Μια νέα μελέτη για την
ευθραυστότητα του
τραπεζικού συστήματος
των ΗΠΑ διαπίστωσε ότι
περίπου 190 τράπεζες
κινδυνεύουν να
πτωχεύσουν ακόμη και αν
μόνο οι μισοί από τους
καταθέτες τους
αποφασίσουν να αποσύρουν
τα κεφάλαιά τους.
Όπως γράφει ο
Οικονομικός Ταχυδρόμος,
αυτό οφείλεται στο
γεγονός ότι οι
επιθετικές αυξήσεις των
επιτοκίων της Federal
Reserve για τη μείωση
του πληθωρισμού έχουν
διαβρώσει την αξία των
τραπεζικών περιουσιακών
στοιχείων, όπως τα
κρατικά ομόλογα και οι
τίτλοι που
υποστηρίζονται από
στεγαστικά δάνεια.
Ομόλογα
Τα περισσότερα ομόλογα
πληρώνουν ένα σταθερό
επιτόκιο που γίνεται
ελκυστικό όταν τα
επιτόκια πέφτουν,
αυξάνοντας τη ζήτηση και
την τιμή του ομολόγου.
Από την άλλη πλευρά, εάν
τα επιτόκια αυξηθούν, οι
επενδυτές δεν θα
προτιμούν πλέον το
χαμηλότερο σταθερό
επιτόκιο που πληρώνει
ένα ομόλογο, μειώνοντας
έτσι την τιμή του.
Πολλές τράπεζες αύξησαν
τα ομόλογά τους κατά τη
διάρκεια της πανδημίας,
όταν οι καταθέσεις ήταν
άφθονες αλλά η ζήτηση
δανείων και οι αποδόσεις
ήταν αδύναμες . Για
πολλές τράπεζες, αυτές
οι μη πραγματοποιηθείσες
απώλειες θα μείνουν στα
χαρτιά. Αλλά άλλοι
μπορεί να αντιμετωπίσουν
πραγματικές απώλειες εάν
πρέπει να πουλήσουν
τίτλους για ρευστότητα ή
άλλους λόγους.
«Οι πρόσφατες μειώσεις
στις αξίες των
τραπεζικών περιουσιακών
στοιχείων αύξησαν πολύ
σημαντικά την
ευθραυστότητα του
αμερικανικού τραπεζικού
συστήματος έναντι των
ανασφάλιστων καταθετών»,
έγραψαν οικονομολόγοι σε
πρόσφατη εργασία που
δημοσιεύτηκε στο Social
Science Research
Network.
Και τονίζουν ότι τα
προβλήματα σε αυτές τις
τράπεζες θα μπορούσαν να
δημιουργήσει δυνητικό
κίνδυνο ακόμη και για
ασφαλισμένους καταθέτες
– αυτούς με 250.000
δολάρια ή λιγότερα στην
τράπεζα – καθώς το
ταμείο ασφάλισης
καταθέσεων του FDIC
αρχίζει να υφίσταται
ζημίες.
Φυσικά, αυτό το σενάριο
θα λειτουργήσει μόνο εάν
η κυβέρνηση δεν κάνει
τίποτα.
«Έτσι, οι υπολογισμοί
μας υποδηλώνουν ότι
αυτές οι τράπεζες
διατρέχουν βεβαίως
δυνητικό κίνδυνο πτώσης,
απουσίας άλλης κρατικής
παρέμβασης ή
ανακεφαλαιοποίησης»,
έγραψαν οι
οικονομολόγοι.
Απώλειες
Οι επενδυτικές απώλειες
οι οποίες προκάλεσαν την
κατάρρευση της Silicon
Valley Bank είτε με τον
έναν είτε με τον άλλον
τρόπο συνιστούν πρόβλημα
για όλο το
χρηματοπιστωτικό σύστημα
των ΗΠΑ. Όπως αναφέρει
με δημοσίευμά του το
Bloomberg, οι συνολικές
ζημίες από τις
επενδύσεις
σε ομόλογα ανήλθαν στα
620 δισ. δολάρια για το
σύνολο του τραπεζικού
κλάδου. Για τις
περισσότερες τράπεζες, η
κατάσταση είναι
διαχειρίσιμη.
Μέχρι τον περασμένο
Δεκέμβριο τα ομόλογα
αντιπροσώπευαν λιγότερο
από το ένα τέταρτο του
ενεργητικού των τραπεζών
συνολικού ύψους 23,6
τρισ. δολαρίων. Σε
αντίθεση με την SVB, οι
τράπεζες διαθέτουν
συνήθως ένα ευρύ φάσμα
καταθετών και είναι πολύ
δύσκολο να προβούν όλοι
σε αναλήψεις την ίδια
περίπου περίοδο. Για τις
μεγαλύτερες τράπεζες, οι
κίνδυνοι είναι ακόμη
μικρότεροι. Θεωρούνται
πολύ μεγάλες για να
αποτύχουν. Επιπλέον, το
πρόσφατο ράλι στην αγορά
κρατικών ομολόγων -που
προκλήθηκε, κατά
ειρωνικό τρόπο, από την
ανησυχία για την υγεία
του τραπεζικού κλάδου-
συμβάλλει στη συρρίκνωση
των ζημιών ύψους 620
δισ. δολαρίων. (Τις
επόμενες εβδομάδες, οι
τράπεζες θα αρχίσουν να
δημοσιεύουν τα
αποτελέσματά τους για το
α΄ τρίμηνο του 2023).
Πιέσεις από τις
αναλήψεις
Την ώρα που οι καταθέτες
συνεχίζουν σταδιακά να
τραβούν τα χρήματά τους
και να τα μεταφέρουν σε
αμοιβαία κεφάλαια και
άλλες επενδύσεις, οι
τράπεζες πιέζονται.
Πρέπει να πληρώνουν
περισσότερα, ενώ τα
έσοδά τους περιορίζονται
από τις επενδύσεις που
πραγματοποίησαν σε
ομόλογα κατά τη διάρκεια
της πανδημίας. Αυτό με
τη σειρά του θα μπορούσε
να περιορίσει τη
δανειοδότηση προς τα
νοικοκυριά και τις
επιχειρήσεις,
προκαλώντας έτσι
επιβράδυνση της
οικονομίας.
«Πληρώνουν περισσότερα
(οι τράπεζες) για τις
καταθέσεις και τα κέρδη
τους από τα ομόλογα
είναι σταθερά», σύμφωνα
με τον Σταν Όγκαστ πρώην
στέλεχος της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας
του Ρίτσμοντ και πρώην
αναλυτής για τα ομόλογα
στη Bank of America.
«Εκεί εντοπίζεται η
συμπίεση».
Όταν ξέσπασε η πανδημία
και η Ομοσπονδιακή
Τράπεζα των ΗΠΑ μείωσε
τα επιτόκια παρέχοντας
παράλληλα μία άνευ
προηγουμένου ρευστότητα
την οικονομία, πολλές
τράπεζες τοποθετήθηκαν
σε μακροπρόθεσμα κρατικά
ομόλογα και ενυπόθηκα
ομόλογα. Υπήρχαν
αμερικανικά κρατικά
ομόλογα που έδιναν
ετήσιο τόκο μόλις 0,6%
σε βάθος δεκαετίας.
Η εμφάνιση του
πληθωρισμού
Όταν ο πληθωρισμός
άρχισε να εκτινάσσεται η
Fed έκανε στροφή 180
μοιρών και άρχισε να
αυξάνει τα επιτόκια. Η
αξία των ομολόγων
βυθίστηκε, διότι ποιος
θα ήθελε να αγοράσει ένα
παλιό ομόλογο με απόδοση
0,6%, όταν οι τόκοι των
νέων τίτλων ξαφνικά
είχαν ανέβει στο 3%;
Οι απώλειες από τα
ομόλογα είναι ένας
κίνδυνος που κυοφορείται
κάθε φορά που τα
επιτόκια ανεβαίνουν,
όμως το 2022 τα
χαρτοφυλάκια των
τραπεζών ήταν μεγαλύτερα
από ό,τι συνήθως. Όλα
αυτά τα κεφάλαια με τα
οποία τροφοδότησαν την
οικονομία η Fed και η
κυβέρνηση κατευθύνθηκαν
στο τραπεζικό σύστημα,
δίνοντας στις τράπεζες
τρισεκατομμύρια δολαρίων
για να πραγματοποιήσουν
επενδύσεις. Οι εγχώριες
καταθέσεις της SVB, για
παράδειγμα, αυξήθηκαν
περισσότερο από 150% από
τα τέλη Μαρτίου του 2020
έως τα τέλη του 2022. |