Ενώ
λοιπόν θα περίμενε
κανείς να υπάρξει μια
αποκλιμάκωση των τιμών,
κατά περίπου 10%-15% σε
πρώτη φάση, εντούτοις
αυτό δεν έχει συμβεί
καθώς η προσφορά
εξακολουθεί να είναι
πολύ χαμηλή συγκριτικά
με τη ζήτηση. Το
έλλειμμα αυτό
μεγεθύνεται όμως ακόμη
περισσότερο λόγω και του
νέου προγράμματος «Σπίτι
μου ΙΙ», που εξαγγέλθηκε
μάλιστα και αρκετούς
μήνες πριν ξεκινήσει,
ήδη από τον Ιούνιο του
2024, γεννώντας νέες
προσδοκίες στους πωλητές
και διατηρώντας τις
αξίες υψηλά. Στην πράξη,
δηλαδή, ένα σημαντικό
μέρος του οικονομικού
οφέλους που αποκομίζει
ένας δικαιούχος από την
ευνοϊκή χρηματοδότηση,
το χάνει λόγω των υψηλών
τιμών.
«Σε
έρευνα που
πραγματοποιήσαμε στην
κατηγορία σπιτιών από 70
έως 150 τ.μ. στην Αττική
προκύπτει ότι τα
επιλέξιμα ακίνητα του
νέου προγράμματος δεν
ξεπερνούν το 23% του
συνολικού αποθέματος των
πωλούμενων κατοικιών στο
λεκανοπέδιο. Επομένως
είναι προφανές ότι η
ζήτηση είναι πολλαπλάσια
της προσφοράς», τονίζει
ο κ. Ποταμιάνος. Κατά
τον ίδιο, όταν π.χ. σε
μια περιοχή όπως το
Παγκράτι τα διαθέσιμα
προς πώληση ακίνητα δεν
ξεπερνούν τα 30 και οι
ενδιαφερόμενοι είναι
200, δημιουργούνται
στρεβλώσεις, που ωθούν
τις τιμές προς τα πάνω,
ακόμη και σε σπίτια
χαμηλής ποιοτικής
στάθμης. Ειδικά ως προς
τη συγκεκριμένη
γειτονιά, σύμφωνα με
πρόσφατη ανάλυση του
Spitogatos.gr, μια
κατοικία που θα μπορούσε
να αποκτηθεί μέσω του
προγράμματος έχει μέση
ζητούμενη τιμή 160.000
ευρώ, μέσο εμβαδόν 60
τ.μ. και μέσο έτος
κατασκευής το 1970.
Υπενθυμίζεται ότι ήδη
έχουν υποβληθεί πάνω από
120.000 αιτήσεις σε
πανελλαδικό επίπεδο, τη
στιγμή που εκτιμάται ότι
οι πιθανοί ωφελούμενοι
δεν θα ξεπεράσουν τους
20.000. Σημειώνεται ότι
με βάση τους όρους του
νέου προγράμματος τα
επιλέξιμα ακίνητα θα
πρέπει να έχουν αξία
συμβολαίου έως 250.000
ευρώ, να είναι
επιφάνειας έως 150 τ.μ.
και να έχουν
κατασκευαστεί έως και το
2007 και όχι
μεταγενέστερα. Η μέγιστη
αξία δανείου φθάνει στις
190.000 ευρώ (από τις
150.000 ευρώ που ήταν
στον πρώτο κύκλο του
προγράμματος), ενώ θα
χρηματοδοτείται έως το
90% του συμβολαίου. Η
μέγιστη αξία του
τελευταίου δεν μπορεί να
ξεπεράσει τις 250.000
ευρώ.
Οπως
εξηγούν στελέχη της
κτηματαγοράς, την
περίοδο 2017-2020
απορροφήθηκε ένα
σημαντικό απόθεμα
κατοικιών, που δεν έχει
αναπληρωθεί, καθώς
εκατοντάδες χιλιάδες
κατοικίες είναι κλειστές
(περίπου 260.000
υπολογίζονται μόνο στην
Αττική) για διάφορους
λόγους. Πολλά ακίνητα
απαιτούν δεκάδες
χιλιάδες ευρώ για να
επισκευαστούν και να
μπορέσουν να πουληθούν,
άλλα έχουν αποδοθεί στο
Δημόσιο με τη μορφή των
αποποιήσεων κληρονομιών,
ενώ άλλα έχουν
κατασχεθεί από τις
τράπεζες και τις
εταιρείες διαχείρισης
απαιτήσεων.
Ως εκ
τούτου, ο Σύλλογος
Μεσιτών έχει προτείνει
ότι αντί να αυξάνεται η
ζήτηση σε μια αγορά
περιορισμένης προσφοράς
σπιτιών, μια ορθότερη
προσέγγιση θα ήταν η
αντίστροφη διαδικασία.
«Το πρόγραμμα “Σπίτι μου
ΙΙ” είναι ένα θετικό
μέτρο ως προς τη
φιλοσοφία του. Για να
μπορέσει όμως να
λειτουργήσει χωρίς να
προκαλούνται νέες
στρεβλώσεις στις τιμές,
θα πρέπει πρώτα να
αυξηθεί η προσφορά
κατοικιών στην αγορά και
στη συνέχεια να
δημιουργήσουμε τα
οικονομικά κίνητρα για
την απορρόφησή τους.
Σήμερα συμβαίνει το
αντίθετο», σημειώνει ο
κ. Ποταμιάνος. Κατά τον
ίδιο, ένα πρόγραμμα όπως
το «Σπίτι μου ΙΙ» θα
έπρεπε να συνδέεται με
την απόκτηση ακινήτων
του Δημοσίου ή ακινήτων
που είναι στα
χαρτοφυλάκια των
τραπεζών και των
εταιρειών διαχείρισης
απαιτήσεων.
Παραμένουν ψηλά οι
αποδόσεις
Συνεχίζει να αποτελεί
μία από τις
ελκυστικότερες αγορές
ακινήτων στην Ευρώπη η
Ελλάδα, τουλάχιστον με
βάση την απόδοση των
κατοικιών στο κέντρο της
Αθήνας. Αυτός είναι κι
ένας από τους λόγους για
τους οποίους συντηρείται
το αγοραστικό ενδιαφέρον
από το εξωτερικό, παρά
τα μέτρα που έλαβε η
κυβέρνηση κατά τη
διάρκεια του τελευταίου
έτους προκειμένου να
περιορίσει την
κερδοσκοπία από μερίδα
επενδυτών, ιδίως όσων
τοποθετούνταν με στόχο
το «εύκολο» κέρδος. Στο
πλαίσιο αυτό, από την 1η
Ιανουαρίου έχει πλέον
απαγορευθεί η λειτουργία
νέων καταλυμάτων
βραχυχρόνιας μίσθωσης
στα τρία πρώτα δημοτικά
διαμερίσματα του Δήμου
Αθηναίων.
Ωστόσο,
όπως αναφέρουν πηγές της
αγοράς, τα
εξυπηρετούμενα
διαμερίσματα προσφέρουν
το «δέλεαρ» των
ελκυστικών αποδόσεων,
χωρίς τους παραπάνω
περιορισμούς, καθώς η
αδειοδότησή τους είναι
ως τουριστικά
καταλύματα. Εν τω
μεταξύ, η συνεχής άνοδος
των τιμών ενοικίασης
λειτουργεί υπέρ των
υψηλών αποδόσεων
αποφέροντας και
σημαντικό εισόδημα, που
σε συνδυασμό με το
προσιτό κόστος αγοράς,
ιδίως σε σχέση με άλλες
χώρες στην Ευρώπη και
ιδίως στις ανεπτυγμένες
αγορές, καθιστά την
αγορά κατοικίας στο
κέντρο της Αθήνας
ελκυστική για αρκετούς
ξένους.
Σε
πρόσφατη συγκριτική
ανάλυσή της η Global
Property Guide τοποθετεί
την Αθήνα μεταξύ των
επτά καλύτερων
προορισμών στην Ευρώπη
για όσους αναζητούν μια
επένδυση αγοράς
κατοικίας με στόχο την
εκμετάλλευση.
Συγκεκριμένα, το κόστος
αγοράς ενός
διαμερίσματος 60 τ.μ.
κοστίζει περί τις
130.000 ευρώ, ποσό που
καθιστά την Αθήνα την
τρίτη φθηνότερη πόλη
μετά την Ποντγκόριτσα
του Μαυροβουνίου με
90.000 ευρώ και τη Ρίγα
της Λετονίας με 105.000
ευρώ. Οσον αφορά την
απόδοση (με βάση τα
εισοδήματα από ενοίκια),
αυτή διαμορφώνεται σε 5%
(μεικτή).
Την
υψηλότερη απόδοση
εμφανίζει η Ρίγα της
Λετονίας με 8,47% και
μέσο κόστος αγοράς
105.000 ευρώ, ενώ έπεται
η Ποντγκόριτσα στο
Μαυροβούνιο με κόστος
επένδυσης 90.000 ευρώ
και μέση ετήσια απόδοση
6,67%. Στη σχετική λίστα
περιλαμβάνονται επίσης η
Βαρσοβία, το Ζάγκρεμπ
και η Βουδαπέστη, με
απόδοση 6,5%, 5,57% και
5,4%.
|