Απέναντί τους βρήκαν ένα
μεγαλοστέλεχος με
διάθεση όχι να δώσει
πειστικές απαντήσεις,
αλλά να σνομπάρει ως
ακατανόητες, ως προϊόν
φαντασίας και σεναρίων
τρόμου τις απορίες τους.
«Το να αμφισβητεί κανείς
τη βιωσιμότητα της WorldCom είναι
απόλυτη ανοησία. Θα
συνιστούσα να κάνετε
όλοι ένα βήμα πίσω και
να εστιάσετε στην
πραγματικότητα αντί στον
παράγοντα του φόβου»
είπε χαρακτηριστικά,
εκφράζοντας την έκπληξή
του για το γεγονός ότι η
Wall Street ανησυχούσε.
Το ημερολόγιο έγραφε 7
Φεβρουαρίου 2002,
όταν ο Έμπερς δήλωνε
γεμάτος αυτοπεποίθηση τα
παραπάνω. Μέσα στους
επόμενους μήνες θα
αποκαλυπτόταν μία
τεράστια λογιστική απάτη
απόκρυψης δαπανών ύψους
3,9 δισ. δολαρίων (για
την οποία ο Έμπερς
δήλωνε και πάλι άγνοια)
η οποία οδήγησε στη
μεγαλύτερη έως τότε
χρεοκοπία στην
επιχειρηματική ιστορία
των ΗΠΑ.
Ήταν μία
εταιρεία με 60.000
εργαζομένους, που έμεναν
στον δρόμο, και 20
εκατομμύρια πελάτες, που
έμεναν στον αέρα, η
κατάρρευση της οποίας
πυροδότησε τριγμούς στις
αγορές διεθνώς. Και
τούτο γιατί μεγάλες
αμερικανικές και
ευρωπαϊκές τράπεζες της
είχαν χορηγήσει
σημαντικά δάνεια.
Το σκάνδαλο της
αμερικανικής εταιρείας
τηλεπικοινωνιών ερχόταν
μάλιστα λίγους μήνες
μετά τη
«βόμβα» της Enron. Σε
μία ειρωνεία της τύχης
θα έλεγε κανείς την ίδια
ημέρα που ο Έμπερς
προσπαθούσε να πείσει
τους αναλυτές της Wall
Street ότι δεν τρέχει
τίποτα, στις 7
Φεβρουαρίου 2002, ο Τζέφρι
Σκίλινγκ της Enron είχε
κληθεί να καταθέσει στην
αρμόδια Επιτροπή της
Βουλής των Αντιπροσώπων
για το σκάνδαλο της
ενεργειακής εταιρείας
που είχε κηρύξει
πτώχευση τον Δεκέμβριο
του 2001. Είχε και αυτός
«πέσει από τα σύννεφα»
με τις εξελίξεις. «Την
ημέρα που έφυγα,
απολύτως και
κατηγορηματικά πίστευα
ότι η εταιρεία ήταν σε
πολύ καλή κατάσταση»
κατέθεσε στη Βουλή.
Η βόμβα της Enron
Τι είχε γίνει με την
Enron; Υπό την
καθοδήγηση του Τζέφρι
Σκίλινγκ, ο οποίος ήταν
αρχικά σύμβουλος και
αργότερα έγινε διευθύνων
σύμβουλος της εταιρείας,
η Enron μετατράπηκε σε
trader ενεργειακών
παραγώγων,
ενεργώντας ως μεσάζων
μεταξύ των παραγωγών
φυσικού αερίου και των
πελατών τους. Οι
συναλλαγές παρείχαν
στους παραγωγούς τη
δυνατότητα να μετριάσουν
τον κίνδυνο διακυμάνσεων
των τιμών της ενέργειας
καθορίζοντας την τιμή
πώλησης των προϊόντων
τους μέσω συμβολαίων που
διαπραγματεύθηκε η Enron
έναντι αμοιβής.
Η Enron σύντομα
κυριάρχησε στην αγορά προθεσμιακών
συμβολαίων φυσικού
αερίου και
άρχισε να παράγει
τεράστια κέρδη. Ο
Σκίλινγκ έδωσε έμφαση
στις επιθετικές
συναλλαγές και
δημιούργησε ένα έντονα
ανταγωνιστικό περιβάλλον
εντός της εταιρείας.
Όταν μπήκαν και άλλοι
traders στο παιχνίδι του
ανταγωνισμού, τα κέρδη
της άρχισαν να
συρρικνώνονται ταχύτατα
και η εταιρεία κατέφυγε
στις λογιστικές
απάτες για να
το αποκρύψει. Η
αποκάλυψη του σκανδάλου
είχε σκάσει σαν βόμβα
στο παγκόσμιο
επιχειρείν. Η μετοχή
της βυθίστηκε
από τα 90 δολ. σε μόλις
1 δολάριο και η
αξία των συνταξιοδοτικών
ταμείων των εργαζομένων
της μηδενίστηκε. Ο
Σκίλινγκ πέρασε 12
χρόνια στη φυλακή.
Πηγή: Ναυτεμπορική |