Η UBS, σε ανάλυση της,
εκτιμά πως η
τραπεζική καταιγίδα
είναι απίθανο να
εξελιχτεί σε μια γενική
κρίση ανάλογη με την
κατάρρευση της εποχής
του 2008-2009.
Εξάλλου, μετά την τότε
παγκόσμια κρίση, η
εισαγωγή αξιόπιστων
stress tests και η
αύξηση των απαιτούμενων
κεφαλαιουχικών κριτηρίων
αποδείχτηκαν
καθοριστικής σημασίας
για την αποκατάσταση της
εμπιστοσύνης προς τις
μεγάλες διεθνείς
τράπεζες.
Αναλόγως κατά την τωρινή
κρίση, οι κεντρικές
τράπεζες και οι
εποπτικές αρχές έδρασαν
ταχύτατα για την
αποκατάσταση της
εμπιστοσύνης και τα
μέτρα που ελήφθησαν
πέτυχαν να αποτρέψουν
τυχόν άτακτες
καταρρεύσεις τραπεζών.
Αν και πιθανότατα η
εμπειρία του 2008-2009
θα οδηγήσει σε μια
ανάλογη προσέγγιση τώρα
για τα κριτήρια που θα
τεθούν στο εξής για τις
μικρές αμερικανικές
τράπεζες.
Η αβεβαιότητα θα
συντηρηθεί
Στο μεταξύ, πάντως, τα
επίπεδα εμπιστοσύνης
παραμένουν σίγουρα
ευάλωτα και οι
αγορές αντιστοίχως θα
συνεχίσουν να
αντανακλούν την
αβεβαιότητα αυτή.
Οι χρηματοπιστωτικές
συνθήκες πιθανότατα θα
είναι πιο «σφιχτές»
αυξάνοντας το ρίσκο
μιας… ανώμαλης
προσγείωσης των
οικονομικών, ακόμη κι αν
οι κεντρικές τράπεζες
αποφασίσουν να
χαλαρώσουν το ρυθμό
αύξησης των επιτοκίων.
Τους επόμενους μήνες,
σχολιάζει η UBS, οι
τράπεζες πιθανότατα θα
περιορίσουν τις
δανειοδοτήσεις
προκειμένου να
ενισχύσουν τα επίπεδα
ρευστότητας τους.
Είναι πιθανόν, άλλωστε,
οι εποπτικές αρχές στο
πλαίσιο και μιας πιθανής
αναθεώρησης των
κανονισμών να απαιτήσουν
υψηλότερα κεφαλαιουχικά
διαθέσιμα, κυρίως για
τις μικρότερες (και δη,
αμερικανικές) τράπεζες.
Οι κεντρικές
τράπεζες διστάζουν μεν
να σταματήσουν τις
αυξήσεις
των επιτοκίων, καθώς
ο πληθωρισμός παραμένει
υψηλός. Όμως, θα
χρειαστεί να βρουν
τρόπους να ισορροπήσουν
την μάχη τους κατά του
πληθωρισμού έναντι των
αυξημένων ρίσκων που θα
προκύπτουν για την
ανάπτυξη και την
χρηματοπιστωτική
σταθερότητα.
Αυτό φάνηκε και από τη
φρασεολογία που
υιοθέτησε η
αμερικανική Federal
Reserve κατά την
τελευταία συνεδρίαση
της, όταν προχώρησε μεν
σε νέα αύξηση των
επιτοκίων κατά 25
μονάδες βάσης, όμως
τροποποίησε τη γλώσσα
της στο τελικό
ανακοινωθέν της
διαγράφοντας τελείως την
αναφορά σε "συνεχόμενες
αυξήσεις", την οποία
χρησιμοποιούσε τακτικά
στις προηγούμενες
συνεδριάσεις της.
Αντιστοίχως,
η ΕΚΤ προχώρησε σε νέα
δυναμική αύξηση των
επιτοκίων κατά 50
μονάδες βάσης, όμως
ξεκαθάρισε ότι τα
επόμενα βήματα της θα
εξαρτώνται πλήρως από τη
ροή των στοιχείων.
Οι τρεις δρόμοι και το
βασικό σενάριο για τα
επιτόκια
Σύμφωνα με την UBS, οι
κεντρικές τράπεζες έχουν
ουσιαστικά τρεις
επιλογές. Η
πρώτη είναι να
συνεχίσουν να αυξάνουν
τα επιτόκια και να
αποδεχτούν ότι οι
περισσότεροι τομείς των
οικονομιών θα
αντιμετωπίσουν
δυσκολίες, κάτι που θα
απαιτήσει πιθανότατα
στοχευμένες παρεμβάσεις.
Η δεύτερη επιλογή είναι
να σταματήσουν τις
αυξήσεις των επιτοκίων
και να εκτιμήσουν κατά
πόσο η πίεση στον
τραπεζικό κλάδο έχει
φέρει επιπτώσεις στις
χρηματοπιστωτικές
συνθήκες. Και η τρίτη
επιλογή είναι να
μειώσουν τα επιτόκια και
να θεωρήσουν πως η
μείωση των πιστώσεων από
τον τραπεζικό κλάδο θα
είναι αρκετή για να
κατεβάσει τον
πληθωρισμό.
Η ίδια η UBS τοποθετεί
το βασικό σενάριο της
στην εκτίμηση πως οι
μεγάλες κεντρικές
τράπεζες ΗΠΑ, Ευρωζώνης,
Βρετανίας και Ελβετίας θα
ολοκληρώσουν τον ανοδικό
κύκλο των επιτοκίων
μέχρι τα μέσα της
χρονιάς και σε
κάθε περίπτωση δεν
πρόκειται να μειώσουν τα
επιτόκια μέσα στο 2023.
Κατά τους αναλυτές της
UBS, αν στον τραπεζικό
κλάδο αρχίσει να
καταγράφεται μια
«σύσφιγξη» στο ροή των
δανειοδοτήσεων, τότε
είναι πιο πιθανό ένα
γρήγορο τέλος του
ανοδικού κύκλου των
επιτοκίων. Κι αυτό διότι
η μείωση των πιστώσεων
οδηγεί σε αποπληθωρισμό.
Με δεδομένο το στοιχείο
αυτό, για τους επενδυτές
είναι πιο ευνοϊκή η
συγκυρία για την αύξηση
της έκθεσης τους στα
ομόλογα. Η
εκτίμηση της UBS για τις
μετοχές είναι πως
διεθνώς θα παρουσιάσουν
περιορισμένες αποδόσεις και
θα περάσουν ένα διάστημα
αυξημένης αστάθειας,
πιθανότατα μέχρι και το
τέλος της χρονιάς.
Πάντως, μεταξύ των
χρηματιστηριακών αγορών
υπάρχουν και κάποιες που
ξεχωρίζουν και μπορεί να
έχουν θετικές επιδόσεις,
κάποιες επιλεγμένες
ευρωπαϊκές αγορές όπως η
γερμανική και κάποιες
αναδυόμενες αγορές όπως
της Κίνας και δη, των
μετοχών των εταιρειών
ημιαγωγών.
Για τους ίδιους λόγους
προβλέπεται η
αποδυνάμωση του
δολαρίου. |