Πρόκειται για μια
στιγμή-ορόσημο στην
βιομηχανική πτώση της
Γερμανίας και ένα πλήγμα
στην εικόνα της χώρας ως
υπερδύναμης των
αυτοκινήτων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η
ανακοίνωση της
Volkswagen ήρθε αμέσως
μετά από ένα άλλο σοκ
για τη Γερμανία και τους
πολιτικούς της, αυτό της
μεγάλης ανόδου της άκρας
δεξιάς στις εκλογές που
πραγματοποιήθηκαν την
περασμένη Κυριακή σε δύο
κρατίδια της πρώην
Ανατολικής Γερμανίας.
Πρόκειται για εξελίξεις
–οικονομικές και
πολιτικές- που
αντανακλούν την
πραγματικότητα ότι το
project της επανένωσης
είχε υψηλό κόστος. Το
αντιμεταναστευτικό AfD
και οι λαϊκιστές της
αριστεράς ανεβαίνουν
«πατώντας» πάνω στο
χάσμα Ανατολικής-Δυτικής
Γερμανίας και το
πολιτικό κατεστημένο της
χώρας αδυνατεί να τους
σταματήσει.
Εν όψει και των εκλογών
του 2025, το ερώτημα
είναι εάν οι Γερμανοί
πολιτικοί μπορούν να
αντιμετωπίσουν την
δυσαρέσκεια των
ψηφοφόρων. Και πολλά θα
εξαρτηθούν από το κατά
πόσο η Γερμανία μπορεί
να επιτύχει ένα νέο
οικονομικό θαύμα: Να
μεταμορφωθεί από
εξαγωγέας αυτοκινήτων σε
μία υπερδύναμη της
καθαρής ενέργειας,
διαδραματίζοντας
πρωταγωνιστικό ρόλο στα
τσιπ και τις μπαταρίες.
Σύμφωνα με το Bloomberg,
η πτώση της Volkswagen
είναι αποτέλεσμα των
ίδιων των προβλημάτων
του μοντέλου της
Γερμανίας και θέτει υπό
αμφισβήτηση την
ικανότητα της χώρας να
διατηρήσει την ηγετική
της θέση στην Ευρώπη.
«Εν μέρει, η Volkswagen
προκάλεσε μόνη της τα
προβλήματά της, λόγω των
κανών επιχειρηματικών
της αποφάσεων, αλλά η
εταιρεία είναι και ένα
καλό παράδειγμα των
τεράστιων δυσκολιών που
αντιμετωπίζει η Γερμανία
ως επιχειρηματικό
κέντρο», λέει στο
Bloomberg ο Carsten
Brzeski, οικονομολόγος
της ING. «Η Γερμανία
χάνει ανταγωνιστικότητα
εδώ και χρόνια και αυτό
επηρεάζει και τα πρώην
πετράδια του στέμματος
της γερμανικής
οικονομίας».
Η αυτοκινητοβιομηχανία
παράγει περίπου το 4%
της συνολικής
προστιθέμενης αξίας στη
γερμανική οικονομία,
καθώς και ένα 4% ακόμα,
εάν συνυπολογιστούν
σχετικοί τομείς, όπως οι
βιομηχανίες των μετάλλων
και των ελαστικών.
Και την ίδια στιγμή, τα
αυτοκίνητα αποτελούν
αναπόσπαστο κομμάτι της
μοντέρνας ταυτότητας της
Γερμανίας. Η ιστορία
της ίδιας της VW
ταυτίζεται με εκείνη της
μεταπολεμικής Γερμανίας,
της ανόδου κόντρα σε
όλες τις δυσκολίες, του
μεταπολεμικού θαύματος
που μετέτρεψε έναν
κατεστραμμένο τόπο στη
μεγαλύτερη βιομηχανική
δύναμη της Ευρώπης.
Με την έλευση του 21ου
αιώνα, η Volkswagen
κατάφερε με τη βοήθεια
της ζήτησης από την όλο
και μεγαλύτερη μεσαία
τάξη της Κίνας, να
αποφύγει την τύχη των
μεγαλύτερων ανταγωνιστών
της από το Ντιτρόιτ.
Όμως σήμερα, η εξάρτησή
της από τους Ασιάτες
καταναλωτές,
αποδεικνύεται
προβληματική. Η άνοδος
των κινεζικών
εργοστασίων και οι
αλλεπάλληλες κρίσεις,
από την πανδημία έως την
ενεργειακή κρίση,
πλήττουν όχι μόνο την
Volkswagen, αλλά και
ολόκληρη τη γερμανική
βιομηχανία.
Και φέρνουν στην
επιφάνεια το ερώτημα του
πόσο ελκυστική είναι η
Γερμανία για τις
επιχειρήσεις. Οι
υποδομές της υποφέρουν
καθώς η δημοσιονομική
σύνεση κράτησε τις
επενδύσεις σε χαμηλά
επίπεδα εδώ και
δεκαετίες, ενώ οι
επιχειρήσεις
διαμαρτύρονται συχνά για
την γραφειοκρατία.
Η απάντηση της
κυβέρνησης του Olaf
Scholz, σε μία
προσπάθεια να μετριάσει
τη δυσαρέσκεια των
ψηφοφόρων στα ανατολικά,
ήταν σε μεγάλο βαθμό να
δίνει γενναιόδωρες
κρατικές επιδοτήσεις
στις εταιρείες που
άνοιγαν εργοστάσια εκεί.
Όμως, η προσέγγιση αυτή
δεν λύνει το πρόβλημα
της απώλειας
ανταγωνιστικότητας
μακροπρόθεσμα. Όπως λέει
ο βουλευτής του CDU,
Jens Spahn, «η
Volkswagen είναι μόνο η
κορυφή του παγόβουνου».
Από την άλλη, η Monika
Schnitzer, οικονομολόγος
που συμβουλεύει την
κυβέρνηση, προειδοποιεί
ότι είναι πολύ νωρίς για
να διαγράψει κανείς την
Γερμανία. «Οι
γερμανικές εταιρείες
μπορούν να συνεχίσουν να
πετυχαίνουν εάν
διαπρέπουν με τις πιο
πρόσφατες τεχνολογίες
και τα προϊόντα υψηλής
ποιότητας, διατηρώντας
παράλληλα το κόστος υπό
έλεγχο. Η Γερμανία
εξακολουθεί να έχει
πολλούς ηγέτες στην
παγκόσμια αγορά, ειδικά
μεταξύ των λεγόμενων
κρυφών πρωταθλητών της,
οι οποίοι κυριαρχούν σε
εξειδικευμένες αγορές».
Πηγή: Money Review |