Τα έσοδα του Ομίλου UBS
μειώθηκαν κατά 52% σε
σχέση με το πρώτο
τρίμηνο του 2022, κυρίως
λόγω της δέσμευσης ποσού
ύψους 665 εκατ. δολαρίων
για το κόστος που
αναμένεται να έχει για
την τράπεζα η διευθέτηση
μιας παλαιάς
εκκρεμότητας στις ΗΠΑ:
Πρόκειται για δικαστική
διαμάχη που αφορά
τίτλους οι οποίοι ήταν
εξασφαλισμένοι με
στεγαστικά δάνεια στις
ΗΠΑ, την περίοδο πριν
την κρίση του 2008.
«Βρισκόμαστε σε
προχωρημένες συζητήσεις
με το υπουργείο
Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και
είμαι ικανοποιημένος που
σημειώνουμε πρόοδο προς
την επίλυση ενός
κληρονομικού ζητήματος
με ιστορία 15 ετών»,
ανέφερε σε δήλωσή του ο
διευθύνων σύμβουλος της
UBS Σέρτζιο Ερμότι, ο
οποίος επανήλθε πρόσφατα
στην τράπεζα για να
ηγηθεί της εξαγοράς της
Credit Suisse.
Τα καθαρά κέρδη που
αναλογούν στους μετόχους
διαμορφώθηκαν σε 1,03
δισ. δολάρια έναντι 1,71
δισ. δολαρίων του μέσου
όρου των εκτιμήσεων 15
αναλυτών σε δημοσκόπηση.
Ο τραπεζικός κολοσσός
που πλέον αποτελεί τον
μεγαλύτερο διαχειριστή
περιουσίας στον
κόσμο, ανέφερε εισροές
42 δισεκατομμυρίων
δολαρίων τους πρώτους
τρεις μήνες του έτους. Η
ναυαρχίδα των
δραστηριοτήτων της, η
διαχείριση πλούτου, είδε
εισροές 28 δισ. δολαρίων
εκ των οποίων τα 7 δισ.
δολάρια εισέρευσαν το
τελευταίο δεκαήμερο του
Μαρτίου, μετά δηλαδή την
συμφωνία εξαγοράς της
Credit Suisse.
Φαντάσματα του
παρελθόντος
Έχοντας συμφωνήσει να
αποκτήσει την Credit
Suisse έναντι 3 δισ.
ελβετικών φράγκων,
αναλαμβάνοντας παράλληλα
ζημιές ύψους έως και 5
δισ. φράγκων, η UBS
προσπαθεί να κλείσει
παλαιές εκκρεμότητες για
να αφοσιωθεί στην
ολοκλήρωση της
απαιτητικής συμφωνίας
εξαγοράς του ελβετικού
αντιπάλου της, που
αναμένεται να
ολοκληρωθεί το δεύτερο
τρίμηνο του έτους –
πιθανότατα τον Μάιο.
Η «τρύπα» στα τριμηνιαία
έσοδά της οφείλεται
κυρίως στη βιασύνη της
UBS να κλείσει την
υπόθεση με τους τίτλους
στεγαστικών ενυπόθηκαν
δανείων στις ΗΠΑ, που
διαδραμάτισαν κεντρικό
ρόλο στην παγκόσμια
χρηματοπιστωτική κρίση
του 2008.
Η UBS ήταν εκδότης και
ανάδοχος τίτλων που
καλύπτονταν από
ενυπόθηκα στεγαστικά
δάνεια στις ΗΠΑ κατά την
πενταετία έως το 2007.
Τον Νοέμβριο του 2018,
οι αμερικανικές αρχές
κινήθηκαν νομικά
εναντίον της ελβετικής
τράπεζας, ζητώντας την
επιβολή κυρώσεων για τη
συμμετοχή της σε δεκάδες
τέτοιες συμφωνίες. Λίγο
καιρό αργότερα, η UBS
έχασε μια δικαστική
διαμάχη για το θέμα
αυτό.
Την προσπάθεια αυτή της
τράπεζας να κλείσει
ανοιχτούς λογαριασμούς
του παρελθόντος
επιβαρύνει η πρόσφατη
αναταραχή στον παγκόσμιο
τραπεζικό τομέα, καθώς η
UBS υπογραμμίζει ότι αν
και η θύελλα του Μαρτίου
μοιάζει να έχει κοπάσει,
οι κίνδυνοι καραδοκούν.
«Τα επίπεδα
δραστηριότητας των
πελατών θα μπορούσαν να
παραμείνουν υποτονικά το
δεύτερο τρίμηνο του
2023», ανέφερε σε
ανακοίνωσή της,
προσθέτοντας ωστόσο ότι
τα υψηλότερα επιτόκια θα
ενισχύσουν τα έσοδα της.
Παράλληλα, η UBS
υπογραμμίζει ότι οι
γεωπολιτικές εντάσεις
μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ,
μαζί με τον πόλεμο
Ρωσίας-Ουκρανίας,
προκάλεσαν αβεβαιότητα
στις αποτιμήσεις των
περιουσιακών στοιχείων
και στις οικονομικές
προοπτικές, ωθώντας
πολλούς πελάτες να
διαφοροποιήσουν τα
μετρητά τους επενδύοντας
σε αμοιβαία κεφάλαια της
χρηματαγοράς.
Μια επικερδής συμφωνία
Η ολοκλήρωση της
συμφωνίας εξαγοράς της
Credit Suisse, εντός του
επόμενου τριμήνου,
εκτιμάται ότι θα
οδηγήσει σε καταγραφή
σημαντικού λογιστικού
κέρδους.
Όπως σημειώνει το
Bloomberg, το κέρδος
σχετίζεται με την εύλογη
αξία των περιουσιακών
στοιχείων της Credit
Suisse που θα περάσουν
υπό τον έλεγχο της UBS,
για τα περίπου 3 δισ.
που η τελευταία κατέβαλε
στο πλαίσιο της
συμφωνίας διάσωσης. Στα
τέλη Μαρτίου, η
λογιστική αξίας της
Credit Suisse εκτιμώταν
σε 54 δισ. φράγκα (61
δισ. δολάρια), με
αναλυτές να επισημαίνουν
ότι το ελβετικό
παράρτημα, η Swiss
Universal Bank, αξίζει
πιθανότατα πολύ
περισσότερο από ό,τι
πλήρωσε η UBS για το
σύνολο της Credit
Suisse.
Η UBS δεν έχει ακόμη
δημοσιοποιήσει
λεπτομέρειες για την
διαδικασία ενσωμάτωσης,
όπως το ύψος των
περικοπών θέσεων
εργασίας και το κόστος
της αναδιάρθρωσης.
Σχεδιάζει να δώσει
λεπτομέρειες σχετικά με
τα οικονομικά στοιχεία
της συνδυασμένης
εταιρείας και την έκταση
των μη βασικών
δραστηριοτήτων που
σχεδιάζει να καταργήσει
στα αποτελέσματα του
δεύτερου τριμήνου.
Πάντως, η UBS
επωφελήθηκε από την
προσέλκυση νέων
κεφαλαίων ύψους 28 δισ.
δολαρίων από πελάτες της
Credit Suisse, που τους
προηγούμενους μήνες
εγκατέλειψαν μαζικά το
«πλοίο που βυθιζόταν». Ο
βραχίονας διαχείρισης
περιουσιακών στοιχείων
της UBS απορρόφησε
εισροές ύψους 14 δισ.
δολαρίων κατά τη
διάρκεια του τριμήνου,
ενώ τα νέα καθαρά
περιουσιακά στοιχεία που
παράγουν αμοιβές
αυξήθηκαν κατά 8 δισ.
δολάρια στο ελβετικό
παράρτημά της.
Στον πάγο η επαναγορά
μετοχών
Στο μεταξύ, για να
χρηματοδοτήσει τη
συμφωνία εξαγοράς η UBS
έχει θέσει σε αναμονή
τις επαναγορές μετοχών
της. Έχει επίσης
ξεκινήσει την επαναγορά
ομολόγων σε ευρώ που
εκδόθηκαν λίγο πριν
συμφωνήσει να εξαγοράσει
τον προβληματικό
αντίπαλό της, αν και οι
περισσότεροι επενδυτές
επέλεξαν να κρατήσουν το
χρέος, κίνηση που
αποτελεί ψήφο
εμπιστοσύνης για την
τράπεζα.
Ο διευθύνων σύμβουλος
της UBS Σέρτζιο Ερμότι
ξεκαθάρισε ότι τα σχέδια
επαναγοράς μετοχών
αναστέλλονται προσωρινά
αλλά δεν ακυρώνονται,
σημειώνοντας πάντως ότι
είναι πολύ νωρίς για να
πει κανείς πότε οι
επαναγορές μετοχών θα
ξεκινήσουν ξανά.
«Επαναλαμβάνουμε την
πρόθεσή μας να έχουμε
προοδευτική αύξηση του
μερίσματος σε μετρητά
κάθε χρόνο και σίγουρα
έχουμε την πρόθεση να
επαναλάβουμε τις
επαναγορές μετοχών όταν
είναι η κατάλληλη
στιγμή», δήλωσε ο Ερμότι
στην τηλεόραση του
Bloomberg, τονίζοντας
επίσης ότι η τράπεζα δεν
αποκλείει το ενδεχόμενο
ύφεση αργότερα φέτος ή
στις αρχές του επόμενου
έτους.
Σημειώνεται ότι η
πρόεδρος της UBS, Κολμ
Κέλεχερ, δήλωσε ότι η
πλήρης ολοκλήρωση της
συμφωνίας εξαγοράς
μπορεί να διαρκέσει έως
και τέσσερα χρόνια, ενώ
η πολυπλοκότητά της την
καθιστά πιο απαιτητική
ακόμη και από τις
έκτακτες διασώσεις που
σφυρηλατήθηκαν κατά την
κορύφωση της κρίσης του
2008.
Η κατάρρευση της Credit
Suisse σε αριθμούς
Στο μεταξύ, τα
οικονομικά αποτελέσματα
της Credit Suisse για το
πρώτο τρίμηνο του 2023,
που δημοσιοποιήθηκαν τη
Δευτέρα, επιβεβαίωσαν
την οριακή κατάσταση
στην οποίαν είχε
περιέλθει η τράπεζα τον
Μάρτιο, καθώς είχε
αναγκαστεί να εξαρτάται
από δάνεια της Κεντρικής
Τράπεζας ύψους 189 δισ.
δολαρίων, τα οποία
αντιστοιχούσαν σε
περισσότερο από το ένα
τρίτο των συνολικών
υποχρεώσεών της στο
τέλος του 2022.
Η Credit Suisse δήλωσε
ότι βρέθηκε αντιμέτωπη
με «τσουνάμι» εκροών
καταθέσεων και
περιουσιακών στοιχείων
κατά τις ημέρες που
προηγήθηκαν και αμέσως
μετά τη διάσωσή της που
οργανώθηκε από την
ελβετική κυβέρνηση, τη
ρυθμιστική αρχή
οικονομικών και την
κεντρική τράπεζα της
Ελβετίας. Μέχρι το τέλος
του τριμήνου οι εκροές
καταθέσεων είχαν αγγίξει
το ποσό των 67
δισεκατομμυρίων φράγκων,
αφήνοντάς την με 166
δισεκατομμύρια φράγκα,
το ήμισυ δηλαδή της
καταθετικής της βάσης
στα τέλη Ιουνίου του
2022.
Σύμφωνα με το Bloomberg,
οι εκροές έχουν
σταθεροποιηθεί αλλά δεν
έχουν αντιστραφεί από τη
χειρότερη στιγμή του
bank run. Η Credit
Suisse κατάφερε να
επιστρέψει 60
δισεκατομμύρια φράγκα
στην κεντρική τράπεζα
πριν από το τέλος του
τριμήνου και άλλα 10
δισεκατομμύρια φράγκα το
διάστημα που ακολούθησε.
Έτσι, στον έλεγχο της
UBS περνά μια τράπεζα
που είχε ένα από τα πιο
αδύναμα τρίμηνα εδώ και
χρόνια στις βασικές της
δραστηριότητες: μόνο το
προηγούμενο τρίμηνο ήταν
χειρότερο για τον όμιλο.
Και στη μονάδα
διαχείρισης περιουσίας,
που αποτελέι το βασικό
επίδικο για την UBS, τα
έσοδα του πρώτου
τριμήνου ήταν ακόμη
χειρότερα από το
τελευταίο τρίμηνο του
περασμένου έτους,
καταγράφοντας πτώση 10%.
Κατάσταση έκτακτης
ανάγκης
Όπως σημειώνει το
οικονομικό πρακτορείο,
οι συγκρίσεις των εσόδων
θολώνουν επειδή η Credit
Suisse αναπροσάρμοσε τα
κέρδη της για τα
τελευταία δύο χρόνια για
να αντικατοπτρίσει τη
δημιουργία, τον
Ιανουάριο, μιας νέας bad
bank, που δημιουργήθηκε
για τις δραστηριότητες
που σχεδίαζε να πουλήσει
ή να κλείσει, όπως η
εμπορία ενυπόθηκων
ομολόγων στις ΗΠΑ, την
οποία αγοράζει η Apollo
Global Management.
Τα έσοδα της Credit
Suisse από τη
διαπραγμάτευση μετοχών
κατά το πρώτο τρίμηνο
μειώθηκαν κατά 36% σε
δολάρια σε ετήσια βάση,
έναντι μέσης μείωσης 15%
για τους ομολόγους της
στις ΗΠΑ. Οι αμοιβές της
για συμβουλευτικές
υπηρεσίες σε εξαγορές
και χρηματοδοτήσεις
μειώθηκαν κατά 51%
έναντι μέσης πτώσης 23%
για τους ανταγωνιστές
της στις ΗΠΑ. Όμως, κατά
ειρωνικό τρόπο, οι
δραστηριότητες
διαπραγμάτευσης ομολόγων
και συναλλάγματος για
τις οποίες η UBS έχει το
μικρότερο ενδιαφέρον
κατέγραψαν έσοδα μόνο 5%
χαμηλότερα έναντι
αμερικανικού μέσου όρου,
ο οποίος δεν
μεταβλήθηκε.
Όπως τονίζει το
Bloomberg, το βασικό
δίδαγμα από τα
οικονομικά αποτελέσματα
της Credit Suisse είναι
ότι η άλλοτε κραταιά
ελβετική τράπεζα
βρισκόταν πραγματικά σε
κατάσταση έκτακτης
ανάγκης όταν συνήφθη η
συμφωνία διάσωσης.
Πηγή: Bloomberg,
Οικονομικός Ταχυδρόμος |