Σε μια
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα
ανάλυση, η Mediobanca
υπολογίζει ότι, ακόμη
και με τη μεγάλη αύξηση
των διανομών στους
μετόχους τα επόμενα
χρόνια, οι τράπεζες θα
έχουν «ελεύθερα»
κεφάλαια
δισεκατομμυρίων, που θα
πρέπει να αξιοποιήσουν
με συμφωνίες επέκτασης,
όπως η εξαγορά της Εθνικής
Ασφαλιστικής από
την Πειραιώς, ή
μια ενδεχόμενη απόκτηση
του ελέγχου της Eurolife από
τη Eurobank. Τέτοιες
συμφωνίες θα αύξαναν
σημαντικά την απόδοση
κεφαλαίου των τραπεζών,
ιδιαίτερα αν καταφέρουν
να πάρουν τον εποπτικό
χαρακτηρισμό Fi.Co
(Financial
Conglomerate), που
οδηγεί σε πολύ καλύτερη
εποπτική μεταχείριση.
Η
κορυφαία επενδυτική
τράπεζα της Ιταλίας
σημειώνει ότι μετά την
ολοκλήρωση της
διαδικασίας εξυγίανσης
και χάρη στα υψηλότερα
επιτόκια, οι ελληνικές
τράπεζες βελτίωσαν σε
μεγάλο βαθμό την
κεφαλαιακή τους
επάρκεια. Με εποπτικούς
όρους, διαθέτουν άφθονα αποθέματα
ασφαλείας για
να μην χρειασθεί να τους
επιβληθεί ο περιορισμός
με βάση τους κανόνες για
το μέγιστο διανεμητέο
ποσό (maximum
distributable amount –
MDA).
Η Alpha εμφανίζει
τα μεγαλύτερα αποθέματα
ασφαλείας MDA (επί των
συνολικών κεφαλαιακών
απαιτήσεων), τα οποία
ξεπερνούν το 8% από το
2025 και μετά,
ακολουθούμενη από την Εθνική
Τράπεζα με 6,5
- 7% το 2024-27, την Πειραιώς με
5,4 - 6,4% και τη Eurobank με
4-5% την ίδια περίοδο.
Με μια
άλλη βάση σύγκρισης,
επίσης τα πλεονάσματα
κεφαλαίου είναι μεγάλα.
Όπως σημειώνουν οι
αναλυτές της Mediobanca,
υποθέτοντας ότι το 14% για
τον δείκτη Fully
Loaded CET1 είναι
το βέλτιστο επίπεδο
κεφαλαίου που θέλει να
δει η αγορά σε μια
ελληνική τράπεζα,
βλέπουμε το πλεονάζον
κεφάλαιο της Alpha να
ανέρχεται σε 2 - 4,6% το
2024-27, ακολουθούμενο
από την Εθνική Τράπεζα
(περίπου 3 - 4,5% το
2024-27), τη Eurobank
(περίπου 1 - 2,5%) και
την Πειραιώς (στο 0,5 -
2% την ίδια περίοδο).
Είναι
εντυπωσιακή η συσχέτιση
των πλεοναζόντων
κεφαλαίων με τη συνολική
κεφαλαιοποίηση των
τραπεζών. Αυτά τα
επίπεδα πλεονάζοντος
κεφαλαίου, σημειώνει η
Mediobanca, αντιστοιχούν
περίπου σε 18 - 37% της
κεφαλαιοποίησης της
Alpha, περίπου σε 25%
της κεφαλαιοποίησης της
Εθνικής, 4-12% της
κεφαλαιοποίησης της
Πειραιώς και 12-16% της
κεφαλαιοποίησης της
Eurobank.
Πλεονάζοντα κεφάλαια σε
δισ. ευρώ και ως ποσοστό
% της κεφαλαιοποίησης
την περίοδο 2024 - 26

Πώς θα
αξιοποιηθούν τα
κεφάλαια;
Τα
πλεονάζοντα κεφάλαια
αρκετών δισεκατομμυρίων
που θα έχουν στη διάθεσή
τους οι τραπεζικές
διοικήσεις τα επόμενα
χρόνια οδηγούν στο
ερώτημα ποια είναι η βέλτιστη
αξιοποίησή τους. Η
Mediobanca τονίζει ότι
το πλεονάζον κεφάλαιο
είναι ζωτικής σημασίας
για τη διαφοροποίηση
του επιχειρηματικού
μοντέλου των
τραπεζών, υπό την έννοια
ότι προσφέρει μια μεγάλη
ευκαιρία να
διαφοροποιήσουν οι
τράπεζες τις
δραστηριότητες και τις
πηγές εσόδων τους, ώστε
να πάψουν να στηρίζουν
την κερδοφορία τους
κυρίως στα έσοδα από
τόκους.
Όπως
τονίζει η ιταλική
τράπεζα, οι ελληνικές
τράπεζες θα ανεβάσουν
τους συντελεστές
διανομής μερισμάτων
προς τον μέσο όρο των
τραπεζών της Ευρώπης,
δηλαδή θα φθάσουν σε
συντελεστές 50% ή και
περισσότερο τα επόμενα
χρόνια. Όμως, και πάλι
θα υπάρχουν περιθώρια
για την ενίσχυση και
διαφοροποίηση των
επιχειρηματικών μοντέλων
με τα κεφάλαια που θα
πλεονάζουν ακόμη και
μετά τις αυξημένες
διανομές μερισμάτων.
Μετά από
αρκετά χρόνια μείωσης
του κινδύνου και πώλησης
στοιχείων ενεργητικού,
τονίζει η Mediobanca, oi
ελληνικές τράπεζες είναι
και πάλι έτοιμες να
επεκτείνουν τις
δραστηριότητές τους με
στόχο τη μείωση της
εξάρτησης της
κερδοφορίας τους από τις
τροχιές των εσόδων από
τόκους και την ενίσχυση
των προμηθειών. Οι
ασφαλιστικές εταιρείες
και οι εταιρείες
διαχείρισης περιουσιακών
στοιχείων είναι οι δύο
τομείς με αυξημένη
εστίαση από τις
τράπεζες.
Σε αυτό
το πλαίσιο εντάσσονται
πρόσφατες κινήσεις των
τραπεζών. Η Eurobank,
μέσω της εξαγοράς της Ελληνικής
Τράπεζας, εξασφαλίζει
επίσης τις ασφαλιστικές
δραστηριότητες της CNP στην
Κύπρο. Η Πειραιώς
ανακοίνωσε ότι αξιολογεί
διάφορες πιθανές
επενδύσεις στους τομείς
διαχείρισης περιουσιακών
στοιχείων και ασφάλισης,
μεταξύ των οποίων και η Εθνική
Ασφαλιστική. Η
Alpha συμφώνησε να
αγοράσει το 100% της FlexFin για
την ενίσχυση των
υπηρεσιών factoring σε
Ελλάδα και Κύπρο.
«Χρυσή»
η μετατροπή σε FiCo
Όπως
επισημαίνει η Mediobanca
δεν έχει σημασία για τις
ελληνικές τράπεζες μόνο
αν θα εξαγοράσουν
ασφαλιστικές εταιρείες,
αλλά και με ποιο τρόπο
θα τις εντάξουν στους
ομίλους τους με βάση
τους εποπτικούς
κανόνες. Αν
καταφέρουν να
μετασχηματισθούν σε Χρηματοπιστωτικούς
Ομίλους (Financial
Conglomerates - FiCo) θα
επωφεληθούν από λεγόμενο
Δανέζικο Συμβιβασμό
(Danish Compromise),
κάτι που θα τους
επιτρέψει να έχουν πολύ
καλύτερη απόδοση των
κεφαλαίων τους.
Ο
γενικός κανόνας είναι
ότι οι τράπεζες, οι
οποίες δεν είναι
bancassurers, πρέπει να
επανεξετάσουν γρήγορα τη
στάση τους, όπως τονίζει
η Mediobanca,
αναφερόμενη γενικότερα
στον ευρωπαϊκό τραπεζικό
τομέα.
Ο
Δανέζικος Συμβιβασμός
(DC) παρέχει το δικαίωμα
στους χρηματοπιστωτικούς
ομίλους ετερογενών
δραστηριοτήτων (FiCo) να
προσθέτουν το ενεργητικό
των ασφαλιστικών
δραστηριοτήτων στο
σταθμισμένο ενεργητικό
τους (με συντελεστή
250%, ενώ πριν από τη
Βασιλεία IV ήταν 370%), χωρίς
να υποχρεώνονται να
αφαιρούν το κεφάλαιο της
ασφαλιστικής από τα
εποπτικά τους κεφάλαια, κάτι
που υποχρεώνονται να
κάνουν οι τράπεζες που
δεν έχουν τον
χαρακτηρισμό FiCo.
Έτσι, το
μοντέλο του DC καταλήγει
αφενός σε μικρότερο
«χτύπημα» στα κεφάλαια
από την εξαγορά μιας
ασφαλιστικής εταιρείας
και, αφετέρου, σε πολύ
καλύτερη απόδοση του
προσαρμοσμένου κατά τον
κίνδυνο κεφαλαίου
(RoAC).
Σε αυτό
το σημείο έγκειται μια
πρόκληση για τις
ελληνικές τράπεζες, οι
οποίες εξακολουθούν
να μην αναγνωρίζονται ως
Fi.Co και, ως
εκ τούτου, δεν θα είναι
σε θέση να εφαρμόσουν
αμέσως τον Δανέζικο
Συμβιβασμό, άρα
οποιαδήποτε εξαγορά
ασφαλιστικής εταιρείας
θα υπόκειται στη μέθοδο
αφαίρεσης (του
κεφαλαίου που θα
δαπανηθεί για την
εξαγορά από το εποπτικό
κεφάλαιο).
Παρ' όλα
αυτά, τονίζει η
Mediobanca, οι τράπεζες
θα μπορούσαν να κάνουν
το πρώτο βήμα με τις
εξαγορές και να
ζητήσουν το καθεστώς
FiCo αργότερα. Ένα
πρόσθετο πλεονέκτημα που
θα έχουν από αυτή την
αναγνώριση θα είναι και
ότι, σε περίπτωση που
γίνει αργότερα μια
εξαγορά από ασφαλιστική
εταιρεία του ομίλου
τους, η πιθανή υπεραξία
δεν θα αφαιρείται από το
κεφάλαιο της μητρικής
τράπεζας, αλλά από το
κεφάλαιο της θυγατρικής
ασφαλιστικής.
Προσεγγίζοντας τις
διαφορές ανάμεσα στα δύο
εποπτικά μοντέλα με ένα
απλοποιημένο παράδειγμα,
η Mediobanca σημειώνει
ότι για μια εξαγορά μιας
ασφαλιστικής με αξία 500
εκατ. στη λογιστική της
αξίας (χωρίς υπεραξίες),
η Πειραιώς και η Alpha
θα έχουν κεφαλαιακό
κόστος 150 - 160 μονάδων
βάσης, ενώ η Eurobank
και η Εθνική 40-60
μονάδων. Αν υποτεθεί ότι
οι τράπεζες περνούν σε
εποπτικό καθεστώς
Fi.Co, η ίδια
συμφωνία θα μειώσει
μόλις κατά 40 - 60
μονάδες βάσης το CET1
και για τις τέσσερις
τράπεζες.
Για την
πιθανή εξαγορά της Εθνικής
Ασφαλιστικής από
την Πειραιώς, η
Mediobanca εκτιμά ότι θα
ενισχύσει το 2025 τα
κέρδη ανά μετοχή κατά
5%, ενώ θα προσθέσει 12%
στην απόδοση του
προσαρμοσμένου κατά τον
κίνδυνο κεφαλαίου
(RoAC). Αν η Πειραιώς
περάσει στο καθεστώς του
Δανέζικου Συμβιβασμού,
το ποσοστό αυτό θα
ανεβεί σε 20%.
Αντίστοιχα, αν η Eurbank
αποκτήσει και το 80%
της Eurolife (σήμερα
έχει συμμετοχή 20%), θα
ενισχύσει κατά 6% τα
κέρδη ανά μετοχή και
κατά 27% τον δείκτη
RoAC, ποσοστό που θα
ανέβαινε στο 34% αν
άλλαζε εποπτικό καθεστώς
σε Fi.Co.
Πηγή:
Business Daily
|