Άλλωστε, γενική είναι η
αίσθηση που αποτύπωσε
και ο οίκος Standard &
Poor’s, ότι η έξοδος του
Ταμείου από τις
ελληνικές τράπεζες δεν
σημαίνει ότι απλά
ολοκλήρωσε την αποστολή
του, αλλά και ότι οι
ελληνικές τράπεζες
επιστρέφουν πλέον στην
κανονική τους
λειτουργία. Και η
επιτυχής διάθεση των
μετοχών του ΤΧΣ, τόσο με
ποιοτικά όσο και με
ποσοτικά κριτήρια,
αποδεικνύει και πάλι το
αυξανόμενο θετικό
επενδυτικό κλίμα προς
τις ελληνικές τράπεζες.
Είναι αυτό που μας είχε
διαβεβαιώσει και πριν
λίγο καιρό ο Ηλίας
Ζαχαράκης της Fast
Finance, ότι το
ενδιαφέρον των ξένων για
να τοποθετηθούν στην
ελληνική αγορά είναι
τόσο μεγάλο, που τα
κανάλια για να
διοχετευτεί αυτό, όπως
τα placement των
τραπεζών, οι IPOs, κλπ,
είναι «γεμάτα»,
καθιστούν την επιτυχία
μονόδρομο. Είναι επί της
ουσίας μία ακόμη
απόδειξη ότι η ανάκτηση
της επενδυτικής βαθμίδας
για τη χώρα αποτελεί ένα
ιστορικό ορόσημο
μέγιστης σημασίας για
την πορεία των ελληνικών
assets, υπό την
προϋπόθεση φυσικά ότι
δεν θα υπάρξει κανένα
πισωγύρισμα.
Το 7μηνο της σκληρής
δουλειάς
Όλα όμως άρχισαν όταν
συνοπτικά το ΤΧΣ
ενέκρινε τον Οκτώβριο το
αίτημα της Eurobank για
επαναγορά των μετοχών
που κατείχε στο 1,8 ευρώ
ανά μετοχή. H πρόταση
αφορούσε 52.080.673
μετοχές, δηλαδή το 1,4%
του μετοχικού κεφαλαίου
της τράπεζας,
καθιστώντας την Eurobank
την πρώτη τράπεζα χωρίς
συμμετοχή του Ταμείου,
το οποίο παρά το μικρό
ποσοστό που διαθέτει,
είχε ως μέτοχος ειδικά
δικαιώματα. Έτσι, το ΤΧΣ
εισέπραξε 93,7 εκατ.
ευρώ, από τη συναλλαγή.
Μετά την «εύκολη»
διαδικασία της Eurobank,
τα ύδατα τάραξε η
UniCredit με μια
προσφορά – πακέτο για
την Alpha Bank. Παρά τις
δυσκολίες, το 9% της
Alpha Bank δόθηκε εν
τέλει έναντι 293,4 εκατ.
ευρώ, ανοίγοντας το
δρόμο για τις
απαιτητικές διαδικασίες
σε Εθνική και Πειραιώς.
Εκμεταλλευόμενο το
θετικό κλίμα, το Ταμείο
συνέχισε μόλις τον
Νοέμβριο στη μερική
αποεπένδυση από την
Εθνική, διαθέτοντας το
22% που κατείχε, δηλαδή
201.237.334 μετοχές στα
5,30 ευρώ,
συγκεντρώνοντας 1,06
δισ. ευρώ. Η επιτυχία
της συναλλαγής
αποτυπώθηκε και στην
υπερκάλυψη της προσφοράς
από τη ζήτηση, τόσο στην
Ελλάδα όσο και στο
εξωτερικό, κατά 8,04
φορές.
Για να φτάσουμε στο
σήμερα, και το ΤΧΣ να
βλέπει πλέον άλλα 1,35
δισ. ευρώ στα ταμεία
του, από το 27% της
Πειραιώς. Οι 337,5 εκατ.
μετοχές δόθηκαν στην
τιμή των 4 ευρώ, με τις
προσφορές να μην έχουν
προηγούμενο, αφού
προσέγγισαν τα 11 δισ.
ευρώ.
Μόλις έξι μήνες αφού
άρχισε η διαδικασία της
αποεπένδυσης, το ΤΧΣ
έχει αποκομίσει περί τα
2,8 δισ. ευρώ, ενώ έχει
ακόμη το υπόλοιπο 18,4%
της Εθνικής, το οποίο
εκτιμάται να διατεθεί
στο δεύτερο εξάμηνο του
έτους. Και σύμφωνα με
τις εκτιμήσεις, εάν δεν
υπάρξει κάποιο αρνητικό
γεγονός που ταράξει το
θετικό momentum, τότε
δεν αποκλείεται να δούμε
να διατίθεται σε τιμές
υψηλότερες από τις
τρέχουσες, βάζοντας στο
ταμείο επιπλέον 1 δισ.
ευρώ.
Η κριτική του ΚΕΠΕ
Βέβαια, στο παρασκήνιο
του θετικού κλίματος, η
αγορά γνωρίζει πολύ καλά
ότι ο απολογισμός των
εσόδων του ΤΧΣ από τον
κλάδο είναι πολύ μικρός,
τηρουμένων των αναλογιών
των κεφαλαίων που
διατέθηκαν. Κάτι που
επιβεβαίωσε και το ΚΕΠΕ,
αλλά και η Moody’s, η
οποία υπολόγισε τα
αναμενόμενα έσοδα του
ΤΧΣ από την αποεπένδυση
των ελληνικών τραπεζών
να είναι 3 δισ. με 4
δισ. ευρώ (προ των
τελευταίων εξελίξεων).
Επίσης, το ΤΧΣ μέχρι
σήμερα έχει εισπράξει
περί τα 4 δισ. ευρώ
κυρίως με την αποπληρωμή
ή τη μετατροπή των Cocos
και την καταβολή
προμηθειών (η συμμετοχή
του Ταμείου έγινε είτε
με τη μορφή αγοράς
μετοχών είτε με τη
συμμετοχή του στην
έκδοση Cocos –
δυνατότητα που
ενεργοποιήθηκε από την
Εθνική Τράπεζα και την
Τράπεζα Πειραιώς).
Ως εκ τούτου, με βάση το
ποσό της συνολικής
επένδυσης 46 δισ. από το
ΤΧΣ, οι υπαινισσόμενες
ζημίες (implied losses)
ανέρχονται σε 42 δισ. με
43 δισ. ή, εναλλακτικά,
η υπαινισσόμενη απόδοση
(implied return)
κυμαίνεται μεταξύ -91,3%
και -93,5%, υπολογίζει
το ΚΕΠΕ.
Οι «διαφωνίες» των ξένων
Από μία διαφορετική
οπτική, από αυτή του
ΚΕΠΕ, βλέπουν όμως τις
εξελίξεις οι διεθνείς
αναλυτές, που
εξακολουθούν να δίνουν
ψήφο εμπιστοσύνης στον
ελληνικό κλάδο,
αναδεικνύοντας
διαφορετικούς καταλύτες.
Δεν είναι τυχαίο
άλλωστε, ότι υπήρξε
μπαράζ θετικών συστάσεων
ακόμη και μετά από τις
υπεραποδόσεις του 2023
τόσο θεμελιωδώς όσο και
χρηματιστηριακά, σε ένα
εξαιρετικά δύσκολο
διεθνές περιβάλλον, το
οποίο θα στιγματιστεί
σταδιακά από την
επερχόμενη μείωση των
επιτοκίων από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική
Τράπεζα.
Αυτό διαπίστωσε προ
λίγων εβδομάδων και η JP
Morgan για τον κλάδο
κατά το τελευταίο
roadshow που έγινε στη
Νέα Υόρκη,
ανακοινώνοντας μάλιστα
ότι η ζήτηση για
ελληνικά περιουσιακά
στοιχεία είναι υψηλή,
όπως αντικατοπτρίζεται
στις πρόσφατες
συναλλαγές στην αγορά,
με ανοδικές
μακροοικονομικές
προοπτικές, χαμηλό
εγχώριο πολιτικό κίνδυνο
και θετικούς καταλύτες.
Το ίδιο υποστήριξε και η
Fitch Ratings, λέγοντας
ότι τ ελληνικός
τραπεζικός κλάδος είναι
ο μοναδικός στη Δυτική
Ευρώπη στον οποίο
εντοπίζει βελτιωμένες
προοπτικές για το 2024,
καθώς εκτιμά ότι η
ανάπτυξη της οικονομίας,
η δυναμική της αγοράς
real estate και οι
αυξημένες επενδυτικές
ευκαιρίες στην Ελλάδα θα
φέρουν την αύξηση του
δανεισμού.
Η αντίληψη των οίκων
αξιολόγησης για την θέση
των ελληνικών τραπεζών
έχει αλλάξει άρδην,
δημιουργώντας θετικό
κλίμα στην αγορά ενόψει
των πολλών και μεγάλων
εκδόσεων τίτλων που θα
πρέπει να κάνουν το 2024
οι τράπεζες για να
καλύψουν σχετικές
εποπτικές απαιτήσεις για
την κεφαλαιακή τους
βάση. Ήδη, πάντως, οι
τράπεζες καταφέρνουν να
μειώσουν πολύ τα κόστη
αυτών των εκδόσεων,
πετυχαίνοντας χαμηλότερα
επιτόκια, ένα στοιχείο
που αποτυπώνει κατεξοχήν
το θετικό momentum που
υπάρχει.
Ένα momentum που όπως
έχουν υπερτονίσει τόσο
οι εγχώριοι όσο και οι
ξένοι αναλυτές θα
αξιοποιηθεί και ενόψει
της αναβάθμισης του
ελληνικού χρηματιστηρίου
στις ανεπτυγμένες
αγορές. Κατά την άποψη
των περισσοτέρων
αναλυτών, η πιθανή
αναβάθμιση του ελληνικού
χρηματιστηρίου από την
κατάσταση αναδυόμενων σε
ανεπτυγμένη αγορά θα
ήταν αναμφίβολα ένας
βασικός θετικός
καταλύτης απόδοσης,
σηματοδοτώντας την
επιστροφή των ελληνικών
μετοχών στην
κανονικότητα και
προσελκύοντας το
ενδιαφέρον πολύ
μεγαλύτερων επενδυτών με
μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Ωστόσο, όπως συμβαίνει
όμως με το επίτευγμα της
επενδυτικής βαθμίδας,
είναι μάλλον δύσκολο να
εκτιμηθεί το καθαρό
(δηλαδή εισροές μείον
εκροές) ποσό των ροών,
το οποίο σταδιακά θα
κατευθυνθεί στο ελληνικό
χρηματιστήριο.
Πηγή: Οικονομικός
Ταχυδρόμος |