Μεταξύ αυτών, όπως
αναφέρεται σε ρεπορτάζ
της «Καθημερινής»,
προτείνονται η
µετατόπιση της ζήτησης
στις ώρες υπερπροσφοράς
των ΑΠΕ, η συγκράτηση σε
εύλογα επίπεδα του
κόστους ρυθµιζόµενων
χρεώσεων που σχετίζονται
µε την ανάπτυξη δικτύων
σε συνδυασµό µε τη
σταδιακή µείωσή έως την
εξάλειψη των χρεώσεων
που σχετίζονται µε τις
ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) και την
επιδότηση των
καταναλώσεων στα νησιά
(ΥΚΩ). Επίσης, µέσω της
µεταφοράς του χαµηλού
κόστους ΑΠΕ στον τελικό
καταναλωτή µε PPAs και
ανάπτυξη αυτοπαραγωγής
κατά το µοντέλο των
δράσεων που έχουν
σχεδιαστεί για την
τοπική αυτοδιοίκηση.
Το µέσο κόστος
ηλεκτρικού ρεύµατος,
σύµφωνα µε τις
προβλέψεις του ΕΣΕΚ, θα
βαίνει µειούµενο καθώς
θα διεισδύουν οι ΑΠΕ και
θα αποσβένονται οι
επενδύσεις, ωστόσο λόγω
της στοχαστικότητας των
ΑΠΕ, θα υπάρχουν έντονες
διακυµάνσεις στις τιµές,
τόσο εποχιακές όσο και
εντός της ηµέρας. Οι
προβολές του ΕΣΕΚ
δείχνουν υψηλές τιµές
την πρώτη περίοδο της
ενεργειακής µετάβασης
(20252030) σε ένα εύρος
της τάξης των 145-139
ευρώ/MWh και σταδιακή
αποκλιµάκωση στη
συνέχεια, για να φτάσουν
στο τέλος της περιόδου
(2050) στα 96 ευρώ/ MWh.
Με προϋπόθεση το ύψος
των τιµών και
συνολικότερα την
ελαχιστοποίηση του
κόστους της ενεργειακής
µετάβασης, ο στρατηγικός
σχεδιασµός για το Net
Zero το 2050 µεταφέρει
από τη δεύτερη περίοδο
και µετά την επιτάχυνση
του εξηλεκτρισµού κλάδων
που χαρακτηρίζεται
δύσκολη η
απανθρακοποίησή τους
(hard to abate), όπως η
βαριά βιοµηχανία και οι
µεταφορές, αναµένοντας
την ωρίµανση νέων
τεχνολογιών όπως το
υδρογόνο.
Στη βιοµηχανία, ειδικά
στους τοµείς που δεν
έχουν εναλλακτική λύση
(τσιµεντοβιοµηχανία,
διυλιστήρια)
ενθαρρύνονται και
διευκολύνονται τα
προγράµµατα δέσµευσης
και αποθήκευσης ή χρήσης
CO2, για τα οποία έχουν
εγκριθεί και κοινοτικές
χρηµατοδοτήσεις. Η
αποθήκευση CO2
προβλέπεται να λάβει
χώρα στα υποθαλάσσια
εξαντληµένα κοιτάσµατα
πετρελαίου του Πρίνου
(υπάρχει σχετικό έργο σε
ωρίµανση) ενώ
εξετάζονται ο εντοπισµός
και η ανάπτυξη και άλλων
κατάλληλων γεωλογικών
σχηµατισµών σε αποθήκες
CO2 ή και η αποθήκευση
σε άλλους γεωλογικούς
σχηµατισµούς γειτονικών
χωρών. Η ανάγκη για
διείσδυση υδρογόνου στη
βιοµηχανία εκτιµάται ότι
είναι περιορισµένη και
τα επόµενα χρόνια.
Ενδεικτικά, σήµερα
σχετική ανάγκη
παρουσιάζεται µόνο για
µία µονάδα αµµωνίας (η
οποία βάσει των
υποθέσεων του ΕΣΕΚ θα
χρησιµοποιεί πράσινο
υδρογόνο από το 2035).
Παράλληλα, τα δύο
υφιστάµενα διυλιστήρια
προχωρούν ήδη στην
υλοποίηση επενδύσεων που
θα επιτρέψουν τη
µετατροπή του «γκρι»
υδρογόνου που παράγουν
σε «µπλε» (δηλαδή µε
δέσµευση και αποθήκευση
του CO2). Για τις βαριές
οδικές µεταφορές στο
ΕΣΕΚ γίνεται η υπόθεση
µερικής υδρογονοκίνησης
από το 2040, µε την
ηλεκτροκίνηση να έχει
τον κύριο λόγο, και αυτό
διότι η υδρογονοκίνηση,
µολονότι έχει τεχνικά
πλεονεκτήµατα, έχει το
πρόβληµα της χαµηλής
συνολικής ενεργειακής
απόδοσης και του υψηλού
κόστους ανάπτυξης
σταθµών ανεφοδιασµού. Η
υπόθεση αυτή θα
επανελέγχεται κατά τις
περιοδικές αναθεωρήσεις
του ΕΣΕΚ ανάλογα µε την
εξέλιξη της τεχνολογίας.
Στην αεροπλοΐα και τη
ναυτιλία προβλέπεται να
προχωρήσει η χρήση
προηγµένων βιοκαυσίµων
(όπως το bio-SAF και το
bio-diesel, των οποίων
το κόστος παραγωγής
είναι χαµηλότερο από
αυτό των συνθετικών
καυσίµων) λόγω των
υποχρεώσεων που έχουν
τεθεί από την ενωσιακή
νοµοθεσία. Στο ΕΣΕΚ
θεωρείται ότι στη
ναυτιλία θα προηγηθεί η
χρήση συνθετικής
µεθανόλης, ενώ από το
2045 θα υπάρξει
σηµαντική εµπορική
ανάπτυξη και της
συνθετικής αµµωνίας. Για
την αεροπλοΐα θεωρείται
επέκταση της συνθετικής
κηροζίνης.
Πηγή: Money Review |