Οταν λίγο αργότερα, στις
30 Σεπτεμβρίου του 1876,
η αυτοδημιούργητη
ελεύθερη αγορά
χρεογράφων
επισημοποιήθηκε επί
κυβερνήσεως Αλ.
Κουμουνδούρου, την εποχή
εκείνη διαπραγματεύονταν
οι τίτλοι 18 εθνικών
δανείων (που είχαν
εκδοθεί κατά την περίοδο
1881 ως και 1915) και οι
μετοχές 30 εταιρειών,
από τις οποίες σήμερα
είναι εισηγμένες μόνο
δύο: η Εθνική Τράπεζα
και η τσιμεντοβιομηχανία
Τιτάν.
Το Χρηματιστήριο
αναγκάστηκε να διακόψει
τη λειτουργία του για
πρώτη φορά κατά τη
διάρκεια των Βαλκανικών
Πολέμων το 1912 ενώ στην
Κατοχή οι μεσίτες της
«ελεύθερης» αγοράς
επιδίδονταν στην
αγοροπωλησία λιρών στους
δρόμους.
Στο τέλος του 1964
τέθηκε σε εφαρμογή η
λειτουργία του γενικού
δείκτη τιμών, ενώ στα
τέλη του 1974
διαπραγματεύονταν 124
μετοχές. Στη
Μεταπολίτευση ήταν η
πρώτη φορά που το
Χρηματιστήριο γινόταν
φορέας μαζικού
ενδιαφέροντος, ενώ οι
εταιρείες μπορούσαν να
αντλούν κεφάλαια από το
ευρύτερο επενδυτικό
κοινό. Η Σοφοκλέους
γνώρισε περιόδους
κερδοσκοπικών εξάρσεων,
όπως αυτή που είχε
δημιουργηθεί από το
καλοκαίρι ως τον
Οκτώβριο του 1987, το
1990 κ.τ.λ., αλλά καμία
περίοδος δεν μπορεί να
συγκριθεί με το 1999
όπου το Χρηματιστήριο
Αθηνών σημείωσε το
ιστορικό του ρεκόρ.
Μετοχές με «αέρα»
Το «Λαυρεωτικό ζήτημα»,
που είχε εξελιχθεί σε
μείζον εθνικό θέμα στις
αρχές της δεκαετίας του
1870, ωχριά μπροστά στο
1999, λόγω της
μαζικότητας που έλαβε η
συμμετοχή των
μικροεπενδυτών. Μάλιστα,
ενώ μία ημέρα μετά την
υπογραφή της Συνθήκης
της Λωζάννης η τότε
διοίκηση του ΧΑ
αποφάσισε ότι οι
συναλλαγές θα γίνονταν
πλέον μόνο τοις
μετρητοίς, 76 χρόνια
μετά οι Ελληνες αγόραζαν
μετοχές με «αέρα», ενώ
1,5 εκατ. μικροεπενδυτές
και 1 εκατ.
μικρομεριδιούχοι
μετοχικών Α/Κ
ανακάλυπταν το
Ελντοράντο των μετοχών,
αντλώντας μάλιστα πολλές
φορές πληροφορίες ή
οργανώνοντας τα… επόμενα
επενδυτικά τους βήματα
συναρπαγμένοι μέσα από
τις τότε 1.400 περίπου
ΕΛΔΕ. Οπως περιγραφόταν
τότε (το 1999 και γι’
αυτό έχει την αξία του)
από τον οίκο Flemings,
«αυτό που συμβαίνει
είναι μια κλασική
περίπτωση ανοδικής
προσαρμογής των
αποτιμήσεων που
προκλήθηκε από την πτώση
των επιτοκίων. Οταν όμως
περάσει ο ενθουσιασμός,
οι Ελληνες θα
αναρωτιούνται τι στην
πραγματικότητα
αγόρασαν».
Οι μεγάλες φούσκες
Στην ιστορία των αγορών,
οι φούσκες, δηλαδή η
υπερβολική διόγκωση των
τιμών, δεν αποτελούν
άγνωστο φαινόμενο. Αν
και δεν είναι εύκολο να
μαντέψει κανείς τη
χρονική στιγμή κατά την
οποία αυτές αρχίζουν να
ξεφουσκώνουν, όλες οι
μεγάλες φούσκες του
παρελθόντος δείχνουν να
έχουν ένα κοινό
χαρακτηριστικό:
γιγαντώθηκαν με το
εύκολο χρήμα. Αυτό
προκύπτει από τη μανία
με τις τουλίπες του
1600, τη φούσκα της
South Sea Company το
1720, τη φούσκα της
αγοράς ακινήτων της
Φλόριδας τη δεκαετία του
1920, την επενδυτική
μανία γύρω από τις
μετοχές του Κουβέιτ στις
αρχές της δεκαετίας του
1980, τη φούσκα των
ιαπωνικών μετοχών και
των ακινήτων στα τέλη
της δεκαετίας του ’80,
την τεχνολογική φούσκα
του 1998-2000, αλλά και
τη φούσκα των
στεγαστικών δανείων
χαμηλής εξασφάλισης
(subprime mortgages)
στις ΗΠΑ του 2007 που
οδήγησε στη χρεοκοπία
της Lehman Brothers κ.ά.
Νέα τζάκια
Βέβαια, οι μεγάλες
κρίσεις αλλά και οι
«φούσκες» ανέδειξαν και
στην Ελλάδα νέα τζάκια
και οδήγησαν άλλα στον
αφανισμό, αν και
παραδοσιακές οικογένειες
παρέμειναν στο
προσκήνιο. Για την
αγορά, τις τελευταίες
10ετίες είχαμε αρκετές
ανακατατάξεις στο
επιχειρηματικό σκηνικό,
ενώ όπως η προηγούμενη
φάση ριζικού
μετασχηματισμού της
ελληνικής οικονομίας και
του πολιτικού συστήματος
τη δεκαετία του ’80
σημαδεύτηκε από μεγάλες
κοινωνικές αλλαγές και
από την ανάδειξη των
«νέων τζακιών» που
έμελλε να διαδραματίσουν
πρωταγωνιστικό ρόλο στις
πολιτικές, οικονομικές
και επιχειρηματικές
εξελίξεις, η φούσκα του
‘99 αλλά και η πρόσφατη
χρεοκοπία και η 10ετής
κρίση που ακολούθησε
ανέδειξαν τους «νικητές
της επόμενης ημέρας»,
τις επιχειρήσεις εκείνες
που άντεξαν στην κρίση,
κέρδισαν μερίδια αγοράς,
παρουσιάζοντας τα
τελευταία χρόνια
σημαντική αύξηση στο
σύνολο των οικονομικών
μεγεθών και
αριθμοδεικτών, καθώς
προσαρμόστηκαν στις
απαιτήσεις της
οικονομίας για παραγωγή
προϊόντων και υπηρεσιών
υψηλής προστιθέμενης
αξίας.
Ιστορικό ρεκόρ
Οι χρηματιστηριακοί
κύκλοι πάντως και οι
μεταβολές στις αξίες και
στο Χρηματιστήριο της
Αθήνας προκαλούν ίλιγγο.
Το 1983, λ.χ., η
συνολική κεφαλαιοποίηση
των εισηγμένων βρισκόταν
μόλις στα 278,7 εκατ.
ευρώ, ενώ το 1989, αν
στα παραδοσιακά blue
chips η κεφαλαιοποίηση
κυμαινόταν στα 120-150
εκατ. ευρώ, η
«περιφέρεια» βρισκόταν
στα 800.000 ευρώ.
Στο ιστορικό ρεκόρ του
ΧΑ στις 17.9.2004 η αξία
των εισηγμένων
εκτινάχθηκε στα 212,77
δισ. ευρώ. Η πτώση που
ακολούθησε ολοκληρώθηκε
στο -77% στις 31.3.2003
και οδήγησε σε απώλειες
158 δισ. ευρώ. Η άνοδος
που ακολούθησε ως την
περίοδο των εκλογών,
προτού η χώρα μπει στην
περιπέτεια του
μνημονίου, έφερε κέρδη
263% στις αξίες των
μετοχών. Η
κεφαλαιοποίηση του
Χρηματιστηρίου από το
υψηλό των 202,6 δισ.
ευρώ του Οκτωβρίου του
2007, προτού δηλαδή
ξεδιπλωθεί η παγκόσμια
χρηματοπιστωτική
κρίση/ύφεση, βρέθηκε
καθώς κορυφώνονταν οι
φόβοι για Grexit σε
ιστορικό χαμηλό στα
19,38 δισ. ευρώ τον
Ιούνιο του 2012, δηλαδή
οι ελληνικές μετοχές
έχασαν 183 δισ. ευρώ από
την αξία τους, εκ των
οποίων τα 52 δισ. ευρώ
μετά την προσφυγή στο
ΔΝΤ. Με τη χώρα ένα βήμα
πριν από το μνημόνιο και
με τον φόβο της εξόδου
από το ευρώ οι ξένοι
επενδυτές στο
Χρηματιστήριο της Αθήνας
προχώρησαν σε μαζικές
πωλήσεις ελληνικών
μετοχών. Από το υψηλό
του γενικού δείκτη στις
31.10.2007 ως το χαμηλό
στις 5.6.2012 η πτώση
κυμάνθηκε στο 91% και
θεωρείται η μεγαλύτερη
κατάρρευση των ελληνικών
μετοχών, ξεπερνώντας τη
φούσκα του ‘99.
Το «Varoufakis effect»
Τον Μάρτιο του 2014 η
κεφαλαιοποίηση του
Χρηματιστηρίου,
ενισχυμένη κατά 57 δισ.
ευρώ, ξεπέρασε τα 76
δισ. ευρώ, απόρροια και
της μείωσης του κόστους
δανεισμού που επέτρεψε
στις ελληνικές
επιχειρήσεις να
προσελκύσουν, σύμφωνα με
τα στοιχεία της PwC,
σχεδόν 15 δισ. ευρώ,
κυρίως από το εξωτερικό.
Μετά ήρθαν και οι
επιπτώσεις από το
«Varoufakis effect»,
όπως αποκάλεσε το πρώτο
εξάμηνο του 2015 ο Dr
Holger Schmieding, Chief
Economist της
παλαιότερης (από το
1590) γερμανικής
τράπεζας, της Berenberg,
καθώς αποφάνθηκε ότι
σπάνια μια νέα
κυβέρνηση, όπως η πρώτη
του Αλ. Τσίπρα με
υπουργό Οικονομικών τον
Γιάνη Βαρουφάκη, έχει
προκαλέσει τόσο μεγάλη
ζημιά σε τόσο σύντομο
διάστημα, με τις μετοχές
να χάνουν εύλογα 46 δισ.
ευρώ. Η νέα κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ και οι όποιες
(περισσότερο έλλογες)
προσπάθειες επιστροφής
στην κανονικότητα
οδήγησαν σε μερική άνοδο
κατά 12 δισ. ευρώ τις
αξίες στο Χρηματιστήριο,
αν και τα διεθνή
επενδυτικά κεφάλαια
διατηρούσαν την ελληνικά
αγορά στο περιθώριο. Η
άνοδος στην εξουσία της
ΝΔ υπό τον Κυριάκο
Μητσοτάκη και οι πιο
φιλικές προς την
οικονομία και τις
επιχειρήσεις πολιτικές,
αλλά και η επιστροφή της
χώρας στην επενδυτική
βαθμίδα οδήγησαν ως
απόρροια του
αποκαλούμενου και ως
«Mitsotakis effect» την
κεφαλαιοποίηση του ΧΑ
στην περιοχή των 100
δισ. ευρώ.
Άνοδοι και πτώσεις
Η ιστορία διδάσκει
πάντως ότι τα
χρηματιστήρια σημειώνουν
ανοδικούς και πτωτικούς
κύκλους που
«αντιγράφουν» και
κάποιες από τις
ακρότητες του
παρελθόντος, ενώ οι
μετοχές υπεραποδίδουν
καθώς η μέση ετήσια
πραγματική
(αποπληθωρισμένη)
απόδοση από το 1900 ως
το 2023 ανέρχεται στο
5,1% για τις μετοχές,
έναντι 1,8% για τα
ομόλογα και 0,5% για τα
έντοκα, που παίζουν τον
ρόλο της ρευστότητας,
σύμφωνα με την τελευταία
έρευνα (Global
Investment Returns
Yearbook) της UBS και
των καθηγητών Paul Marsh
και Dr Mike Staunton του
London Business School
και του Elroy Dimson του
Cambridge. Ωστόσο, ενώ
το ποσοστό των
περιπτώσεων υποαποδόσεων
των μετοχών είναι πιο
σπάνιο σε βάθος χρόνου,
το ύψος των ζημιών σε
περιόδους πτώσης μπορεί
να είναι τεράστιο και να
μην μπορεί να
αναπληρωθεί… στη σύντομη
διάρκεια μιας ζωής.
Π.χ., στην κορυφή της
ελληνικής φούσκας του
1999 πλειάδα μετοχών
διακινούνταν με
πολλαπλασιαστές κερδών
άνω του 900, πράγμα που
σημαίνει ότι τότε
κάποιος αγόραζε μετοχές
με σκοπό να πάρει πίσω
τα κέρδη του σε 900
χρόνια… Κάτι τέτοιες
στιγμές είναι που οι
οικονομολόγοι θυμούνται
την κάπως μακάβρια ρήση
του Τζον Μέιναρντ Κέινς:
«Μακροπρόθεσμα όλοι
είμαστε νεκροί…».
Πηγή: Έντυπη έκδοση «Το
Βήμα» |