Αυτό υποστηρίζουν οι Εντ
Κλίσοντ, επικεφαλής
στρατηγικής για τις ΗΠΑ
και Θανχ Νγκάιεν,
ανώτερος αναλυτής, στη
Ned Davis Research. Σε
σημείωμα αυτή την
εβδομάδα, ανέφεραν ότι
αποδόσεις των
βραχυπρόθεσμων εντόκων
γραμματίων έχουν ανέβει
σε επίπεδα που έχουν
κάνει τους επενδυτές να
αναλογίζονται εάν οι
μετοχές αξίζουν πλέον
τον κίνδυνο, δεδομένων
των αβεβαιοτήτων που
συγκρατούν τον S&P
500 από το να διασπάσει
τη ζώνη των 4.200
μονάδων (την περασμένη
Παρασκευή έκλεισε με
πτώση 0,14% στις
4.191,98 μονάδες).
Μετά από μια «θλιβερή»
χρονιά (το 2022) τόσο
για τα ομόλογα όσο και
για τις μετοχές, το
σταθερό εισόδημα υψηλής
ποιότητας -όπως τα
έντοκα γραμμάτια και τα
εταιρικά ομόλογα
επενδυτικής διαβάθμισης,
βρίσκονται σε μια από
τις καλύτερες περιόδους
τους καθώς προσφέρουν
στους επενδυτές
καλύτερες και
ανταγωνιστικές
επιδόσεις. Η
αποφασιστικότητα της Fed
να αποκαταστήσει τη
σταθερότητα των τιμών
σπρώχνει τα επιτόκια των
ομολόγων σε υψηλά πολλών
ετών, ενώ επιβαρύνει την
επίδοση των περισσότερων
μετοχών στις ΗΠΑ το
2023, εκτός από τον
Nasdaq ο οποίος από τις
αρχές του τρέχοντος
έτους ενισχύεται κατά
20,9%, με τον S&P 500 να
αταγράφει κέρδη της
τάξεως του 9,2% και τον
Dow Jones μόλις 0,8%.
Την ίδια ώρα, η απόδοση
του αμερικανικού
κρατικού τρίμηνου
εντόκου γραμματίου
παραμένει κοντά στο
υψηλότερο επίπεδο από
τον Ιανουάριο του 2001,
στο 5,265%, σύμφωνα με
τα στοιχεία της
Tradeweb.

«Μετά από μια δεκαετία
«TINA» (συντομογραφία
του «δεν υπάρχει
εναλλακτική») στις
μετοχές, οι αγορές έχουν
περάσει στην περίοδο
TARA (συντομογραφία του
υπάρχουν λογικές
εναλλακτικές»)» γράφουν
οι αναλυτές στο σημείωμά
τους. Προς επίρρωση των
γραφόμενών τους
επισημαίνουν την απόδοση
του τριμηνιαίου εντόκου
γραμματίου (άνω του 5,2%
έναντι της απόδοσης των
κερδών του S&P 500 στο
4,88%).
Ο S&P 500 απέτυχε σε
κάθε προσπάθεια να
ξεπεράσει το επίπεδο των
4.200 μονάδων φέτος και
«οι προοπτικές των
κερδών για το 2023 δεν
φαίνεται να είναι αρκετά
ισχυρές από μόνες τους
για να σώσουν την αγορά
από τον ανταγωνισμό από
τα έντοκα γραμμάτια του
Δημοσίου», σύμφωνα με
τους Κλίσοντ και
Νγκάιεν.
Η παύση στις συνομιλίες
για το ανώτατο όριο του
χρέους, μαζί με την
πιθανή ανάγκη για
περισσότερες
συγχωνεύσεις στον
τραπεζικό κλάδο στις
ΗΠΑ, οδήγησαν και τους
τρεις κυριότερους
χρηματιστηριακούς
δείκτες της Wall Street
σε πτώση την περασμένη
Παρασκευή.
Το άγγιγμα του Πάουελ
Οι μετοχές δέχθηκαν
επίσης πιέσεις από τις
διαφορετικές ερμηνείες
των δηλώσεων του
διοικητή της
Ομοσπονδιακής Τράπεζας
των ΗΠΑ Τζερόμ Πάουελ.
Ενώ τα σχόλια του Πάουελ
ενίσχυσαν τις προσδοκίες
για παύση στην αύξηση
των επιτοκίων τον
Ιούνιο, ορισμένοι
αναλυτές χαρακτήρισαν
τον πρόεδρο της Fed ως
γεράκι –αφήνοντας αρκετό
χώρο στους υπεύθυνους
χάραξης πολιτικής να
αυξήσουν ξανά τα
επιτόκια για τον έλεγχο
του πληθωρισμού.
Νωρίτερα την προηγούμενη
εβδομάδα, ο Μαρκ Χέφελ,
επικεφαλής επενδύσεων
στη UBS Global Wealth
Management, δήλωσε ότι
«βλέπουμε την ανταλλαγή
κινδύνου-ανταμοιβής για
τις αμερικανικές μετοχές
ως μη ελκυστική».
Σε ένα ήπιο σενάριο με
ομαλή προσγείωση της
αμερικανικής οικονομίας,
η UBS Global Wealth
πιστεύει ότι ο S&P 500
«θα μπορούσε να ανέλθει
έως τις 4.400 μονάδες
έως τα τέλη του
έτους». Όμως εάν η
μεγαλύτερη οικονομία του
κόσμου διολισθήσει σε
ύφεση, «πιστεύουμε ότι
θα μπορούσε να πέσει
στις 3.300 μονάδες»,
έγραψε ο Χέφελ σε
σημείωμα. «Δεδομένης
αυτής της ασύμμετρης
απόκλισης, προτιμούμε
λιγότερο τις μετοχές σε
σχέση με τα ομόλογα,
ειδικά σε ένα περιβάλλον
όπου το σταθερό εισόδημα
υψηλής ποιότητας
προσφέρει ανταγωνιστικές
αποδόσεις», καταλήγει. |