Ενδεικτικό των
ανισοτήτων μεταξύ των
επιμέρους περιοχών της
χώρας είναι και το ότι
στη Δυτική Μακεδονία,
που είναι η φθηνότερη
περιφέρεια, η μέση τιμή
πώλησης κατοικίας,
παρότι αυξημένη κατά
5,3%, δεν ξεπέρασε τα
660 ευρώ/τ.μ., όντας
τέσσερις φορές φθηνότερη
από την αντίστοιχη στην
Αττική. Η δεύτερη πιο
φθηνή περιοχή είναι
εκείνη του Βορείου
Αιγαίου, όπου η μέση
τιμή άγγιξε τα 1.140
ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας
αύξηση κατά 4,7%.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει
και το ότι στην Κεντρική
Ελλάδα παρατηρήθηκε
μείωση των ζητουμένων
τιμών, καθώς αυτές
υποχώρησαν κατά 2,5% σε
1.207 ευρώ/τ.μ. στο
τέλος του έτους, από
1.240 ευρώ/τ.μ. στις
αρχές του 2024.

Στον
αντίποδα, η ακριβότερη
περιοχή, παραδόξως, δεν
είναι η Αττική, αλλά το
Νότιο Αιγαίο, δηλαδή οι
Κυκλάδες, όπου η μέση
ζητούμενη τιμή πώλησης
στο τέλος του 2024
διαμορφώθηκε σε 2.790
ευρώ/τ.μ., 4,2%
υψηλότερα σε σχέση με
τις αρχές του ίδιου
έτους. Πρόκειται για μια
σαφή ένδειξη της μεγάλης
ανόδου των τιμών
πωλήσεων πολυτελών
εξοχικών, που αποτελούν
τη μεγαλύτερη «μάζα» των
πωλήσεων στη
συγκεκριμένη περιοχή.
Από την άλλη πλευρά,
όπως προκύπτει πλέον με
βάση πηγές της αγοράς, ο
όγκος των αγοραπωλησιών
έχει αρχίσει να
περιορίζεται το
τελευταίο διάστημα, κάτι
που ίσως να καταδεικνύει
την «κόπωση» των
αγοραστών και την ανάγκη
μείωσης των ζητουμένων
τιμών, εφόσον στόχος
είναι η ευκολότερη
ολοκλήρωση μιας
συμφωνίας. Η τρίτη πιο
ακριβή περιοχή είναι τα
Ιόνια Νησιά, όπου η μέση
τιμή άγγιξε τα 2.423
ευρώ/τ.μ., σημειώνοντας
άνοδο κατά 8,2% κατά τη
διάρκεια του 2024.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία των
δεικτών τιμών της
Τράπεζας της Ελλάδος
(ΤτΕ), από το 2017, όταν
ξεκίνησε η ανάκαμψη της
αγοράς κατοικίας και
μέχρι και το τρίτο
τρίμηνο του 2024, οι
τιμές σε πανελλαδικό
επίπεδο έχουν καταγράψει
αύξηση κατά 71,6%,
απέχοντας μόλις 1,3% από
το προηγούμενο υψηλό του
2008. Ωστόσο, οι
αυξήσεις των τιμών στην
περιφέρεια είναι
μικρότερες, καθώς στις
άλλες μεγάλες πόλεις
(πλην Αττικής και
Θεσσαλονίκης)
καταγράφεται σωρευτική
άνοδος κατά 51,5%, με
τις τιμές να
εξακολουθούν να είναι
9,15% χαμηλότερες σε
σχέση με το 2008. Αυτό
οφείλεται στο ότι στις
πόλεις αυτές η πτώση
κατά την περίοδο της
οικονομικής κρίσης ήταν
μικρότερη, με αποτέλεσμα
ανάλογα μικρότερη να
είναι και η αύξηση που
έχει μεσολαβήσει.
Αντιθέτως, στην Αττική
οι τιμές πώλησης
κατοικιών έχουν
σημειώσει συνολική
αύξηση (2017-2024) κατά
90%, όντας πλέον σε
επίπεδο 5,2% υψηλότερο
συγκριτικά με το υψηλό
του 2008. Στη
Θεσσαλονίκη η αύξηση
αγγίζει το 84,6%, με τη
μέση τιμή πώλησης να
είναι 1,67% χαμηλότερη
του προηγουμένου υψηλού.
Στην
πρόσφατη ενδιάμεση
έκθεση για τη
νομισματική πολιτική, η
ΤτΕ αναφέρει ότι ναι μεν
οι προσδοκίες για την
ελληνική αγορά ακινήτων,
όσον αφορά το επόμενο
διάστημα, παραμένουν
θετικές, ωστόσο
καταγράφεται πλέον
αυξημένη
επιφυλακτικότητα από
τους παράγοντες της
αγοράς, ειδικά για
συγκεκριμένες κατηγορίες
ακινήτων, κυρίως
επαγγελματικής χρήσης.
«Οι υφιστάμενες
επισφάλειες σχετίζονται
με τη γεωπολιτική
αστάθεια σε παγκόσμιο
επίπεδο, τις
επιβαρύνσεις στο κόστος
κατασκευής και
λειτουργίας, αλλά και
τις συνεχείς νομοθετικές
παρεμβάσεις, οι οποίες,
σε συνδυασμό με τα
διαχρονικά ζητήματα
γραφειοκρατίας στις
μεταβιβάσεις ακινήτων,
επηρεάζουν τον
επενδυτικό σχεδιασμό, τα
περιθώρια κέρδους και
την ελκυστικότητα
εκκίνησης νέων
επενδυτικών έργων. Παρά
τις αβεβαιότητες, η
αγορά κατοικίας –και
ιδιαίτερα κατοικίας
υψηλών προδιαγραφών–
παραμένει θετική»,
καταλήγει η ΤτΕ.
Πηγή: Καθημερινή
|