στον χώρο της
κινηματογραφικής
παραγωγής.
Το ταξίδι στη Σάμο
Σε συνέντευξή του, ο
Σαράντος αναφέρθηκε και
στην επίσκεψη με τα δύο
παιδιά του, πριν από
λίγα χρόνια, στη
Σάμο. «Ρώτησα τον πατέρα
μου κάποιες γενικές
πληροφορίες και μου είπε
το εξής: “Φτάνεις στο
λιμάνι, κάνεις αριστερά
και κοιτάς πάνω στο
λόφο. Θα δεις ένα
κίτρινο σπίτι με κάτι
κατσίκες στην αυλή. Εκεί
πρέπει να πας”. Του είπα
γελώντας, “αποκλείεται
να είναι τόσο απλό”.
Αλλά κάπως έτσι ήταν. Τα
παιδιά μου ήταν πολύ
ενθουσιασμένα που θα
γνώριζαν την οικογένεια
τους. Ανεβήκαμε λοιπόν
και χτυπήσαμε την πόρτα
αλλά δεν μιλούσαν
αγγλικά κι εγώ δεν μιλάω
ελληνικά στην
πραγματικότητα, οπότε
προσπαθούσα για ώρα να
εξηγήσω ποιος είμαι,
μέχρι που βαρέθηκαν και
μας έκλεισαν την πόρτα».
«Η κόρη μου η Σάρα έβαλε
τα κλάματα λέγοντας
“νόμιζα ότι θα βλέπαμε
την οικογένειά μας”.
Προσπάθησα να την
παρηγορήσω και της είπα
“φαντάσου να ερχόταν
κάποιος στο δικό μας
σπίτι και να άρχιζε να
φωνάζει στα κινεζικά”.
Επιστρέφοντας όμως στο
ξενοδοχείο, κάτσαμε με
τον μάνατζερ και τους
γράψαμε ένα γράμμα στα
ελληνικά. Το πήρα και
πήγα πίσω στο σπίτι για
να τους το δώσω. Αυτό
ήταν. Μετά από πέντε
λεπτά είχαμε καθίσει
όλοι μαζί και τρώγαμε
και πίναμε παρέα στην
αυλή», ανέφερε
χαρακτηριστικά.
Πηγή: in.gr |