Η απόφαση είναι κοινή
για το ελληνικό
τραπεζικό σύστημα, όσο
και αν αφορά πλήρες
διαφοροποιημένο
τιμολόγιο υπηρεσιών ανά
τράπεζα: η νέα εποχή όχι
μόνο ευνοεί, αλλά και
επιβάλλει, πολιτική
χρεώσεων με τη μορφή
πακέτου, ή καλύτερα με
τη μορφή συνδρομής. Ο
κάθε πελάτης μπορεί να
επιλέξει τη συνδρομή που
του ταιριάζει, που τον
συμφέρει, ανάλογα με τη
συναλλακτικότητα και τη
χρήση. Ακριβώς όπως θα
έκανε μ’ ένα γυμναστήριο
ή με τη σύνδεση ενός
κινητού ή μίας
πλατφόρμας
κινηματογραφικών
ταινιών.
Αυτή η ενιαία πλέον
γραμμή πλεύσης των
τραπεζών είναι απότοκος
της τάσης που ισχύει ήδη
εδώ και χρόνια σε
τράπεζες του εξωτερικού,
αλλά την ίδια στιγμή,
«αντιγράφει» την
πολιτική χρεώσων fintech
και άλλων neobanks, όπως
της Revolut ή της Ν26 ή
και πλήθος άλλων
τραπεζικών applications
οι οποίες έχουν βρει ένα
διψασμένο για εφαρμογές
ελληνικό κοινό,
ιδιαίτερα, σε νεαρές
ηλικίες.
Οι ψηφιακές αυτές
τράπεζες, χωρίς δίκτυο
και άλλα κόστη
λειτουργίας από αυτά που
σηκώνουν οι
παραδοσιακές, βαριές,
τράπεζες, έχουν
καταφέρει να
προσελκύσουν κοινό και
μάλιστα να διατηρήσουν
ανοιχτό τον διάλογο περί
χρεώσεων, λόγω ενός
σημαντικού συγκριτικού
πλεονεκτήματος: στην
πλειοψηφία τους δεν
χρεώνουν μια απλή
μεταφορά πίστωσης, σε
αντίθεση με όσα
συμβαίνουν επί ελληνικού
εδάφους, ειδικά όταν η
μεταφορά αφορά άλλη
τράπεζα, πολλώ δε
μάλλον, τράπεζα σε ξένη
χώρα.
Το κόστος μιας μεγάλης
χρέωσης το έχουν
διαπιστώσει πολλάκις
όσοι γονείς θέλουν να
στείλουν έμβασμα σε
λογαριασμό των παιδιών
τους, φοιτητών σε άλλες
ευρωπαϊκές χώρες
(επίκαιρο παράδειγμα από
τον επόμενο μήνα) αλλά
και όσοι θέλουν ακόμη
και εντός Ελλάδος, να
μεταφέρουν χρήματα από
τον έναν λογαριασμό σε
άλλον (ακόμη και αν
ανήκουν και στους
ίδιους, αλλά αφορούν
άλλες τράπεζες). Το
πρόβλημα αυτό ήρθε να
λύσει το IRIS, αλλά με
πλαφόν τα 500 ευρώ την
ημέρα, ενώ ακόμη
παραμένει σε ισχύ, η
αδικαιολόγητη, όπως
χαρακτηρίζουν οι
καταναλωτές, χρέωση για
το εισερχόμενο έμβασμα,
όπου αυτό εφαρμόζεται.
Το θέμα των χρεώσεων,
που η κυβέρνηση θα
σηκώσει εκ νέου
στοχεύοντας σε πιέσεις
για περιορισμό τους, θα
λυθεί τελικά, με την
επιλογή ενός
προσωποποιημένου πακέτου
υπηρεσιών. Ο κάθε
συναλλασσόμενος θα
«αγοράσει» τη συνδρομή
που τον ενδιαφέρει.
Μπορεί να πληρώνει μόνο
1 ευρώ τον μήνα, 2, ή
10. Ανάλογα με το πακέτο
που επιλέγει (το οποίο
μπορεί σε καθεστώς
πλήρους διαφάνειας να
δει στην ιστοσελίδα κάθε
τράπεζας) θα έχει μια
σειρά δωρεάν συναλλαγών,
αυξημένα ποσά και όρια,
μειωμένες επιμέρους
χρεώσεις.
Η εντελώς δωρεάν τήρηση
λογαριασμού δεν θα
σταματήσει. Αν και είναι
απόλυτο ξεκάθαρο «μείον»
για τα έσοδα μιας
τράπεζας, θα έχει το
δικαίωμα το κοινό να μην
πληρώνει ούτε ένα ευρώ
για τον λογαριασμό του.
Αυτό που θα αλλάξει
όμως, είναι ότι θα έχει
αντίστοιχα, πολύ
περιορισμένες υπηρεσίες.
Θα περιοριστεί στην
τήρηση του λογαριασμού
στην κάρτα για τα ATMs,
που θα λειτουργεί και ως
χρεωστική. Ως εκεί. Όπως
ακριβώς ισχύουν και στις
neobanks, που άνοιξαν
τον δρόμο προς αυτήν την
κατεύθυνση.
Πηγή: The Power Game
|