Ο δεκάλογος των ατού
• Αποδόσεις:
Ο Γενικός Δείκτης
αναρριχήθηκε πριν
τέσσερις μήνες έως τις
1.502 μονάδες, οι οποίες
μέχρι και σήμερα
συνιστούν το υψηλότερο
επίπεδο του έτους αλλά
και το υψηλότερο επίπεδο
από το 2011,
πετυχαίνοντας μια
τριπλάσια τιμή σε σχέση
με τα χαμηλά της
πανδημικής περιόδου.
Παρά τη μίνι διόρθωση
(-4%) που μεσολάβησε
κατά τη διάρκεια του
καλοκαιριού, εξακολουθεί
να προσφέρει μια απόδοση
άνω του 11% μέσα στο
2024, ενώ τα κέρδη είναι
ακόμα μεγαλύτερα, αν η
σύγκριση επεκταθεί
χρονικά. Είναι
χαρακτηριστικό ότι η
μεταβολή του Γ.Δ.
ξεπερνά το +12% στο
12μηνο, το +72% στη
2ετία και το +66% στην
5ετία. Ακόμη και σε
σχέση με τον Σεπτέμβριο
του 2014 (10ετία), το
πρόσημο παραμένει θετικό
κατά τουλάχιστον +23%.
• Κεφαλαιοποίηση:
Όλα αυτά εύλογα
αποτυπώνονται και στη
συνολική κεφαλαιοποίηση
της εγχώριας αγοράς, η
οποία -για πρώτη φορά
από το ξέσπασμα της
πολυετούς οικονομικής
κρίσης- βρίσκεται ξανά
στην περιοχή των 100
δισ. ευρώ. Ένα νούμερο,
το οποίο έχει βελτιώσει
θεαματικά την εκτιμώμενη
αναλογία
κεφαλαιοποίησης/ΑΕΠ για
φέτος (από σταθερά κάτω
του 30% σε 45% το 2024).
Μην ξεχνάμε ότι τον
Μάρτιο του 2020
(lockdown και Covid) η
αξία του Χ.Α. ανερχόταν
μετά βίας στα 35 δισ.
ευρώ, τον Σεπτέμβριο του
2015 δεν υπέρβαινε τα
28,5 δισ. ευρώ, ενώ τον
Σεπτέμβριο του 2014,
δηλαδή ακριβώς πριν μία
10ετία, έφθανε στα 58
δισ. ευρώ.
• Τζίρος:
Ο ημερήσιος τζίρος
αποτελεί ακόμη ένα
ποσοτικό κριτήριο για
την αναβάθμιση του
χρηματιστηριακού προφίλ
της Αθήνας. Παρά το
γεγονός ότι οι
καλοκαιρινοί μήνες έχουν
«χαλάσει» κάπως τον
φετινό μέσο όρο, αυτός
συνεχίζει να βρίσκεται
σταθερά άνω των 100
εκατ. ευρώ ημερησίως
(μ.ο. για το 2024),
επιδεικνύοντας μια σαφώς
βελτιωμένη εικόνα σε
σχέση με τα προηγούμενα
χρόνια. Βέβαια,
συνεχίζει να απέχει
παρασάγγας από τον μέσο
όρο της προ οικονομικής
κρίσης (190 εκατ. ευρώ).
Επομένως, ναι μεν
υπάρχει πρόοδος, αλλά
σίγουρα θα πρέπει να
έχουμε και συνέχεια. Με
βάσει τα μοντέλα της
Optima Bank, ο μέσος
ημερήσιος τζίρος της
περιόδου 2023 – 2026
μπορεί να φθάσει υπό
προϋποθέσεις έως τα 173
εκατ. ευρώ, κάτι
εξαιρετικά σημαντικό αν
θέλουμε να δούμε
περαιτέρω άνοδο της
αγοράς.
• Τράπεζες:
Η αθροιστική αξία των
τεσσάρων συστημικών
τραπεζών αγγίζει τα 23
δισ. ευρώ, ενώ
λαμβάνοντας υπόψη αφενός
την κεφαλαιοποίηση της
Optima Bank, αφετέρου
τις προοπτικές που
διανοίγονται για την
Attica Bank, οδηγούμαστε
στο συμπέρασμα ότι ο
κλάδος απαρτίζει το 1/4
της συνολικής
κεφαλαιοποίησης του
Χρηματιστηρίου. Ένα
ποσοστό σημαντικά
υψηλότερο σε σχέση με
την περίοδο της
οικονομικής κρίσης, όταν
η αξία των τραπεζών μετά
βίας υπολογιζόταν στα 3
εκατ. ευρώ. Την ίδια
στιγμή, το τεράστιο ράλι
των τελευταίων τεσσάρων
ετών αποτελεί την
καλύτερη απόδειξη για τη
βελτίωση της υγείας του
κλάδου, ο οποίος
-σύμφωνα με αρκετούς
αναλυτές- δεν έχει
φθάσει ακόμα στο… πικ
του.
• Κερδοφορία:
Τα οικονομικά
αποτελέσματα των
εισηγμένων, σίγουρα,
διάγουν ημέρες άλλων
εποχών, με το 2023 να
χαρίζει την υψηλότερη
κερδοφορία από το ρεκόρ
του 2007 (περίπου 10,5
δισ. ευρώ), ξεπερνώντας
ακόμα και τα 10,4 δισ.
ευρώ του 2022. Και το
σημαντικότερο είναι ότι
οι προοπτικές παραμένουν
ευοίωνες και για φέτος,
όπου η πλειονότητα όσων
εισηγμένων έχουν ήδη
ανακοινώσει αποτελέσματα
εξαμήνου καταγράφει
βελτιωμένα μεγέθη
(+15,6% στα καθαρά
κέρδη).
• Μερίσματα:
Η ανθηρή κερδοφορία
μεταφράζεται
δικαιολογημένα και σε
ανθηρά μερίσματα, με τις
εισηγμένες να διανέμουν
περισσότερα από 2,9 δισ.
ευρώ μέσα στο 2023, ενώ
για το 2024 οι
επιβραβεύσεις των
μετόχων εκτιμάται ότι θα
ξεπεράσουν ακόμα και τα
4 δισ. ευρώ, δεδομένου
ότι από φέτος, έπειτα
από μια απραξία 16 ετών,
«παίζουν μπάλα» και οι
συστημικές τράπεζες. Ας
σημειωθεί ότι το ρεκόρ
διανομής ανήκει στο
2007, όταν μοιράστηκαν
5,4 δισ. ευρώ.
• Ελκυστικότητα:
Τα εύρωστα οικονομικά
μεγέθη και οι διαδοχικές
επιβραβεύσεις των
μετόχων, παρά το
εντυπωσιακό ράλι των
τελευταίων ετών,
εξακολουθούν να
διατηρούν τις
αποτιμήσεις των
ελληνικών μετοχών σε
ιδιαιτέρως ελκυστικά
επίπεδα, με τον δείκτη
πολλαπλασιαστή
κερδοφορίας P/E να
κυμαίνεται σε μονοψήφια
επίπεδα (κάτω του 10x).
Κάπως έτσι, οι
εισηγμένες της Αθήνας
φιγουράρουν στον χάρτη
τον πλέον «φθηνών» σ’
όλη την Ευρώπη.
• Περιβάλλον:
Φυσικά, τίποτα από τα
παραπάνω δεν θα είχε
καταστεί πραγματικότητα,
χωρίς την εξασφάλιση
ενός σταθερά ανοδικού
μακροοικονομικού
πλαισίου. Η επίτευξη
διατηρήσιμης ανάπτυξης
άνω του 2% του ΑΕΠ
ετησίως παρέχει ένα
ισχυρό «μπουστάρισμα»
στην ελληνική
κεφαλαιαγορά.
• Επενδυτική
βαθμίδα: Το
ίδιο ισχύει και με την
ανάκτηση της επενδυτικής
βαθμίδας, με τις
αναβαθμίσεις των Fitch,
Standard & Poor’s, DBRS
και Scope να ρίχνουν
τίτλους τέλους σε μια
μακρά περίοδος
αναξιοπιστίας για τα
κρατικά ομόλογα. Το
ολικό comeback είναι
πολύ πιθανό να
ολοκληρωθεί σε λίγες
ημέρες, όταν και ο
Moody’s αναμένεται να
επαναφέρει την Ελλάδα σε
καθεστώς investment
grade.
• IPOs: Έχοντας
κατά νου όλους τους
παραπάνω παράγοντες,
είναι εύλογο και
δικαιολογημένο να
βλέπουμε επιτέλους την
αγορά των IPOs, δηλαδή
των Αρχικών Δημόσιων
Προσφορών, να αρχίζει εκ
νέου να παίρνει… μπρος,
έπειτα από αρκετά έτη
διαγραφών και
αποχωρήσεων εισηγμένων.
Η δυναμικής είσοδος του
«Ελ. Βενιζέλος» φαίνεται
ότι αποτέλεσε μια ηχηρή
αρχή, στην οποία η
Τράπεζα Κύπρου
ετοιμάζεται να δώσει
συνέχεια, προσθέτοντας
μια έξτρα κεφαλαιοποίηση
της τάξης των 2 δισ.
ευρώ. Ευχής έργον οι
εισαγωγές να
συνεχιστούν, καθώς τα
περιθώρια βελτίωσης
είναι τεράστια, ενόσω
πολλές μεγάλες ελληνικές
επιχειρήσεις
εξακολουθούν να μένουν
εκτός του Χ.Α.
Η αχίλλειος πτέρνα
• Έλληνες…
γιοκ: Η απουσία
των Ελλήνων επενδυτών
από τα τεκταινόμενα του
Χ.Α., ωστόσο,
εξακολουθεί να συνιστά
την αχίλλειο πτέρνα της
εγχώριας κεφαλαιαγοράς.
Ο Έλληνας
μικροεπενδυτής, εδώ και
αρκετά χρόνια, δεν
βλέπει τη Λεωφόρο Αθηνών
ως μια ευκαιρία
εξασφάλισης σταθερών
ετήσιων αποδόσεων,
προτιμώντας να διατηρεί
τα χρήματά του στις
τράπεζες (ή και στη
ντουλάπα του σπιτιού
του), παρά τα σχεδόν
μηδενικά επιτόκια. Κι
αυτό ισοδυναμεί με μια
μεγάλη και διαχρονική
ανορθογραφία, την οποία
ο οργανισμός του
Χρηματιστηρίου οφείλει
να διορθώσει άμεσα. Για
την ιστορία, το 2007 η
συμμετοχή των Ελλήνων
επενδυτών ξεπερνούσε το
50%. Σήμερα, οι ημεδαποί
αποτελούν μειοψηφία,
καθώς με βάση τα πλέον
πρόσφατα στοιχεία η
συμμετοχή τους
περιορίζεται κάτω του
35%. Αυτό ακριβώς το
χαρακτηριστικό φαίνεται
ότι δημιουργεί ορισμένα
παράπλευρα προβλήματα,
όπως είναι για
παράδειγμα η έλλειψη
βάθους. Ελάχιστες
εισηγμένες κάνουν το
απόλυτο… «κουμάντο» στο
Χ.Α., με τις 10
κορυφαίες εταιρείες σε
όρους αποτίμησης να
ελέγχουν το 60% της
συνολικής κεφαλαιαγοράς,
ενώ η αντιστοιχία σε
όρους τζίρου είναι ακόμη
πιο δυσανάλογη, με το
top-10 να συνεισφέρει το
80% της ημερήσιας αξίας
των συναλλαγών. Κι αυτό,
σίγουρα, αποτελεί ένα
στοιχείο, το οποίο
εγείρει προβληματισμό. |