| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Τρίτη, 00:01 - 07/02/2023

 

Περίληψη: 

Στον αγώνα για πλεονέκτημα μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, δεν είναι η στρατιωτική ή η οικονομική δύναμη που κάνει την κρίσιμη διαφορά, αλλά οι θεμελιώδεις ιδιότητες μιας κοινωνίας: τα χαρακτηριστικά ενός έθνους που παράγουν οικονομική παραγωγικότητα, τεχνολογική καινοτομία, κοινωνική συνοχή, και εθνική βούληση.

 

 

---------------------------

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία -και η σιωπηρή υποστήριξη της Κίνας σε αυτή την βίαιη προσπάθεια να ανατραπεί η διεθνής τάξη- έχει εντείνει τον στρατηγικό ανταγωνισμό που ορίζει τώρα την πολιτική εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Αυτό που μέχρις ετούτο το σημείο μπορεί να φαινόταν σαν μια αφηρημένη και περίεργη πρόκληση έγινε ξαφνικά πραγματικό, επείγον, και επικίνδυνο. Σε απάντηση, πολλοί Αμερικανοί αξιωματούχοι και αναλυτές ζήτησαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες, να σκληρύνουν την άμυνά τους, και να επενδύσουν σε βασικές τεχνολογίες. Η Ουάσιγκτον πρέπει να προετοιμαστεί να δοκιμαστεί η θέλησή της ξανά και ξανά, λένε, είτε από πολέμους δι’ αντιπροσώπων (proxy wars) είτε από άλλες προκλήσεις στο δίκτυο συμμαχιών και συνεργασιών ασφαλείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η επιτυχία στον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων, κατά την άποψη αυτή, εξαρτάται από την συσσώρευση νικών σε μια σειρά μεμονωμένων αγώνων για υπεροχή.

Brian Stauffer
 

----------------------------------------------------------

Η ιστορία προσφέρει ένα διαφορετικό μάθημα. Τα έθνη δεν υπερισχύουν στους διαρκείς ανταγωνισμούς κυρίως με την απόκτηση ανώτερων τεχνολογικών ή στρατιωτικών ικανοτήτων ή ακόμη και με την επιβολή της θέλησής τους σε κάθε κρίση ή πόλεμο. Οι μεγάλες δυνάμεις μπορούν να κάνουν πολλά λάθη -να χάσουν πολέμους, να χάσουν συμμάχους, ακόμη και να χάσουν το στρατιωτικό τους πλεονέκτημα- και να συνεχίσουν να θριαμβεύουν σε μακροπρόθεσμους αγώνες. Στον αγώνα για πλεονέκτημα μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων, δεν είναι η στρατιωτική ή η οικονομική δύναμη που κάνει την κρίσιμη διαφορά, αλλά οι θεμελιώδεις ιδιότητες μιας κοινωνίας: τα χαρακτηριστικά ενός έθνους που παράγουν οικονομική παραγωγικότητα, τεχνολογική καινοτομία, κοινωνική συνοχή, και εθνική βούληση.

Αυτό δεν είναι μια νέα γνώση, φυσικά. Αμερικανοί πολιτικοί, μελετητές, και ειδήμονες ρητορεύουν επί δεκαετίες για την ιδέα ότι ένα δυναμικό και ανθεκτικό εσωτερικό μέτωπο είναι το θεμέλιο της επιτυχίας στο εξωτερικό. Αλλά πίσω από τέτοιες τετριμμένες καθησυχαστικές δηλώσεις κρύβονται συγκεκριμένες εθνικές ιδιότητες που οι κοινωνικοί επιστήμονες μπορούν να εντοπίσουν και να μετρήσουν. Κατά την διάρκεια 15 μηνών, ηγήθηκα μιας μελέτης της RAND Corporation για το Γραφείο Καθαρής Αξιολόγησης του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ (U.S. Defense Departments Office of Net Assessment), υποστηριζόμενη από αναλύσεις από εξωτερικούς ιστορικούς, που έκανε ακριβώς αυτό. Βασιζόμενοι σε ιστορικές περιπτωσιολογικές μελέτες και έρευνα για την οικονομική ανάπτυξη, την τεχνολογική πρόοδο, και πολλά άλλα, απομονώσαμε μια σειρά εθνικών χαρακτηριστικών που κατά την διάρκεια της ιστορίας στήριξαν την εθνική ανταγωνιστική επιτυχία -συμπεριλαμβανομένης μιας ισχυρής εθνικής φιλοδοξίας, μιας κουλτούρας μάθησης και προσαρμογής, και σημαντικής ποικιλομορφίας και πλουραλισμού.

Αυτές οι εγχώριες δυνάμεις είναι τα δομικά στοιχεία της διεθνούς ισχύος. Αλλά για να μπορέσει μια χώρα να πετύχει, πρέπει να ενισχύσει και να υποστηρίξει το ένα το άλλο. Και δεν πρέπει να πέσουν εκτός ισορροπίας. Η υπερβολική εθνική φιλοδοξία, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολή, θέτοντας σε κίνδυνο την χώρα που υπερπροσπαθεί. Όμως, χώρες με πολύ λίγη φιλοδοξία, ποικιλομορφία, ή προθυμία να μάθουν και να προσαρμοστούν κινδυνεύουν να ξεκινήσουν έναν αρνητικό κύκλο που μπορεί να οδηγήσει σε εθνική παρακμή. Σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ανεπαρκείς σε πολλές από τις ιδιότητες που βοήθησαν στην άνοδό τους κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Εάν θέλουν να ανακτήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα -και να επικρατήσουν στους τρέχοντες αγώνες τους με την Κίνα [1] και την Ρωσία [2]- θα πρέπει να κάνουν περισσότερα από το απλώς να ξοδεύουν περισσότερα από τους αντιπάλους τους σε αμυντικές ή προηγμένες στρατιωτικές τεχνολογίες. Θα πρέπει να καλλιεργήσουν τις ιδιότητες που κάνουν τις μεγάλες δυνάμεις δυναμικές, καινοτόμες, και προσαρμοστικές.

ΕΘΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Την παραμονή του Πελοποννησιακού Πολέμου το 432 π.Χ., μια αντιπροσωπεία από την Κόρινθο ταξίδεψε στην Σπάρτη σε μια ύστατη προσπάθεια να αποτρέψει αυτό που θα γινόταν η σύγκρουση που θα χαρακτήριζε μια ολόκληρη γενιά. Στην ιστορία του πολέμου, ο Θουκυδίδης αφηγείται πώς οι Κορίνθιοι κατηγόρησαν τους Σπαρτιάτες, τους συμμάχους τους, ότι έκλεισαν τα μάτια στην ανησυχητική ανάπτυξη της αθηναϊκής ισχύος. «Οι Αθηναίοι είναι εθισμένοι στην καινοτομία και τα σχέδιά τους χαρακτηρίζονται από ταχύτητα εξίσου στην σύλληψη και στην εκτέλεση˙ εσείς έχετε το σκεπτικό να κρατάτε ό,τι έχετε, συνοδευόμενο από απόλυτη έλλειψη εφευρέσεων, και όταν αναγκάζεστε να δράσετε, δεν πάτε ποτέ αρκετά μακριά», παραπονέθηκαν οι Κορίνθιοι. Συνέχισαν: «Για να περιγράψει κανείς τον χαρακτήρα τους με μια λέξη, θα μπορούσε να πει κανείς ότι γεννήθηκαν στον κόσμο για να μην ξεκουράζονται οι ίδιοι και να μην δίνουν καμία [ξεκούραση] στους άλλους». Με άλλα λόγια, η Αθήνα αποτελούσε κίνδυνο όχι κυρίως λόγω του μεγέθους του ναυτικού της, του πλούτου του εδάφους της, ή του αριθμού των ανθρώπων της. Ήταν στημένη για να παραγκωνίσει την Σπάρτη ως κυρίαρχη δύναμη για έναν ευρύτερο και πιο περιεκτικό λόγο: τις ανώτερες ιδιότητες του κοινωνικού και πολιτικού της συστήματος.

Μια εντυπωσιακά παρόμοια ιστορία εκτυλίχθηκε περίπου 2.000 χρόνια αργότερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επικράτησαν τελικά της Σοβιετικής Ένωσης στον Ψυχρό Πόλεμο επειδή ήταν πιο ενεργητικές, καινοτόμες, παραγωγικές, και νομιμοποιημένες. Πράγματι, ορισμένοι σχολιαστές έκαναν την σύγκριση απευθείας, παρομοιάζοντας την Ουάσιγκτον ως την Αθήνα εκείνου του δράματος [απέναντι] στην ληθαργική, συντηρητική Μόσχα ως Σπάρτη. Το μάθημα και των δύο ιστορικών αντιπαλοτήτων ισχύει σχεδόν σε όλους τους αγώνες μεταξύ παγκόσμιων δυνάμεων. Σχεδόν πάντα, τα έθνη αναπτύσσονται και παρακμάζουν λόγω ενός πολύπλοκου και αλληλένδετου συνόλου κοινωνικών χαρακτηριστικών που παράγουν εθνικό δυναμισμό και ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Ωστόσο, ο εντοπισμός αυτών των χαρακτηριστικών θέτει μια πρόκληση για την ανάλυση. Τα περισσότερα είναι αφηρημένα και κακώς ορισμένα. Πολλά είναι επίσης δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να μετρηθούν αξιόπιστα, ειδικά σε ιστορικές περιπτώσεις όπου απλά δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα. Σε περίπλοκες γεωπολιτικές αλληλεπιδράσεις, η ανίχνευση καθοριστικών αιτιακών σχέσεων μπορεί να είναι δύσκολη ή αδύνατη. Εν μέρει ως αποτέλεσμα, πολλές προσπάθειες για τον εντοπισμό των παραγόντων που στηρίζουν τον δυναμισμό και την ανταγωνιστικότητα έχουν δημιουργήσει ουσιώδεις θεωρίες σχετικά με την εθνική βούληση ή την παρακμή ή έχουν υποθέσει την ανωτερότητα ορισμένων πολιτισμών.

Οποιαδήποτε προσπάθεια να ξεπεραστεί αυτή η πρόκληση πρέπει πρώτα να καθορίσει το κριτήριο για την εθνική επιτυχία ή αποτυχία. Τα μέτρα της οικονομικής ανάπτυξης ή οι δείκτες της τεχνολογικής καινοτομίας μπορεί να φαίνονται ως προφανείς απαντήσεις. Αλλά αυτοί είναι παρεμβαίνοντες παράγοντες: η οικονομική ανάπτυξη είναι σίγουρα πηγή εθνικής ισχύος, αλλά είναι επίσης ένα προϊόν πιο θεμελιωδών παραγόντων που δημιουργούν την οικονομική ανάπτυξη. Το ίδιο ισχύει για την καινοτομία, την στρατιωτική πρόοδο, την παραγωγικότητα, και πολλά άλλα κοινά μέτρα παραγωγής της εθνικής ισχύος.

Μια πρόσθετη περιπλοκή είναι ότι ορισμένες χώρες που έχουν υψηλή βαθμολογία σε χαρακτηριστικά που συνδέονται με τον εθνικό δυναμισμό και την ανταγωνιστικότητα δεν ανεβαίνουν στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας. Ορισμένες, όπως η Ολλανδία και η Σιγκαπούρη, είναι πολύ μικρές. Άλλες, όπως η Σουηδία και η Νότια Κορέα, έχασαν ή δεν είχαν ποτέ κίνητρο για παγκόσμια ηγεσία. Ωστόσο, παράγουν οικονομική ανάπτυξη, τεχνολογική εξέλιξη, υψηλό βιοτικό επίπεδο, εθνική συνοχή και πολλά άλλα αποτελέσματα που συνδέονται με την επιτυχία. Ένα σχετικό ζήτημα είναι ότι άλλοι παράγοντες εκτός από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά μπορούν να κάνουν μια κρίσιμη διαφορά σε συγκεκριμένες συγκρούσεις: η Αθήνα είχε περισσότερη γεωπολιτική ισχύ και μακροπρόθεσμη πολιτιστική επιρροή από την Σπάρτη, αλλά εν μέρει χάρη σε μια καταστροφική πανδημία και σε στρατηγικά λάθη όπως η εισβολή της στην Σικελία, έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι κάθε προσπάθεια εντοπισμού ευνοϊκών κοινωνικών ιδιοτήτων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα απόλυτα μέτρα εθνικής ισχύος, όπως η μακροζωία και η ικανότητα παροχής ασφάλειας και ευημερίας, και σχετικά, όπως η επιτυχία ή η αποτυχία σε διμερείς ανταγωνισμούς ή η θέση στην παγκόσμια σκηνή.

Η μελέτη της RAND Corporation εξέτασε και τα δύο. Εξετάσαμε την βιβλιογραφία σχετικά με την άνοδο και την πτώση των εθνών και τις πηγές της οικονομικής και της τεχνολογικής προόδου, πραγματοποιήσαμε μια ντουζίνα σημαντικές ιστορικές περιπτωσιολογικές μελέτες, και συμπληρώσαμε αυτήν την ιστορική γνώση με πιο πρόσφατη έρευνα για μια ποικιλία θεμάτων όπως η ανισότητα, η διαφορετικότητα, και η εθνική ταυτότητα. Διαπιστώσαμε ότι τα έθνη που επιδεικνύουν τόσο απόλυτες όσο και σχετικές μορφές ανταγωνιστικής επιτυχίας τείνουν να αντικατοπτρίζουν, είτε σε συγκεκριμένες περιόδους ανόδου είτε σε μακροπρόθεσμες θέσεις στην κορυφή της παγκόσμιας ιεραρχίας, επτά κορυφαία χαρακτηριστικά: μια κινητήρια εθνική φιλοδοξία, κοινές ευκαιρίες για τους πολίτες, μια κοινή και συνεκτική εθνική ταυτότητα, ένα δραστήριο κράτος, αποτελεσματικούς κοινωνικούς θεσμούς, έμφαση στη μάθηση και την προσαρμογή, και σημαντική ποικιλομορφία και πλουραλισμό.

Οι αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ αυτών των χαρακτηριστικών και της εθνικής ανταγωνιστικής επιτυχίας, αν και είναι γενικά συνεπείς, διαφέρουν ανάλογα με τον χρόνο και από χώρα σε χώρα. Και αυτές δεν είναι οι μόνες μεταβλητές που συνδέονται με την εθνική επιτυχία: άλλοι παράγοντες, όπως οι φυσικές καταστροφές, οι πανδημίες, και η γεωγραφία, προφανώς έχουν σημασία. Όμως, μια ευρεία έρευνα των στοιχείων δείχνει ότι αυτά τα επτά χαρακτηριστικά παίζουν τεράστιο ρόλο στον καθορισμό της ανταγωνιστικής μοίρας των εθνών.

ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Το πρώτο ουσιαστικό χαρακτηριστικό -αναμφισβήτητα το θεμέλιο για όλες τις μορφές σχετικής εθνικής ισχύος- είναι κάποια εκδοχή της κινητήριας εθνικής φιλοδοξίας. Εξωτερικά, αυτό το χαρακτηριστικό παράγει μια αίσθηση εθνικής αποστολής και μεγαλείου και μια επιθυμία επηρεασμού της παγκόσμιας πολιτικής. Εσωτερικά, δημιουργεί μια εθνική ώθηση για μάθηση, επίτευξη, και επιτυχία σε οτιδήποτε, από την επιστημονική έρευνα έως τις επιχειρήσεις και από την βιομηχανία έως τις τέχνες. Η προώθηση της εθνικής φιλοδοξίας απαιτεί την δέσμευση ενός ολόκληρου λαού να αποκτήσει γνώση και να ασκήσει μόχλευση στον κόσμο του: να εξερευνήσει και να ελέγξει, να κατανοήσει και να κατευθύνει. Αυτή η παρόρμηση μπορεί εύκολα να πάει στραβά. Η υπερβολική εθνική φιλοδοξία είναι μια συνήθης διαδρομή προς την αποτυχία, είτε μέσω καταστροφικών πολέμων από επιλογή είτε μέσω αυτοκρατορικών κατακτήσεων που υπερεκτείνουν τους πόρους ενός έθνους και προκαλούν καταστροφικές αντιδράσεις. Αλλά χωρίς τέτοιες φιλοδοξίες, οι χώρες σπάνια οικοδομούν ισχυρούς εγχώριους οικονομικούς ή τεχνολογικούς κινητήρες ή επικρατούν σε σχετικούς διαγωνισμούς για ισχύ.

Πολλά από τα στοιχεία για την σημασία της εθνικής φιλοδοξίας προέρχονται από την ιστορική καταγραφή και την σχεδόν ευθεία σχέση μεταξύ της ανταγωνιστικής επιτυχίας και κάποιας εκδοχής αυτού του χαρακτηριστικού. Η Ρώμη, για παράδειγμα, είχε μια κινητήρια φιλοδοξία: η άνοδός της στο μεγαλείο κατά την διάρκεια της μέσης και ύστερης Δημοκρατίας και της πρώιμης Αυτοκρατορίας και η υπεροχή της επί των μεγάλων δυνάμεων της εποχής της προωθήθηκαν από ένα ισχυρό κοινωνικό έθιμο που έδινε αξία στον έλεγχο, την κυριαρχία, και την κατάκτηση. Παρόμοια είδη φιλοδοξιών, συμπεριλαμβανομένης της εγχώριας παρόρμησης για επιτεύγματα και ανακάλυψη, μπορούν να βρεθούν σε όλα τα άκρως ανταγωνιστικά έθνη —το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία [την εποχή της αυτοκρατορίας του] Meiji, τις πόλεις-κράτη της Ιταλικής Αναγέννησης, και άλλα. Οι παρακμάζουσες κοινωνίες τείνουν να αντικατοπτρίζουν τον μαρασμό αυτού του τυχοδιωκτικού πνεύματος και ό,τι το συνοδεύει, συμπεριλαμβανομένων της δίψας για βελτίωση, της όρεξης για νέα γνώση, και της προθυμίας για ανάληψη κινδύνων.

Εκτός από την κατευθυντήρια εθνική φιλοδοξία, οι άκρως ανταγωνιστικές κοινωνίες τείνουν να μοιράζονται ευρέως τις ευκαιρίες μεταξύ των πολιτών τους. Προσφέρουν πολλούς δρόμους προς την επιτυχία και αποκλείουν σχετικά λίγα τμήματα του πληθυσμού τους από παραγωγικούς ρόλους —τουλάχιστον σε σύγκριση με τους κύριους αντιπάλους τους. Με αυτόν τον τρόπο, αξιοποιούν ένα υψηλό ποσοστό του διαθέσιμου ταλέντου τους και παρέχουν πραγματικές προοπτικές σε ένα ευρύ τμήμα του πληθυσμού τους. Με την πάροδο του χρόνου, οι κοινωνίες που παρουσιάζουν αυτό το χαρακτηριστικό έχουν γίνει πιο περιεκτικές με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της παραχώρησης ολοκληρωμένων δικαιωμάτων και ευκαιριών σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και της παροχής σαφών οδών για επιχειρηματική και δημιουργική πρόοδο. Η Ρώμη, η Ιαπωνία του Meiji, ακόμη και η Μεγάλη Βρετανία της βιομηχανικής εποχής απέκτησαν ισχυρό πλεονέκτημα από εκδοχές κοινών ευκαιριών που θα έμοιαζαν απίστευτα περιοριστικές στα σύγχρονα μάτια. Αλλά σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής τους, εκείνες οι κοινωνίες γενικά ανέπτυσσαν περισσότερους τρόπους άντλησης παραγωγικών ταλέντων από περισσότερους ανθρώπους από όσο οι ανταγωνιστές τους.

Αναπαριστώντας την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στην Ρώμη, τον Απρίλιο του 2017. Alberto Lingria Xinhua / eyevine / Redux
 

---------------------------------------------------------------

Κατά την διάρκεια της ιστορίας, τα έθνη που μοιράζουν ευκαιρίες μεταξύ των πολιτών τους έχουν αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι εκείνων που δεν το κάνουν. Η πολιτική της Ρώμης να ανοίγει την ιθαγένεια στους κατακτημένους λαούς και να ενσωματώνει τους απελευθερωμένους σκλάβους σε σημαντικούς κοινωνικούς ρόλους τής έδωσε οικονομικά και στρατιωτικά πλεονεκτήματα. Ομοίως, η κοινωνική κινητικότητα που παρείχαν το Ηνωμένο Βασίλειο και οι Ηνωμένες Πολιτείες έδωσε σε αυτές τις δυνάμεις ένα πλεονέκτημα έναντι των πιο κοινωνικά περιοριστικών δυνάμεων στην ηπειρωτική Ευρώπη, συμβάλλοντας στην τεράστια οικονομική και επιστημονική τους πρόοδο τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Οι ερευνητές βρήκαν επίσης άφθονα στοιχεία για την σημασία των κοινών ευκαιριών σε στενότερες μελέτες για συγκεκριμένα θέματα: για παράδειγμα, η ανισότητα συσχετίζεται με βραδύτερη ανάπτυξη και καθυστερημένη καινοτομία, και η απουσία της συνδέεται με την δημιουργικότητα, την καινοτομία, και συνεπώς την οικονομική ανάπτυξη.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό που τονώνει την εθνική ανταγωνιστικότητα είναι η κοινή και συνεκτική εθνική ταυτότητα. Οι πιο ανταγωνιστικές κοινωνίες οικοδομούν τα επιτεύγματά τους στα θεμέλια μιας ισχυρής κοινής ομαδικής ταυτότητας —σε σύγχρονα περιβάλλοντα, μια αίσθηση εθνικότητας. Αυτή η κοινή ταυτότητα όχι μόνο βοηθά τα έθνη να αποφύγουν τα ανταγωνιστικά μειονεκτήματα του πολιτικού και εθνοτικού κατακερματισμού και των συγκρούσεων, αλλά τους δίνει επίσης την δυνατότητα να συγκεντρώσουν λαϊκή υποστήριξη για ανταγωνιστικές προσπάθειες. Ο ιστορικός David Landes διατύπωσε όμορφα την δύναμη μιας κοινής και συνεκτικής εθνικής ταυτότητας στο [βιβλίο] The Wealth and Poverty of Nations:

«Η Βρετανία είχε το πρώτο πλεονέκτημα να είναι έθνος. Με αυτό δεν εννοώ απλώς το βασίλειο ενός ηγεμόνα, όχι απλώς ένα κράτος ή μια πολιτική οντότητα, αλλά μια αυτοσυνείδητη, συνειδητοποιημένη ενότητα που χαρακτηρίζεται από κοινή ταυτότητα και πίστη και από ισότητα στην πολιτική κατάσταση. Τα έθνη μπορούν να συμβιβάσουν τον κοινωνικό σκοπό με τις ατομικές φιλοδοξίες και πρωτοβουλίες και να βελτιώσουν την απόδοση με την συλλογική τους συνέργεια. … Οι πολίτες ενός έθνους θα ανταποκριθούν καλύτερα στην κρατική ενθάρρυνση και πρωτοβουλίες. … Τα έθνη μπορούν να ανταγωνιστούν».

Αυτή η ίδια δυναμική τροφοδότησε την άνοδο πολλών άλλων ανταγωνιστικών δυνάμεων σε όλη την ιστορία. Για παράδειγμα, η άνοδος της Ιαπωνίας στην βιομηχανική και στρατιωτική εξέχουσα θέση τόσο στην [εποχή της αυτοκρατορίας του] Μεϊτζί όσο και στην περίοδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο [3] οδηγήθηκε εν μέρει από μια ενοποιητική εθνική ταυτότητα. Αυτή η ταυτότητα ήταν πάντα περιπεπλεγμένη από εσωτερικές συζητήσεις για την αληθινή φύση του ιαπωνικού χαρακτήρα, αλλά παρόλα αυτά ενθάρρυνε ένα εθνικό πνεύμα κοινής προσπάθειας και θυσίας.

Οι πολύ ανταγωνιστικές κοινωνίες τείνουν επίσης να επωφελούνται από κάποια εκδοχή ενός δραστήριου κράτους: μια συνεκτική, ισχυρή, στοχευμένη, και αποτελεσματική κυβέρνηση που επενδύει σε εθνικές ικανότητες και ευεργετικές κοινωνικές ιδιότητες. Τα ενεργά κράτη έχουν πάρει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικές χώρες και σε διαφορετικές εποχές, ωστόσο γενικά έχουν καλλιεργήσει δημόσιους και ιδιωτικούς θεσμούς που είναι απαραίτητοι για την οικονομική επιτυχία και την κοινωνική σταθερότητα. Αυτό σήμαινε την ανάληψη ευθύνης για την ανάπτυξη υπό το κράτος, την καλλιέργεια του ιδιωτικού τομέα, την διασφάλιση της εθνικής σταθερότητας, την προώθηση ισχυρών εκπαιδευτικών συστημάτων, την διασφάλιση επαρκών αγορών για επαναστατικές τεχνολογίες, και την συγκέντρωση εθνικής θέλησης σε κρίσιμες στιγμές. Το πιο προφανές παράδειγμα ενός ενεργού κράτους που δημιουργεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πρώιμη βιομηχανική πολιτική τους έως τη μεταγενέστερη κρατική υποστήριξη της Έρευνας και Ανάπτυξης και των ειδικών τεχνολογιών. Οι πόλεις-κράτη της Ιταλικής Αναγέννησης και το σύγχρονο Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιαπωνία είναι επίσης καλά παραδείγματα. Αντίθετα, η Ισπανία των Αψβούργων και η ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία [4] δεν ανέπτυξαν ποτέ συνεκτικές, ανθεκτικές στον χρόνο προσεγγίσεις για την χρηματοδότηση βασικών στοιχείων της εθνικής ισχύος, και ως αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητά τους υπέφερε.

Οι οικονομολόγοι έχουν καταγράψει δεκάδες τρόπους με τους οποίους τα δραστήρια κράτη συνέβαλαν καταλυτικά στην ανάπτυξη στα σύγχρονα έθνη. Η Mariana Mazzucato [5], για παράδειγμα, έχει δείξει πόσο σημαντική ήταν η κρατική υποστήριξη για σημαντικές προόδους στην τεχνολογία των πληροφοριών, την πράσινη ενέργεια, και τα φαρμακευτικά προϊόντα. Το Διαδίκτυο και η τεχνολογία GPS αναπτύχθηκαν εν μέρει από προγράμματα στον Οργανισμό Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων Άμυνας των ΗΠΑ (U.S. Defense Advanced Research Projects Agency), και η κρατική υποστήριξη βοήθησε στην ανάπτυξη δεκάδων άλλων τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένης της πυρηνικής ενέργειας και των προηγμένων συστημάτων αεροπορίας.

Το δραστήριο κράτος με την σειρά του βασίζεται σε ένα άλλο χαρακτηριστικό των ανταγωνιστικών κοινωνιών: τους αποτελεσματικούς κοινωνικούς θεσμούς. Όπως έχουν δείξει οι οικονομολόγοι Daron Acemoglu, Douglass North, και James Robinson, οι ισχυροί και χωρίς αποκλεισμούς θεσμοί προάγουν την οικονομική ανάπτυξη, ενισχύουν τη νομιμοποίηση του κράτους, ανταποκρίνονται στις κοινωνικές προκλήσεις, και παράγουν αποτελεσματική στρατιωτική ισχύ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο [6], για παράδειγμα, ένα εθνικό κοινοβούλιο αιώνων, ο ισχυρός χρηματοοικονομικός τομέας, και ένα ισχυρό ναυτικό συνέβαλαν στην οικονομική και γεωπολιτική άνοδο της χώρας. Η παρακμή και η τελική κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, από την άλλη πλευρά, αποκάλυψε τι συμβαίνει όταν οι θεσμοί γίνονται διεφθαρμένοι και αναποτελεσματικοί. Όπως συμβαίνει με όλα τα χαρακτηριστικά που συνδέονται με το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, οι αποτελεσματικοί κοινωνικοί θεσμοί από μόνοι τους δεν αρκούν για να εξηγήσουν την εθνική επιτυχία ή την αποτυχία. Για να έχουν σημασία, πρέπει να συνδυάζονται με ευρύτερες αξίες και συνήθειες.

Οι περισσότερες ανταγωνιστικές κοινωνίες μοιράζονται ένα ακόμη χαρακτηριστικό: τείνουν να δίνουν μεγάλη κοινωνική έμφαση στη μάθηση και την προσαρμογή. Πυροδοτούνται από την παρόρμηση να δημιουργήσουν, να εξερευνήσουν, και να μάθουν. Αντί να δεσμεύονται από την ορθοδοξία και την παράδοση, ασπάζονται την προσαρμογή και τον πειραματισμό και είναι ανοιχτές σε καινοτομίες στην δημόσια πολιτική, σε επιχειρηματικά μοντέλα, σε στρατιωτικές έννοιες και δόγματα, καθώς και στην τέχνη και τον πολιτισμό. Σε όλη την ιστορία —από την Αθήνα ως την Ρώμη και μέχρι την βιομηχανική Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες— η ανταγωνιστική επιτυχία συσχετίστηκε στενά με την ευρεία διανοητική περιέργεια και την δέσμευση στη μάθηση. Πιο πρόσφατες μελέτες παρέχουν στοιχεία για μια θετική σχέση μεταξύ της δέσμευσης στην σύγχρονη τεχνολογική εκπαίδευση και της ανάπτυξης και της καινοτομίας, καθώς και μιας σχέσης μεταξύ του εκπαιδευτικού επιτεύγματος και της ανάπτυξης.

Αποφοίτηση από το Πανεπιστήμιο του Cambridge στο Ηνωμένο Βασίλειο, τον Φεβρουάριο του 2011. Kieran Dodds / Panos Pictures / Redux
 

-------------------------------------------------------------

Τέλος, τα περισσότερα δυναμικά και ανταγωνιστικά έθνη ενσωματώνουν σημαντικό βαθμό ποικιλομορφίας και πλουραλισμού. Ένα ευρύ φάσμα εμπειριών και προοπτικών βοηθά στην δημιουργία περισσότερων ιδεών και ταλέντων που με την σειρά τους υποστηρίζουν την εθνική ισχύ. Ο πλουραλισμός ενισχύει επίσης οργανισμούς, όπως εταιρείες και στρατιωτικούς κλάδους, αναγκάζοντάς τους να συμβαδίζουν με τον ανταγωνισμό. Η διαφορετικότητα παίρνει πολλές μορφές: ακόμη και εθνικά και φυλετικά ομοιογενή έθνη, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο της βικτωριανής εποχής ή η σύγχρονη Ιαπωνία, μπορούν ακόμα να παράγουν μεγάλη πολιτική και εμπορική ποικιλία που οδηγεί την εθνική ανταγωνιστικότητα.

Η ποικιλομορφία με την σύγχρονη έννοια υπόσχεται επίσης πιθανά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Οι κοινωνίες-χωνευτήρι τείνουν να μην υιοθετούν τα είδη των άκαμπτων ορθοδοξιών που καταστέλλουν τον ανταγωνισμό και την καινοτομία, και η ικανότητά τους να αφομοιώνουν τους ξένους τις διευκολύνει να προσελκύουν ταλέντα από το εξωτερικό. Αυτά τα πλεονεκτήματα έχουν βοηθήσει πολλές μεγάλες δυνάμεις να ανεβούν και να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, και η συμβολή τους στην εθνική ζωτικότητα επιβεβαιώνεται από ένα βουνό εμπειρικής έρευνας σχετικά με την διαφορετικότητα στους οργανισμούς.

ΜΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΗΜΕΝΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Καθένα από αυτά τα επτά χαρακτηριστικά συνδέεται με την εθνική ανταγωνιστικότητα, αλλά ούτε και οι κοινωνίες που καμαρώνουν για όλα αυτά δεν μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμη επιτυχία. Τα έθνη που επικρατούν σε μακροχρόνιους ανταγωνισμούς πρέπει να επιτύχουν ισορροπία σε κάθε χαρακτηριστικό, καθώς όλα αυτά τα πλεονεκτήματα μπορεί να περιπέσουν σε υπερβολή και να μετατραπούν σε ζημιά. Αυτό ισχύει ίσως περισσότερο για τις εθνικές φιλοδοξίες, οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν τα έθνη να επεκταθούν υπερβολικά. Αλλά ισχύει και για τα άλλα χαρακτηριστικά. Οι προσπάθειες για την οικοδόμηση ενός δραστήριου κράτους μπορούν, για παράδειγμα, να δημιουργήσουν μια συγκεντρωτική ατζέντα που συμπυκνώνεται σε αυταρχισμό και μισαλλοδοξία. Οι αποτελεσματικοί θεσμοί μπορεί να γίνουν διογκωμένες και ασφυκτικές γραφειοκρατίες. Ο υπερβολικός πλουραλισμός μπορεί να διαλύσει την εθνική ενότητα. Ως εκ τούτου, τα περισσότερα δυναμικά και επιτυχημένα έθνη έχουν επιδιώξει και τα επτά βασικά χαρακτηριστικά με υγιές μέτρο.

Έχουν επίσης επιτρέψει στα χαρακτηριστικά να ενισχύουν το ένα το άλλο. Το πιο ισχυρό πλεονέκτημα κάθε χαρακτηριστικού δεν προκύπτει από τις επιμέρους συνέπειές του αλλά από την συνδυασμένη επίδρασή του με εκείνες των άλλων. Η εθνική φιλοδοξία και η κουλτούρα μάθησης και προσαρμογής αλληλοενισχύονται έντονα, όπως και ένα δραστήριο κράτος και οι αποτελεσματικοί θεσμοί. Οι ευκαιρίες για όλους πρέπει να συνδυαστούν με κάποια ποικιλομορφία και πλουραλισμό για να αποκτήσουν την πραγματική τους αξία. Αυτή η συνταγή εθνικής επιτυχίας, με αλληλοενισχυόμενα συστατικά, εμφανίζεται σε όλες τις ανταγωνιστικά κυρίαρχες κοινωνίες, επιτρέποντας κάποιες διαφορές ανάλογα με την εποχή και την προσέγγιση. Συνδυάζει ισχυρές εθνικές φιλοδοξίες που υποστηρίζονται από το κράτος με ποικίλο και διαφοροποιημένο ανθρώπινο κεφάλαιο, αποτελεσματικούς κοινωνικούς θεσμούς και κράτος δικαίου, πνεύμα διαμοιρασμένης εθνικής κοινότητας, και βαθύ σεβασμό για τον πειραματισμό και τις νέες ιδέες.

Προκειμένου αυτή η συνταγή να έχει ανταγωνιστική επιτυχία, μια κοινωνία πρέπει να έχει μια τάξη ελίτ που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό. Τα έθνη αποκτούν τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα από μια δραστήρια προσανατολισμένη στο κοινό ελίτ που είναι αντιπροσωπευτική της ευρύτερης κοινωνίας και συνδέεται με αυτήν μέσω οδών κοινωνικής κινητικότητας. Όμως, όταν η ελίτ ενός έθνους, ή μεγάλο μέρος της, διαφθαρεί ή επιδίδεται σε συμπεριφορές που αναζητούν προσόδους, η ζωντάνια, η ανθεκτικότητα, και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αυτού του έθνους θα διαβρωθούν. Με κρίσιμο τρόπο, η ποιότητα της ελίτ ενός έθνους παίζει ζωτικό ρόλο στον καθορισμό της νομιμοποίησης των κυβερνητικών θεσμών του. Όπου οι ελίτ θεωρούνται διεφθαρμένες [7] και με ιδιοτελή συμφέροντα παρά αφοσιωμένες στο δημόσιο καλό, οι κοινωνίες και οι θεσμοί που τις κυβερνούν συχνά ατροφούν ή καταρρέουν.

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΡΥΦΩΣΗ;

Όλα αυτά θα πρέπει να κάνουν τους Αμερικανούς ηγέτες να σταματήσουν [για να σκεφθούν]. Στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέκτησαν την συνταγή της εθνικής ανταγωνιστικότητας καλύτερα από οποιοδήποτε έθνος στην ιστορία. Και ακόμη και τώρα, πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας συνεχίζουν να εμφανίζουν έντονα στοιχεία των επτά βασικών χαρακτηριστικών: της κοινωνικής κινητικότητας, της διαφορετικότητας, και του πολιτικού πλουραλισμού, ειδικότερα. Επιπλέον, παρά τα προβλήματά τους, οι θεσμοί της κυβέρνησης των ΗΠΑ από το τοπικό έως το ομοσπονδιακό επίπεδο εξακολουθούν να κατατάσσονται ψηλά στις παγκόσμιες αξιολογήσεις διαφάνειας και αποτελεσματικότητας. Υπάρχουν όμως και σοβαροί λόγοι ανησυχίας. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίσουν στην τρέχουσα τροχιά τους, θα κινδυνεύσουν να αποδυναμώσουν ή ακόμα και να χάσουν πολλά από τα χαρακτηριστικά που τα τελευταία 75 χρόνια τις έχουν κάνει την κυρίαρχη δύναμη στον κόσμο.

Τέσσερα από τα επτά χαρακτηριστικά κινδυνεύουν ιδιαίτερα. Το ένα είναι η εθνική βούληση και φιλοδοξία. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι οι νεότεροι Αμερικανοί δεν βλέπουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις αξίες τους, ή τις φιλοδοξίες τους με τον ίδιο τρόπο όπως οι μεγαλύτερης ηλικίας Αμερικανοί. Για παράδειγμα, μια έρευνα του Ιδρύματος Eurasia Group το 2019, διαπίστωσε ότι το 55% των Αμερικανών μεταξύ 18 και 29 ετών δεν πιστεύουν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι «εξαιρετικές», σε σύγκριση με μόνο το 25% των Αμερικανών άνω των 60 ετών. Η πίστη στην αμερικανική εξαιρετικότητα δεν είναι το ίδιο με την φιλοδοξία, φυσικά, αλλά δείχνει εμπιστοσύνη στην εθνική αποστολή. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλές έρευνες που δείχνουν αυξανόμενο λαϊκό σκεπτικισμό σχετικά με την ανάγκη προβολής της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ στο εξωτερικό, η μειωμένη εμπιστοσύνη των Αμερικανών στην εθνική τους αποστολή υποδηλώνει μια χώρα που είναι λιγότερο σίγουρη από όσο ήταν κάποτε. Σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, οι δημοσκοπήσεις αποκαλύπτουν ότι οι Αμερικανοί έχουν γενικά λιγότερη πίστη στο μέλλον και στους κύριους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς τους απ' όσο εδώ και μισό αιώνα. Τέτοιου είδους αποτελέσματα ερευνών πάντα αυξομειώνονταν και οι Αμερικανοί έχουν ελάχιστη πίστη σε ορισμένους θεσμούς, όπως το Κογκρέσο, εδώ και πολλές δεκαετίες. Αλλά συνολικά, οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια εικόνα ενός έθνους που δεν είναι πλέον σίγουρο για τον εαυτό του, πόσω μάλλον για το δικαίωμα και το καθήκον του να επιβάλει την θέλησή του στον κόσμο.

Η κοινή εθνική ταυτότητα των Ηνωμένων Πολιτειών [8] μπορεί να βρίσκεται σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο. Όλο και περισσότερο, τα δεδομένα δημοσκοπήσεων και άλλες παρατηρήσιμες τάσεις -όπως η «συνειρμική ταξινόμηση» (associative sorting) κατά την οποία οι άνθρωποι μετακινούνται για να ζήσουν πιο κοντά σε άλλους που διατηρούν παρόμοιες απόψεις- υποδηλώνουν ότι η χώρα χωρίζεται σε αμοιβαία καχύποπτα στρατόπεδα με λίγα κοινά σημεία. Αυτός ο εθνικός κατακερματισμός έχει επιταχυνθεί από ένα απομονωμένο περιβάλλον πληροφοριών που επιτρέπει στην παραπληροφόρηση και τις θεωρίες συνωμοσίας να ευδοκιμήσουν.

Εισβάλλοντας στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ στην Ουάσιγκτον, τον Ιανουάριο του 2021. Ashley Gilbertson / VII / Redux
 

----------------------------------------------------------

Οι κοινές ευκαιρίες δείχνουν επίσης σημάδια εξασθένισης. Η ανισότητα αυξάνεται και η κινητικότητα μεταξύ των γενεών φαίνεται να έχει σταματήσει. Όπως έχουν δείξει ο οικονομολόγος Raj Chetty και οι συνεργάτες του στο πρόγραμμα Opportunity Insights του Harvard, μόνο οι μισοί νέοι σήμερα κερδίζουν περισσότερα από τους γονείς τους, σε σύγκριση με το 90% των ανθρώπων που γεννήθηκαν το 1940. Προσπάθειες να καλυφθούν τα κενά ευκαιριών σε τομείς όπως η πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια (venture capital) δεν ήταν επαρκή για να αντιστρέψουν αυτές τις ανησυχητικές τάσεις. Στην καλύτερη περίπτωση, το επίπεδο των κοινών ευκαιριών έχει φτάσει σε ένα σταθερό επίπεδο, και μπορεί κάλλιστα να υποχωρήσει μετά από δεκαετίες προόδου.

Τέλος, το πνεύμα της μάθησης και της προσαρμογής στις Ηνωμένες Πολιτείες απειλείται ολοένα και περισσότερο από το διαβρωτικό περιβάλλον πληροφοριών. Οι ανταγωνιστικές κοινωνίες είναι οργανισμοί που επεξεργάζονται πληροφορίες των οποίων τα διάφορα συστατικά λαμβάνουν γνώσεις για τον κόσμο και τις μετατρέπουν σε συμπεριφορές. Ωστόσο, η αγορά πληροφοριών των ΗΠΑ έχει διαφθαρεί, εν μέρει λόγω των τεράστιων ποσοτήτων παραπληροφόρησης [9] που ξεχειλίζουν μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του εντυπωσιασμού των μέσων ενημέρωσης, του κατακερματισμού των πηγών πληροφοριών, και της εμφάνισης μιας ηθικής «τρολαρίσματος» που ενθαρρύνει την εχθρότητα και την κακία στον δημόσιο λόγο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να επιδεικνύουν σαφείς κοινωνικές δυνάμεις. Ωστόσο, στοιχεία (data) για θέματα τόσο ποικίλα όπως η εκρηκτική άνοδος των γραφειοκρατικών και διοικητικών λειτουργιών σε πολλούς δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς των ΗΠΑ και το αυξανόμενο ποσοστό των επενδύσεων που αφιερώνονται στην λεγόμενη εξόρυξη αξίας (value extraction), μεταξύ άλλων μέσω εξαγορών μετοχών, υποδηλώνουν ότι η χώρα μπορεί να ζει εκμεταλλευόμενη τα συσσωρευμένα οφέλη από μακροχρόνια πλεονεκτήματα αντί να δημιουργεί νέες ανταγωνιστικές δυνάμεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζουν ορισμένα από τα χαρακτηριστικά μιας άλλοτε κυρίαρχης δύναμης που έχει περάσει την ανταγωνιστική της ακμή: με ορισμένα σημαντικά μέτρα, είναι αυτάρεσκες, εξαιρετικά γραφειοκρατικές, και αναζητούν βραχυπρόθεσμα κέρδη και προσόδους αντί για μακροπρόθεσμες παραγωγικές προόδους. Είναι κοινωνικά και πολιτικά διχασμένες, έχουν επίγνωση της ανάγκης για μεταρρυθμίσεις αλλά δεν θέλουν ή δεν μπορούν να τις πραγματοποιήσουν, και υποφέρουν από απώλεια πίστης στο κοινό εθνικό εγχείρημα που κάποτε τις κινητοποιούσε.

Την ίδια στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν σε ορισμένες από τις κοινωνικές τους δυνάμεις να ατροφήσουν, ο πλησιέστερος αντίπαλός τους -η Κίνα- έχει δημιουργήσει [10] τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις σε ορισμένους τομείς, αλλά επίσης επέτρεψε σε δυνητικά θανατηφόρες αδυναμίες να εξασθενήσουν σε άλλους [τομείς]. Η Κίνα επωφελείται σαφώς από μια ισχυρή εθνική βούληση και φιλοδοξία, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο, και από μια ενοποιημένη εθνική ταυτότητα μεταξύ μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Έχει ένα ενεργό κράτος που διοχετεύει πόρους σε ανθρώπινο κεφάλαιο, Έρευνα και Ανάπτυξη, υψηλή τεχνολογία, και υποδομές. Οι επαρχιακές και τοπικές κυβερνήσεις της προσφέρουν θεωρητικά πλατφόρμες για ζωηρά, πλουραλιστικά πειράματα στην κοινωνική πολιτική. Η Κίνα έχει μια περήφανη παράδοση στη μάθηση και την εκπαίδευση, και τα κυβερνητικά της όργανα φαίνεται να έχουν υψηλό βαθμό νομιμοποίησης: στο 2022 Edelman Trust Barometer, μια διαδικτυακή έρευνα της κοινής γνώμης σε 28 χώρες, η Κίνα κατέκτησε την κορυφή της κατάταξης για τον μέσο όρο επιπέδων εμπιστοσύνης σε μη κυβερνητικούς οργανισμούς, επιχειρήσεις, κυβέρνηση, και μέσα ενημέρωσης. Κατά κάποιο τρόπο, επομένως, η Κίνα φαίνεται να καλλιεργεί έναν ισχυρό συνδυασμό βασικών χαρακτηριστικών για ανταγωνιστική επιτυχία και να τοποθετείται για να κάνει ένα άλμα μπροστά από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι η Κίνα μπορεί να σκοντάψει [11]. Οι ευκαιρίες εκεί είναι ευρέως διασπαρμένες αλλά εξακολουθούν να είναι περιορισμένες: η ανισότητα αυξάνεται, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κατατάσσει την Κίνα στην 106η θέση από 153 χώρες όσον αφορά την ισότητα των φύλων, και οι νέοι ανησυχούν ολοένα και περισσότερο για την έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Στους Δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι οποίοι μετρούν την ποιότητα της διακυβέρνησης, η Κίνα εξακολουθεί να υστερεί έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Κίνα έχει μικρή ποικιλομορφία και δείχνει ακόμη λιγότερο ενδιαφέρον να την υιοθετήσει. Το πιο κρίσιμο είναι ότι η Κίνα δεν επιτυγχάνει μια υγιή ισορροπία αυτών των βασικών χαρακτηριστικών. Η φιλοδοξία της γίνεται υπερβολική και αυτοκαταστροφική. Η περήφανη εθνική της ταυτότητα θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια ξενοφοβική και αποκλειστική ταυτότητα που περιορίζει τη μάθηση από το εξωτερικό. Το κινεζικό κράτος γίνεται επίσης υπερκινητικό, επιδιώκοντας να κυριαρχήσει σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, πνίγοντας την πολιτική καινοτομία και προσαρμογή, και επιβάλλοντας άκαμπτες ορθοδοξίες που καταπνίγουν την ελεύθερη έρευνα και την καινοτομία. Αυτές οι τάσεις, μαζί με άλλες γνωστές προκλήσεις -συμπεριλαμβανομένης της ραγδαίας γήρανσης του πληθυσμού και του αυξανόμενου χρέους- θα πρέπει να είναι ανησυχητικά σημάδια για την Κίνα.

ΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑ ΘΕΛΗΣΗΣ

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα προειδοποιητικά σημάδια έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση, υποδηλώνοντας μια άλλοτε κυρίαρχη δύναμη που πήζει στην ακινησία. Παρόμοια σημάδια έχουν προηγηθεί της παρακμής πολλών άλλων μεγάλων δυνάμεων και πολιτισμών που έχασαν την ανταγωνιστική θέση τους. Η διαδικασία είναι ένας δηλητηριώδης κύκλος, η αντίστροφη εικόνα της θετικής ενίσχυσης μεταξύ των ευεργετικών χαρακτηριστικών που δημιουργούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι ευκαιρίες σωρεύονται. Η εθνική θέληση υποχωρεί καθώς μια κοινωνία είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της και γραπώνεται από νέες ορθοδοξίες, χάνοντας μέρος της ορμής της για διεθνή επιτεύγματα και εγχώρια πνευματική, κοινωνική, και επιστημονική πρόοδο. Η ενότητα κατακερματίζεται κάτω από πιέσεις κομματικές ή ιδεολογικές. Οι κοινωνικοί θεσμοί γίνονται αδύναμοι και ανίκανοι ή αυταρχικοί και υπερβολικά γραφειοκρατικοί. Το ενεργό κράτος μπλοκάρει και αδυνατεί να αναλάβει τολμηρή δράση για να λύσει προβλήματα ή να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες.

Για να διατηρήσουν το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσως να μην χρειάζονται τίποτα λιγότερο από ένα νέο εθνικό σχέδιο για να αναζωογονήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά τους. Η μελέτη μας στην RAND δεν σχεδιάστηκε για να δημιουργήσει συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, αλλά τα ευρήματά της υποδηλώνουν τι θα απαιτούσε μια τέτοια πρωτοβουλία. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να περιλαμβάνει μια ανανεωμένη δέσμευση για την διασφάλιση των ευκαιριών για όλους και για την απελευθέρωση της εθνικής δημιουργικότητας και δύναμης που υπάρχει σε τμήματα του πληθυσμού που υπο-εξυπηρετούνται και δεν παρουσιάζουν επιτυχία. Για να καλλιεργήσουν μια κοινή αμερικανική ταυτότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει επίσης να βρουν τρόπους για να γιορτάσουν την αμερικανική εθνική κοινότητα και κουλτούρα -και να προωθήσουν θαρραλέα ενοποιητικά θέματα της αμερικανικής ιστορίας και πολιτισμού- ενώ θα αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα του παρελθόντος τους. Και θα πρέπει να αγκαλιάσουν έναν ανανεωμένο, αν και περιορισμένο και στοχευμένο, ενεργό ρόλο για το κράτος ενθαρρύνοντας την έρευνα, την καινοτομία, και τα νέα μοντέλα μάθησης˙ να διεξάγουν πόλεμο κατά της γραφειοκρατικής υπερβολής και των διοικητικών περιορισμών στην δημιουργικότητα στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα˙ και να κάνουν περισσότερα για την καταπολέμηση της παραπληροφόρησης.

Μια τέτοια ατζέντα θα ήταν εντελώς ακομμάτιστη. Μερικές από αυτές τις απαραίτητες πρωτοβουλίες —αυτές που προωθούν μια ζωηρή εμπορική αγορά και μια ισχυρή αίσθηση εθνικής κοινότητας και ταυτότητας, για παράδειγμα— συνδέονται συχνά με συντηρητικές ατζέντες. Άλλες θεωρούνται πιο συχνά ως προοδευτικές προτεραιότητες, συμπεριλαμβανομένων των προσπαθειών για ευρύτερη κοινή χρήση ευκαιριών και ενδυνάμωση ενός ενεργού κράτους για την διαμόρφωση αγορών για το κοινό καλό. Το ότι υπάρχει κάτι για τον καθένα ίσως να οφείλεται στο ότι τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που οδήγησαν τις Ηνωμένες Πολιτείες στην κυριαρχία αντανακλούσαν πάντα έναν παραγωγικό και υγιή συνδυασμό προτεραιοτήτων από όλο το πολιτικό φάσμα: μια ακομμάτιστη άποψη για το αμερικανικό μεγαλείο που είναι απαραίτητο να ανακτηθεί σήμερα.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι πολύ πραγματικές. Στις απειλές από την Κίνα και την Ρωσία [12] δεν πρέπει να δοθεί υπερβολική έμφαση, αλλά και οι δύο χώρες έχουν στόχους που είναι αντίθετοι με τα αμερικανικά συμφέροντα και αξίες και με την διεθνή μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τάξη που έχει εξυπηρετήσει τόσο καλά τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά η επικρατούσα άποψη για το τι πρέπει να κάνει η Ουάσιγκτον ως απάντηση -ένταση των επενδύσεων σε στρατιωτική ισχύ και υιοθέτηση μιας νέας εκστρατείας για τον περιορισμό της ρωσικής και κινεζικής ισχύος- είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο ένα μέρος της απάντησης. Τέτοιες προσπάθειες θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν αντιπαραγωγικές εάν εκτείνουν υπερβολικά τις Ηνωμένες Πολιτείες ή παραγάγουν νέες μορφές εγχώριας καταστολής και ορθοδοξίας. Πολύ πιο σημαντική είναι μια αποφασιστική εθνική προσπάθεια να αναζωογονηθούν οι ιδιότητες που έκαναν τις Ηνωμένες Πολιτείες τη μεγαλύτερη μηχανή ανταγωνιστικού δυναμισμού στην ιστορία.

Το 2005, ο ιστορικός Κένεθ Μπάρτλετ τελείωσε μια σειρά διαλέξεων για την Ιταλική Αναγέννηση με μια μελαγχολική σκέψη για τα αίτια της εθνικής στασιμότητας και παρακμής:
«Η Αναγέννηση τελείωσε γιατί τα σύνολα των συμπεριφορών, των πεποιθήσεων, και της αυτοπεποίθησης, αυτός ο δυναμωτικός μύθος που [ήταν] η κινητήρια δύναμη της αναγεννησιακής σκέψης, απλώς έπαψαν να λειτουργούν. Η Αναγέννηση δεν μπορούσε να συνεχίσει με τη μορφή που είχε. Δεν μπορούσε να διατηρηθεί γιατί τελικά η αποτυχία δεν ήταν στρατιωτική, πολιτική, ή οικονομική, αν και όλα αυτά παρείχαν το πλαίσιο της πραγματικά μεγάλης αποτυχίας η οποία ήταν ψυχολογική: Η αποτυχία της θέλησης, η αποτυχία να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις στις οποίες οι Ιταλοί γνώριζαν ότι βρίσκονταν μέσα, η απόφαση -η σκληρή απόφαση, και η απόφαση που είναι τόσο φυσική στην ανθρώπινη φύση- να αποδεχτούν αυτό που είναι γνωστό και ασφαλές και σταθερό».

Αυτή η μοιραία απόφαση έσβησε μεγάλο μέρος της πνευματικής φωτιάς που είχε τροφοδοτήσει την αξιοσημείωτη πρόοδο [εκείνης] της περιόδου. Σύμφωνα με τα λόγια του Bartlett, σκότωσε τον «αυτοενισχυόμενο ενεργοποιητικό μύθο» που είχε οδηγήσει τους Ιταλούς «να κάνουν τόσο σπουδαία πράγματα, να επεκτείνουν την ανθρώπινη εμπειρία τόσο πολύ, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα». Αυτή η πηγή μεγαλείου ήταν πολύ ευρύτερη και πιο θεμελιώδης από την οικονομική ανάπτυξη ή την στρατιωτική ισχύ. Ήταν ο ουσιαστικός δυναμισμός και η ζωντάνια μιας κοινωνίας. Και όταν ξαφνικά εξατμίστηκε, άφησε την Ιταλία χωρίς φιλοδοξίες ή δέσμευση στη μάθηση, να φοβάται τον πειραματισμό και την καινοτομία, και αιχμάλωτη από τις ελίτ που ασχολούνταν με την εξουσία και το κέρδος πάνω από όλα.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν έναν εντυπωσιακά παρόμοιο κίνδυνο σήμερα. Η πρωταρχική απειλή για τον δυναμισμό και την ανταγωνιστική θέση των ΗΠΑ δεν προέρχεται από έξω αλλά από μέσα: από αλλαγές στον χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας. Η επόμενη μεγάλη πρόκληση για τις Ηνωμένες Πολιτείες θα είναι να παρακινήσουν μια νέα εποχή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, μια εποχή που μπορεί να αναζωογονήσει τις ιδιότητες που ενίσχυσαν την άνοδο της χώρας τον περασμένο αιώνα, καθώς και να τις διατηρήσει στον επόμενο. Όπως συνέβη για την Ιταλία στο τέλος της Αναγέννησης, το ύστατο ζήτημα για τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι η κατανόηση ή η ικανότητα να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο εγχείρημα. Το ζήτημα αφορά στην θέληση: εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τις δεξαμενές δημιουργικής αποφασιστικότητας, εθνικής αλληλεγγύης, και πολιτικής αποφασιστικότητας για να ανταποκριθούν σε αυτή την βαριά πρόκληση.

Ο MICHAEL J. MAZARR είναι ανώτερος Πολιτικός Επιστήμων στην RAND Corporation.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74014/michael-j-mazarr/ti-kanei-mia-dynami-megali?page=show

https://www.foreignaffairs.com/articles/united-states/2022-06-21/what-makes-a-power-great

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum