Σημειώνεται ότι ο
S&P
διατήρησε μεν σταθερή
την πιστοληπτική
αξιολόγηση της Ελλάδας
στο ΒΒ+, μία βαθμίδα
πριν από το
investment
grade,
όμως αύξησε το
outlook
σε θετικό από σταθερό,
προοιωνίζοντας ότι θα
κάνει την επόμενη κίνηση
της αναβάθμισης της
πιστοληπτικής
αξιολόγησης της χώρας
μας στις 20 Οκτωβρίου
μετά τις εκλογές.
Το 2022, το ελληνικό ΑΕΠ
ενισχύθηκε
κατά περίπου 6% σε
πραγματικούς όρους. Οι
εισπράξεις από τον
τουρισμό ανέκαμψαν
σχεδόν σε προ πανδημίας
επίπεδα, αλλά η εγχώρια
ζήτηση ήταν η κύρια πηγή
ανάπτυξης, καθώς η
ιδιωτική κατανάλωση
ενισχύθηκε (παρά την
επιτάχυνση του
πληθωρισμού), με βοήθεια
από τη βελτιωμένη αγορά
εργασίας και τις
επενδύσεις που
κατέγραψαν άλλη μια
χρονιά διψήφιας
ανάπτυξης.
Οι αρχικοί δείκτες
κλίματος στέλνουν σήμα
ότι η οικονομική
εμπιστοσύνη το 2023
παραμένει μέχρι στιγμής
σταθερή. Ο οίκος
αναθεωρεί την πρόβλεψή
για το πραγματικό
ΑΕΠ του 2023 στο 2,5%
από 1,7% ενώ οι
επενδύσεις που
συνδέονται με το Ταμείο
Ανάκαμψης λογικά θα
υποστηρίξουν την
ανάπτυξη, παρά τις
εξασθενημένες προοπτικές
των εμπορικών εταίρων.
Το μέγεθος της
οικονομίας εξακολουθεί
να είναι πολύ χαμηλότερο
από
το υψηλό πριν την κρίση
χρέους, υποδηλώνοντας
περιθώρια για ανάπτυξη
πάνω από την τάση τα
επόμενα χρόνια.
Η οικονομική
δραστηριότητα αυξήθηκε
κατά 5,9% σε
πραγματικούς όρους το
2022, ξεπερνώντας τα προ
πανδημίας επίπεδα, παρά
το ενεργειακό σοκ για
την Ελλάδα
και τους εμπορικούς της
εταίρους. Οι επενδύσεις
αυξήθηκαν στο 21,4% του
ΑΕΠ στο τέλος του 2022,
ενισχυμένες κατά 9
ποσοστιαίες μονάδες από
το τέλος του 2019, ενώ
οι εξαγωγές ως ποσοστό
του ΑΕΠ εκτιμάται ότι
αυξήθηκαν κατά 20
ποσοστιαίες μονάδες κατά
την τελευταία δεκαετία.
Το προφίλ
χρέους της ελληνικής
κυβέρνησης σε σχέση με
την ωρίμανσή του και το
έντοκο κόστος, παρότι
παραμένει μεγάλο σε
ονομαστικούς όρους,
παραμένει ένα από τα πιο
ελκυστικά παγκοσμίως,
σύμφωνα με τον οίκο. Η
υψηλή ονομαστική αύξηση
του ΑΕΠ (εν μέρει χάρη
στη μεγάλη αύξηση του
ΑΕΠ) έχει μειώσει
σημαντικά τη σχέση
χρέους/ΑΕΠ της Ελλάδας
τα τελευταία χρόνια. Το
καθαρό χρέος κορυφώθηκε
στο 188% του ΑΕΠ το 2020
και ο οίκος εκτιμά τώρα
ότι θα υποχρήσει στο
145% του ΑΕΠ έως τα τέλη
του 2023. Η Ελλάδα
παρουσίασε τη μεγαλύτερη
μείωση της αναλογίας
χρέους/ΑΕΠ μεταξύ των
χωρών της Ε.Ε. το 2022.
Η
S&P
αναμένει περαιτέρω
μείωση την περίοδο
2024-2026 με βάση τη
σταθερή ανάπτυξη της
οικονομίας και τη
βελτίωση των
δημοσιονομικών
επιδόσεων.
Το κόστος
εξυπηρέτησης του χρέους
της κεντρικής κυβέρνησης
παραμένει πολύ χαμηλό
στο 1,54% περίπου,
σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία του 2022. Παρά
το μεγάλο χρέος της
χώρας, αυτό είναι
σημαντικά χαμηλότερο από
το μέσο κόστος
αναχρηματοδότησης για τα
περισσότερα κρατικά
κράτη στην κατηγορία
αξιολόγησης «BB».
Η μέση σταθμισμένη
εναπομένουσα διάρκεια
του χρέους της κεντρικής
κυβέρνησης ήταν 17,5 έτη
στο τέλος του 2022.
«Αναμένουμε ότι αυτό και
οι μελλοντικές πράξεις
διαχείρισης του χρέους,
συμπεριλαμβανομένων των
διμερών
δανείων, θα συμβάλουν
στην ελάφρυνση του
επιτοκιακού βάρους της
κυβέρνησης. Καθώς η
Ελλάδα συνεχίζει να
αντικαθιστά ένα
αυξανόμενο μερίδιο του
δημόσιου χρέους της με
την έκδοση ομολόγων, το
κόστος εξυπηρέτησης του
χρέους της ως μερίδιο
των κρατικών εσόδων θα
μπορούσε να αυξηθεί»,
εκτιμά ο οίκος.
Αναφορικά με τις
δημοσιονομικές επιδόσεις
της Ελλάδας, αυτές
εξακολουθούν να
υπερβαίνουν τις
προσδοκίες του οίκου. Το
δημοσιονομικό έλλειμμα
μειώθηκε στο 2,3% του
ΑΕΠ το 2022 από 7,1% το
2021. Η υπεραπόδοση
των εσόδων ήταν κεντρικό
στοιχείο της βελτιωμένης
θέσης, με τις
προσπάθειες για βελτίωση
της ψηφιοποίησης να
αποδίδουν καρπούς με τη
μορφή υψηλότερης
φορολογικής συμμόρφωσης.
Η βελτίωση ήρθε παρά το
γεγονός ότι η κρατική
στήριξε παρέμεινε
σημαντική. Οι
προσπάθειες
επικεντρώθηκαν κυρίως
στις επιδοτήσεις
ενέργειας (που ανήλθας
στο 0,5% του ΑΕΠ) αλλά
περιλάμβαναν επίσης τη
μείωση φόρων εισοδήματος
φυσικών προσώπων,
συμπεριλαμβανομένης της
κοινωνικής ασφάλισης,
και την κατάργηση των
εισφορών αλληλεγγύης.
Όπως και αλλού, ο
υψηλότερος του
αναμενόμενου πληθωρισμός
το 2022 ενίσχυσε
σημαντικά τις επιδόσεις
των κρατικών εσόδων και
συνέβαλε στη διάβρωση
του σημαντικού λόγου
χρέους της Ελλάδας προς
το ΑΕΠ.
Ο προϋπολογισμός της
κυβέρνησης για το 2023
στοχεύει
σε πρωτογενές πλεόνασμα
0,7% του ΑΕΠ.
Σημειώνεται ότι ο οίκος
εκτιμά ότι θα υπάρξει
πλεόνασμα περίπου 1% του
ΑΕΠ φέτος. Ενώ η Ελλάδα
έχει μέχρι στιγμής
πετύχει να μειώσει το
κενό του ΦΠΑ (η διαφορά
μεταξύ των εκτιμώμενων
εισπράξεων ΦΠΑ και των
πραγματικών εσόδων ΦΠΑ-
ένα μέτρο της
φορολογικής
συμμόρφωσης), παραμένει
πολύ πάνω από το
αντίστοιχο επίπεδο των
ομοειδών χωρών, γεγονός
που υποδηλώνει ότι
υπάρχει περιθώριο για
περαιτέρω αύξηση των
εσόδων. Παρ’όλα αυτά, ο
οίκος δεν αναμένει ότι η
εξυγίανση θα είναι τόσο
γρήγορη όσο το 2022.
Οι κίνδυνοι
για τις προβλέψεις:
– Η έλλειψη
αποφασιστικότητας της
επόμενης κυβέρνησης να
εκτελέσει διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις και να
μειώσει το δημόσιο
χρέος.
– Νέες ενεργειακές
ανησυχίες. Οι τιμές της
ενέργειας ενδέχεται να
εκτοξευθούν
και πάλι, ιδίως σε
περίπτωση ενός ψυχρού
χειμώνα.
– Εξωτερικές ανησυχίες
για τη μακροοικονομική ή
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα που θα
μπορούσαν να
υποβαθμίσουν τις
προοπτικές της ελληνικής
οικονομίας. |