| Ειδήσεις | Ο Κυνηγός | Λεωφόρος Αθηνών | "Κουλου - Βάχατα" | +/- | "Μας ακούνε" | Fundamentalist | Marx - Soros | Start Trading |

 

 

Πέμπτη, 00:01 - 30/03/2023

 

Περίληψη: 

Τα τελευταία 20 χρόνια διάβρωσης της εμπιστοσύνης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του αραβικού κόσμου φάνηκαν νωρίτερα τον Μάρτιο, όταν η Κίνα μεσολάβησε για την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας.

 

 

-------------------

Στις παραμονές του πολέμου πριν από 20 χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμη θριαμβικές από τη νίκη τους στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά ταλανιζόμενες από την 11η Σεπτεμβρίου, βρίσκονταν στο απόγειο της επιρροής τους στον αραβικό κόσμο. Αυτή η επιρροή ήταν σε μεγάλο βαθμό πολιτική, αλλά ήταν και φιλόδοξη. Οι ηγέτες της Μέσης Ανατολής έβλεπαν την Ουάσινγκτον ως τον στενότερο σύμμαχό τους και συχνά λάμβαναν οδηγίες από αυτήν. Εκτός των αιθουσών της εξουσίας, πολλοί φιλελεύθεροι στην περιοχή έβλεπαν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως υπέρμαχο των πολιτικών ελευθεριών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ένα ιρακινό αγόρι στέκεται έξω από την φυλακή Abu Ghraib στο Ιράκ, τον Μάιο του 2004. Damir Sagolj / Reuters
 

-------------------------------------------------------------

Αυτό δεν ισχύει πλέον. Παρόλο που ένα πλήθος γεγονότων οδήγησε στη μείωση της επιρροής των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, ο πόλεμος στο Ιράκ ήταν το έναυσμα. Αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίστηκαν ως μια πανίσχυρη χώρα που, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της το διεθνές δίκαιο ή την υποστήριξη των συμμάχων, μπορούσε να ανατρέψει μια κυβέρνηση που δεν της είχε επιτεθεί ποτέ. Η ανικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο, αποκαλύφθηκε σύντομα, καθώς ο τεράστιος στρατός τους δεν μπορούσε να νικήσει τους τοπικούς αντάρτες ή να προφταίνει τους χειριστές του Ιράν στο εσωτερικό του Ιράκ. Έτσι, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες απέδειξαν την συντριπτική τους δύναμη στον πόλεμο του Ιράκ, αποκάλυψαν επίσης την αδυναμία τους να τερματίσουν τον πόλεμο με τους δικούς τους όρους.

Το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησαν σε πόλεμο χωρίς την άδεια του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ήταν το πρώτο πλήγμα στην παγκόσμια φήμη των Ηνωμένων Πολιτειών και στην βασισμένη σε κανόνες τάξη που εργάστηκαν τόσο σκληρά για να διατηρήσουν. Ωστόσο, ήταν οι ενέργειες της χώρας κατά την διάρκεια της κατοχής του Ιράκ που οδήγησαν τελικά στην κατάρρευσή τους ως κορυφαία υπερδύναμη στον κόσμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέδειξαν ένα μείγμα άγνοιας και αλαζονείας που αιφνιδίασε τους Ιρακινούς και άλλους στην περιοχή. Αποφάσεις όπως η διάλυση του ιρακινού στρατού και πολλών κρατικών επιχειρήσεων έκαναν τους Ιρακινούς να αμφισβητήσουν τις προθέσεις της Ουάσινγκτον. Αν και σαφώς δεν κατανοούσαν την πολυπλοκότητα του Ιράκ, ορισμένοι Αμερικανοί αξιωματούχοι εμφανίστηκαν ιδιαίτερα αλαζόνες, ενεργώντας σαν μόνο αυτοί να ήξεραν πώς να αντιμετωπίσουν την χώρα. Τον Μάρτιο του 2003, λίγες ημέρες πριν από την εισβολή, ο Amr Moussa, ο γενικός γραμματέας του Αραβικού Συνδέσμου, δήλωσε στους New York Times [1] ότι δεν είχε καταφέρει να μιλήσει με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, George W. Bush, από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο και έμαθε για το αμερικανικό σχέδιο μόνο από τις ειδήσεις.

Στη Μέση Ανατολή, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ανέκαμψαν ποτέ από την απόφασή τους να σπαταλήσουν την τεράστια επιρροή που είχαν μεταξύ των υπευθύνων λήψης αποφάσεων στην περιοχή πριν από την έναρξη του πολέμου. Η αδυναμία τους το 2022 να πείσουν τους βασικούς αραβικούς συμμάχους να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους στην Ουκρανία ανέδειξε αυτήν την αδυναμία, όπως και η μεσολάβηση της Κίνας για την αποκλιμάκωση μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν. Από πολλές απόψεις, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να πληρώνουν για την απόφαση που έλαβαν πριν από 20 χρόνια και για την πορεία στην οποία έθεσαν το Ιράκ, τη Μέση Ανατολή, και την παγκόσμια τάξη.

ΠΗΓΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Όταν ο πρόεδρος, George H. W. Bush [ο πρεσβύτερος], ηγήθηκε επιτυχώς ενός διεθνούς συνασπισμού για να αναγκάσει τον Σαντάμ Χουσεΐν να αποσύρει τις δυνάμεις του από το Κουβέιτ το 1991, οι κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής είχαν μια ακλόνητη πίστη στην αμερικανική ισχύ. Αν και πολλοί Άραβες δυσανασχετούσαν με την υποστήριξη των ΗΠΑ προς το Ισραήλ (και ορισμένοι από τις παλαιότερες γενιές αναπολούσαν ακόμη την Σοβιετική Ένωση), η περιοχή γενικά υποστήριζε τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις της Μέσης Ανατολής προσέφεραν σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη στην αμερικανική εισβολή στο Αφγανιστάν. Η Σαουδική Αραβία ήταν ιδιαίτερα εκδηλωτική, καθώς ήθελε να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον ηγέτη της Αλ Κάιντα, τον Οσάμα μπιν Λάντεν, υπήκοο της Σαουδικής Αραβίας. Οι αραβικοί πληθυσμοί συνέπασχαν σε μεγάλο βαθμό με τα θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ) δέσμευσαν ακόμη και στρατεύματα στον συνασπισμό στο Αφγανιστάν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να είχαν βασιστεί σε αυτήν την καλή θέληση, ιδίως δεδομένου ότι οι Άραβες ηγέτες σημείωναν συχνά ότι η Αλ Κάιντα είχε επίσης ως στόχο τις πόλεις τους και τις πεποιθήσεις τους. Μια από τις πιο θανατηφόρες επιθέσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης ήταν ο βομβαρδισμός του Khobar Towers, το 1996, ενός κτιριακού συγκροτήματος στην Σαουδική Αραβία που στέγαζε 2.000 Αμερικανούς στρατιωτικούς. Σύντομα, ωστόσο, ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» φάνηκε να στοχεύει Άραβες και Μουσουλμάνους, οι οποίοι αντιμετώπισαν επιπλέον ελέγχους στα αεροδρόμια και σήκωσαν το κύριο βάρος της μείωσης των πολιτικών ελευθεριών στο πλαίσιο του Patriot Act του 2001. Αυτό το απόθεμα καλής θέλησης εξαντλήθηκε περαιτέρω όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες έβαλαν στο στόχαστρο το Ιράκ.

Την 1η Μαρτίου του 2003, ο Αραβικός Σύνδεσμος συγκάλεσε έκτακτη σύνοδο κορυφής στο Sharm al-Sheikh, της Αιγύπτου. Ο Moussa, επικεφαλής του οργανισμού εκείνη την εποχή, προειδοποίησε [2] τους παρευρισκόμενους: «Οι Άραβες -η ταυτότητά τους, η θρησκεία τους- αμφισβητούνται, και υπάρχει μια επίθεση που αντιμετωπίζουν». Παρόλο που η δήλωση [του] υπερβάλλει για την απειλή των ΗΠΑ στην περιοχή, συμπυκνώνει τα συναισθήματα πολλών. Στην ίδια συνάντηση, τα ΗΑΕ πρότειναν να παραιτηθεί ο Σαντάμ και να πάει στην εξορία για να γλιτώσει το Ιράκ από την καταστροφή του επικείμενου πολέμου. Ο Ιρακινός δικτάτορας, ωστόσο, αρνήθηκε την προσφορά, και αρκετοί Άραβες ηγέτες δεν υποστήριξαν την ιδέα, φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν να είναι οι επόμενοι.

Καθώς σχεδίαζαν τον πόλεμό τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες έφεραν τους περιφερειακούς συμμάχους τους σε όλο και πιο δύσκολη θέση, ζητώντας τους στρατιωτική και υλικοτεχνική υποστήριξη, παρόλο που οι αραβικές κυβερνήσεις και το αραβικό κοινό αντιτάχθηκαν σε μεγάλο βαθμό στον πόλεμο. Η Ιορδανία, η Σαουδική Αραβία, και η Τουρκία δεν επέτρεψαν την χρήση των στρατιωτικών τους βάσεων για την έναρξη του πολέμου˙ αντίθετα, το Κατάρ προσέφερε την αεροπορική βάση Al Udeid ως ορμητήριο. Η παρουσία της βάσης ήταν άγνωστη δημοσίως μέχρι λίγους μήνες πριν από τον πόλεμο, προκαλώντας υποψίες στα αραβικά κοινά ότι το στρατιωτικό αποτύπωμα των ΗΠΑ στην περιοχή ήταν μεγαλύτερο από όσο αναγνωριζόταν δημοσίως.

Οι Άραβες αξιωματούχοι ανησυχούσαν επίσης για το ποιο σύστημα διακυβέρνησης θα αντικαθιστούσε το καθεστώς του Σαντάμ και αν η θέση του Ιράν στην περιοχή θα ενισχυόταν μετά την αποχώρηση του Σαντάμ. Τόσο οι Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν όσο και το καθεστώς Baath στο Ιράκ ήταν εχθρικά διακείμενα προς το Ιράν. Η απομάκρυνση αυτών των καθεστώτων, όσο ενοχλητικά και αν ήταν, θα έδινε περισσότερη δύναμη Ιράν. Οι Άραβες ηγέτες μπορούσαν να δουν ότι αυτό ήταν ένα πιθανό αποτέλεσμα της ανατροπής του Σαντάμ. Κατά το 2004, ο βασιλιάς, Abdullah της Ιορδανίας προειδοποιούσε δημοσίως [3] ότι εάν φιλοϊρανικοί πολιτικοί κυριαρχούσαν στη νέα ιρακινή κυβέρνηση, θα αναδυόταν μια ιδεολογική «σιιτική ημισέληνος», η οποία θα εκτεινόταν από το Ιράν στο Ιράκ, την Συρία, και τον Λίβανο.

Οι προειδοποιήσεις αυτές των ηγετών της περιοχής δεν εισακούστηκαν. Λιγότερο από δύο μήνες μετά την αμερικανική εισβολή, η Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού (Coalition Provisional Authority), την οποία είχαν εγκαταστήσει οι Ηνωμένες Πολιτείες για να διοικήσει το Ιράκ, ανακοίνωσε την διάλυση του ιρακινού στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας του. Η κίνηση αυτή άφησε εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινούς χωρίς εισόδημα. Πολλοί από τους αποστρατευθέντες στρατιώτες κρύφτηκαν˙ άλλοι έγιναν τελικά αντάρτες. Οι Ιρακινοί και άλλοι στη Μέση Ανατολή είδαν την διάλυση του στρατού και των κρατικών επιχειρήσεων ως μια μεγάλη προδοσία. Ο λόγος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν αξιόπιστος.

Κατά την διάρκεια του χάους που ακολούθησε την πτώση του Σαντάμ, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Donald Rumsfeld, απέρριψε αναφορές για λεηλασίες στο Εθνικό Μουσείο του Ιράκ και για την πυρπόληση πολλών υπουργείων. «Η ελευθερία είναι ακατάστατη», είπε. Αυτή η επιπόλαιη στάση απέναντι σε όσα εκτυλίσσονταν στους δρόμους της Βαγδάτης εξόργισε τόσο τους Ιρακινούς όσο και τους άλλους Άραβες και προμήνυσε την εποχή του χάους που θα ακολουθούσε.

Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερη ζημιά στην προσπάθεια της ελευθερίας από το χάος εκείνων των πρώτων μηνών του πολέμου στο Ιράκ. Αν οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν δείξει αίσθημα καθήκοντος ή φροντίδας και αν το ιρακινό κράτος δεν είχε ξεκοιλιαστεί, οι Ιρακινοί θα είχαν μια ευκαιρία να ξαναχτίσουν την χώρα τους. Η καταστροφή και η βία που λάμβαναν χώρα δημιούργησαν ερωτήματα στο μυαλό των Ιρακινών σχετικά με το αν οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απρόθυμες να προστατεύσουν βασικά τμήματα της χώρας ή απλώς ήταν ανίκανες να το πράξουν. Με 160.000 στρατιώτες και ανώτερη αεροπορική δύναμη, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτόπισαν τον ιρακινό στρατό, αλλά στην συνέχεια φάνηκε ότι δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τους άδειους δρόμους που άφησαν πίσω τους.

Η ΚΑΤΟΧΗ

Από την αρχή του πολέμου, οι Ηνωμένες Πολιτείες απέφυγαν τον ρόλο τους ως δύναμη κατοχής. Η παροχή βασικής ασφάλειας σε βασικές εγκαταστάσεις, όπως νοσοκομεία και κυβερνητικά υπουργεία, θα βοηθούσε στην σταθεροποίηση του Ιράκ. Η εκκαθάριση των κυβερνητικών υπαλλήλων με το πρόσχημα της απομάκρυνσης των Μπααθιστών από τα αξιώματα άφησε τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία, και τα υπουργεία χωρίς ηγέτες. Στην θέση τους ήρθαν «επαρχιακές ομάδες ανασυγκρότησης» υπό την ηγεσία των ΗΠΑ ή της Βρετανίας, οι οποίες συχνά δεν είχαν ιδέα για την χώρα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες άφησαν επίσης τα σύνορα του Ιράκ σε μεγάλο βαθμό αφύλακτα, δίνοντας την δυνατότητα σε ξένους μαχητές να εισέλθουν εύκολα στην χώρα και οδηγώντας στην δημιουργία της «Αλ Κάιντα στο Ιράκ», της τρομοκρατικής ομάδας που στην συνέχεια έγινε το Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS).

Ακόμη και τον Μάιο του 2003, όταν ο Bush στεκόταν σε ένα αεροπλανοφόρο μπροστά σε ένα πανό που δήλωνε «Η αποστολή επιτελέσθηκε», δεν ήταν καθόλου σαφές ποιο μέρος της αποστολής είχε πράγματι επιτευχθεί. Χωρίς να βρεθούν όπλα μαζικής καταστροφής, ο πόλεμος των ΗΠΑ είχε στερηθεί της κεντρικής του αποστολής. Η δημοκρατία δεν είχε φτάσει στο Ιράκ και οι άνθρωποι που σχεδίασαν την 11η Σεπτεμβρίου εξακολουθούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Το μόνο μέρος της δηλωθείσας αποστολής που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «επιτελεσμένο» ήταν η απομάκρυνση του Σαντάμ από το αξίωμα, αλλά τον Μάιο του 2003, ο Σαντάμ κρυβόταν.

Ορισμένοι περιφερειακοί ηγέτες, όπως ο Λίβυος δικτάτορας, Muammar al-Qaddafi, φοβήθηκαν ότι θα ανατραπούν οι ίδιοι στην συνέχεια. Αν η λεγόμενη αποστολή είχε πράγματι ολοκληρωθεί με τόσο γρήγορο τρόπο, τότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αισθανθούν το θάρρος να αναμετρηθούν με άλλο ένα καθεστώς που θεωρείτο εχθρικό προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Έχοντας αυτό κατά νου, το Ιράν εργάστηκε για να υπονομεύσει τις αμερικανικές προσπάθειες στο Ιράκ και να διασφαλίσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βαλτώσουν εκεί. Άρχισε να εξοπλίζει και να εκπαιδεύει ιρακινές πολιτοφυλακές που επιτίθονταν τόσο στις ιρακινές όσο και στις αμερικανικές δυνάμεις.

Την άνοιξη του 2004, οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπιζαν ένα πολύπλοκο πλέγμα προβλημάτων, με σημαντικότερο τον ταχέως αυξανόμενο αριθμό νεκρών Αμερικανών στρατιωτών και Ιρακινών πολιτών. Τοπικές μαχητικές ομάδες πραγματοποιούσαν θανατηφόρες επιθέσεις μέσα σε λίγους μήνες από την έναρξη του πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας του Ezzedine Salim, επικεφαλής του Ιρακινού Κυβερνητικού Συμβουλίου, το 2004. Ο θάνατός του ήταν προάγγελος της αιματοχυσίας που θα ακολουθούσε. Το 2006, το ιατρικό περιοδικό The Lancet υπολόγισε [4] ότι πάνω από 655.000 Ιρακινοί είχαν πεθάνει ως αποτέλεσμα του πολέμου.

Ταυτόχρονα, ο αμερικανικός στρατός υπέστη σοβαρά πλήγματα στην φήμη του. Τον Απρίλιο του 2004, ξέσπασε το σκάνδαλο των φυλακών Abu Ghraib. Οι εικόνες των Αμερικανών στρατιωτικών που βασάνιζαν και εξευτέλιζαν Ιρακινούς κρατούμενους χαράχτηκαν στο μυαλό των Ιρακινών και άλλων Αράβων εκείνης της γενιάς. Το σοκ δεν περιοριζόταν μόνο στην αθλιότητα των εικόνων˙ προήλθε επίσης από το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, με όλο τον διακηρυγμένο σεβασμό τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, είχαν έναν στρατό που εκτελούσε τέτοια βασανιστήρια. Ταυτόχρονα, άλλα σκάνδαλα έρχονταν στο φως, όπως το αμερικανικό στρατόπεδο κράτησης στο Γκουαντάναμο, στην Κούβα, και οι έκτακτες εκδόσεις και τα βασανιστήρια υπόπτων για τρομοκρατία από την CIA. Για όσους μισούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Abu Ghraib ήταν η δικαίωση. Για όσους θαύμαζαν και εκτιμούσαν την χώρα, ήταν πηγή βαθιάς ντροπής.

Το σχίσμα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μέσης Ανατολής διευρυνόταν και η κυβέρνηση Bush [ο νεώτερος] το γνώριζε. Προσπάθησε να μετατοπίσει την εστίαση το 2004 υποσχόμενη να εργαστεί για μια λύση δύο κρατών στην σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, αλλά πέτυχε ελάχιστη πρόοδο. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ο Bush έγραψε μια ανοιχτή επιστολή προς τον Ισραηλινό πρωθυπουργό, Ariel Sharon, με την οποία τον προέτρεπε να προχωρήσει προς μια λύση δύο κρατών. Τον Νοέμβριο του 2007, ο Bush φιλοξένησε μια διάσκεψη στην Ανάπολη, στο Μέριλαντ, με στόχο την αναζωογόνηση της ειρηνευτικής διαδικασίας. Τον Μάιο του 2008, ο Bush συμμετείχε σε μια περιφερειακή συνάντηση στο Sharm al-Sheikh, όπου εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία πριν από την λήξη της θητείας του τον Ιανουάριο. Καμία από αυτές τις προσπάθειες δεν οδήγησε σε απτές λύσεις, αλλά κατέδειξαν την αναγνώριση από την Ουάσινγκτον ότι έπρεπε να επαναπροσεγγίσει τους περιφερειακούς ηγέτες.

Η κυβέρνηση Bush, εν τω μεταξύ, απογοητευόταν όλο και περισσότερο από το γεγονός ότι οι Άραβες σύμμαχοί της δεν ήταν πιο δεκτικοί απέναντι στο νέο ιρακινό πολιτικό κατεστημένο. Αν και πολλά από τα πρόσωπα στο Ιράκ ήταν γνωστά στον Κόλπο, καθώς η Σαουδική Αραβία είχε φιλοξενήσει δεκάδες πρόσωπα της ιρακινής αντιπολίτευσης, υπήρχε μια αυξανόμενη αίσθηση ότι το Ιράν είχε το πάνω χέρι στην Βαγδάτη και η πολιτική τάξη είχε επιβληθεί από το εξωτερικό, και έτσι υπήρχε μια επιφυλακτικότητα να συνεργαστούν με την εκεί κυβέρνηση. Για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη επιρροή του Ιράν, η Ουάσινγκτον πίεσε για στενότερους δεσμούς μεταξύ του Ιράκ και του υπόλοιπου αραβικού κόσμου. Οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούσαν τις αραβικές επενδύσεις για να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της ιρακινής οικονομίας, αλλά υπήρχαν βαθιές ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια. Θέλοντας να δημιουργήσουν δεσμούς με το Ιράκ, η Αλγερία και η Αίγυπτος ήταν μεταξύ των χωρών που άνοιξαν εκ νέου τις πρεσβείες τους. Τον Ιούλιο του 2005, η Αλ Κάιντα στο Ιράκ απήγαγε και σκότωσε τον κορυφαίο απεσταλμένο της Αιγύπτου και δύο Αλγερινούς διπλωμάτες στην Βαγδάτη. Οι μαχητές επιθυμούσαν να κρατήσουν το Ιράκ απομονωμένο από τους Άραβες γείτονές του.

Ο διευρυμένος ρόλος του Ιράν συνέπεσε με την άνοδο της θρησκευτικής πολιτικής στην περιοχή. Ενώ η κυβέρνηση Bush ήταν υπεύθυνη για την δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος που στηρίχθηκε σε θρησκευτικές και εθνοτικές διαιρέσεις στο Ιράκ, ήταν η κυβέρνηση Ομπάμα που επανειλημμένα απεικόνισε την περιοχή ως διαιρεμένη μεταξύ σουνιτικών και σιιτικών συστημάτων πεποιθήσεων, πολιτικών φορέων, και κοινοτήτων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, εκτός από τους πολιτικούς πράκτορες στο Ιράκ, καλλιέργησαν αυτήν την αίσθηση του σεχταρισμού. Αμερικανοί αξιωματούχοι προώθησαν την ιδέα της θρησκευτικής και εθνοτικής εκπροσώπησης επειδή την έβλεπαν ως έναν τρόπο εγκαθίδρυσης του δημοκρατικού καθεστώτος στο Ιράκ. Υπέθεσαν ότι οι διάφορες εκλογικές ομάδες θα αισθάνονταν ότι εκπροσωπούνται έχοντας στην κυβέρνηση αξιωματούχους από τις δικές τους κοινότητες. Όμως η πραγματικότητα ήταν ότι οι περισσότεροι Ιρακινοί δεν ταυτίζονταν με θρησκευτικές γραμμές και η εκπροσώπηση ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με γεωγραφικές και κοινωνικές σχέσεις.

Ανάμεσα στις απώλειες του πολέμου στο Ιράκ ήταν και η προώθηση της δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή. Σήμερα, οι τρεις δημοκρατικές αραβικές χώρες -το Ιράκ, ο Λίβανος, και η Τυνησία- βρίσκονται όλες σε δεινή θέση. Σύμφωνα με την έρευνα για την αραβική νεολαία του 2022, το 82% των Αράβων ηλικίας 18 έως 24 ετών πιστεύει ότι η σταθερότητα είναι πιο σημαντική από την δημοκρατία [5]. Τελικά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποδείχθηκαν ανίκανες να πείσουν τους ανθρώπους στην περιοχή ότι η προώθησή τους για δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης θα οδηγούσε σε ένα καλύτερο μέλλον.

ΦΕΥΓΟΝΤΑΣ

Αν και η πορεία των αμερικανοαραβικών σχέσεων κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν διαμορφώθηκε σε καμία περίπτωση αποκλειστικά από τον πόλεμο στο Ιράκ, η σύγκρουση έριξε μια μακρά, σκοτεινή σκιά στην άποψη της περιοχής για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η μη Δυτική αντίδραση στην εισβολή του Ρώσου προέδρου, Βλαντίμιρ Πούτιν, στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 αποτέλεσε έκπληξη για πολλούς Αμερικανούς και Ευρωπαίους αξιωματούχους. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι περισσότερες αφρικανικές, αραβικές, και ασιατικές κυβερνήσεις δεν έλαβαν υπόψη τους τις αμερικανικές εκκλήσεις να καταδικάσουν την Ρωσία για την παραβίαση της βασισμένης σε κανόνες διεθνούς τάξης. Στις 17 Φεβρουαρίου 2022, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, μίλησε ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και απαίτησε από τις άλλες χώρες να πάρουν θέση ενάντια στα σχέδια του Πούτιν για την Ουκρανία, λέγοντας ότι οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες μπορούσαν να επιβεβαιώσουν ότι επίκειται επίθεση. Πολλοί στην αίθουσα και όσοι παρακολουθούσαν την ομιλία του Blinken από την τηλεόραση στη Μέση Ανατολή δεν μπορούσαν να μην θυμηθούν την παραπλανητική παρουσίαση σχετικά με το υποτιθέμενο οπλικό πρόγραμμα του Ιράκ που έκανε ένας από τους προκατόχους του, ο Colin Powell, στο Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 2003. Αν και το αίτημα του Powell για την υποστήριξη της εισβολής στο Ιράκ και το αίτημα του Blinken για την καταδίκη της Ρωσίας είναι πολύ διαφορετικά, η χλιαρή ανταπόκριση στο δεύτερο αίτημα μπορεί να αναχθεί στο πρώτο. Όπως δήλωσε τον περασμένο μήνα η Hina Rabbani Khar, υφυπουργός Εξωτερικών του Πακιστάν, «πρέπει να υπάρξει καθολική εφαρμογή της βασισμένης σε κανόνες τάξης».

Στην συνέχεια, υπάρχει η αντίληψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να διατηρήσουν τις θέσεις τους στην εξωτερική πολιτική από τη μια κυβέρνηση στην άλλη, γεγονός που επίσης έκανε τους συμμάχους των ΗΠΑ να διστάσουν πριν υποστηρίξουν την Ουκρανία. Ξανά και ξανά, οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αποκαταστήσουν τους δεσμούς τους με ηγέτες που προηγουμένως θεωρούσαν εχθρικούς, όπως ο Qaddafi στην Λιβύη, το ιρανικό καθεστώς κατά την διάρκεια των πυρηνικών διαπραγματεύσεων, και οι Ταλιμπάν το 2020 πριν από την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Αυτές οι ανατροπές έχουν κάνει πολλούς στον αραβικό κόσμο να αναρωτιούνται αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να συνάψουν μια συμφωνία με την Ρωσία, παρά την δημόσια ρητορική τους, και να αφήσουν τη Μέση Ανατολή να αντιμετωπίσει τις συνέπειες για άλλη μια φορά.

Τα τελευταία 20 χρόνια διάβρωσης της εμπιστοσύνης μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του αραβικού κόσμου φάνηκαν νωρίτερα τον Μάρτιο, όταν η Κίνα μεσολάβησε για την επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας. Η ανακοίνωση υποδήλωνε ότι η επιρροή των ΗΠΑ είχε μειωθεί, δεδομένου ότι η Σαουδική Αραβία, ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ, στράφηκε στην Κίνα, τον μεγαλύτερο αντίπαλο των Ηνωμένων Πολιτειών, για να την βοηθήσει να κλείσει μια συμφωνία.

Αν και η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μέση Ανατολή έχει χαμηλώσει, η χώρα εξακολουθεί να ασκεί τεράστια επιρροή. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να έχουν την μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία στην περιοχή. Μεταξύ 40.000 και 60.000 Αμερικανών στρατιωτών [6] είναι ανεπτυγμένοι εκεί, με περίπου 2.500 από αυτούς στο Ιράκ. Πολλές χώρες είτε συνδέουν τα νομίσματά τους με το αμερικανικό δολάριο είτε έχουν οικονομίες που λειτουργούν με βάση τη μετατροπή αυτού του νομίσματος. Αλλά αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι, όπως ξεκαθάρισε ο Μπάιντεν, η εποχή των υπό αμερικανική ηγεσία προσπαθειών οικοδόμησης έθνους έχει τελειώσει. Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Μέση Ανατολή χαιρετίζουν αυτήν την εξέλιξη. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει μια αθωότητα, μια αφέλεια, που έχει χαθεί για πάντα μεταξύ εκείνων στη Μέση Ανατολή που πίστευαν πραγματικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η MINA AL-ORAIBI είναι Ιρακινο-Βρετανίδα δημοσιογράφος και αρχισυντάκτρια της εφημερίδας The National.

Foreign Affairs

https://foreignaffairs.gr/articles/74083/mina-al-oraibi/i-amerikaniki-epirroi-meta-to-irak?page=show

https://www.foreignaffairs.com/united-states/american-influence-after-iraq

 

Greek Finance Forum Team

 

 

Σχόλια Αναγνωστών

 

 
 

 

 

 

 

 

 

 

 
   

   

Αποποίηση Ευθύνης.... 

© 2016-2023 Greek Finance Forum